Η τελευταία έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Αλλαγή του Κλίματος (IPCC) είναι τρομερή. Ο τίτλος των «New York Times» ανέφερε ότι υπάρχει «έντονος κίνδυνος κρίσης» μέχρι το 2040. Η «Washington Post» έγραψε ότι έχουμε «λίγο πάνω από μια δεκαετία για να θέσουμε υπό έλεγχο την κλιματική αλλαγή». Πόσο άσχημα είναι τα πράγματα και τι σημαίνουν αυτές οι προθεσμίες;
Η κατάσταση είναι σίγουρα τρομερή, αν και το γνωρίζουμε αυτό ήδη τα τελευταία 30 χρόνια. Αυτό που έχουμε τώρα είναι ακριβέστερα «μοντέλα» για το πόσο σοβαρές θα είναι οι συνέπειες της υπερθέρμανσης του πλανήτη.
Ένα πράγμα που πρέπει να θυμόμαστε είναι ότι η IPCC είναι ένα σώμα που έχει συσταθεί από τα Ηνωμένα Έθνη. Είναι στελεχωμένο από κορυφαίους εμπειρογνώμονες για την αλλαγή του κλίματος, αλλά εκδίδει μόνο εκθέσεις που είναι αποδεκτές από τις κυβερνήσεις που εκπροσωπεί. Επομένως, οι προβλέψεις της IPCC τείνουν να είναι πολύ συντηρητικές. Ιστορικά, υποτιμούσαν μόνιμα το πόσο γρήγορα θερμαίνεται το κλίμα και πόσο σοβαρά θα είναι τα αποτελέσματα.
Όσον αφορά το πόσο γρήγορα θερμαίνεται το κλίμα, έχουμε αρκετά ακριβή «μοντέλα». Συγκεκριμένα, γνωρίζουμε τα αποτελέσματα της διοχέτευσης όλο και περισσότερου άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Είναι απλή φυσική ότι αυτό θα οδηγήσει σε αύξηση των μέσων παγκόσμιων θερμοκρασιών λόγω του φαινομένου του θερμοκηπίου.
Αυτά που είναι πιο δύσκολο να «μοντελοποιηθούν» είναι τα λεγόμενα «σημεία καμπής» και οι «ανατροφοδοτούμενοι κύκλοι». Για παράδειγμα, καθώς ο πλανήτης θερμαίνεται, οι πολικοί πάγοι αρχίζουν να λιώνουν. Βρισκόμαστε ήδη στο σημείο όπου η Αρκτική είναι σχεδόν χωρίς πάγο κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Με λιγότερο πάγο, λιγότερο ηλιακό φως αντανακλάται πίσω στο διάστημα. Αντ’ αυτού, απορροφάται από τον ωκεανό, που με τη σειρά του επιταχύνει την απώλεια πάγου, οπότε ακόμα λιγότερο ηλιακό φως αντανακλάται στο διάστημα και ούτω καθεξής.
Ένα περαιτέρω αποτέλεσμα είναι ότι, καθώς αυξάνεται η θερμοκρασία του πλανήτη, εδάφη που ήταν μονίμως καλυμμένα από πάγο αρχίζουν να αποψύχονται, απελευθερώνοντας μεθάνιο που παρέμενε εγκλωβισμένο. Το μεθάνιο είναι ένα αέριο θερμοκηπίου που έχει ακόμη μεγαλύτερο αντίκτυπο στην αύξηση της θερμοκρασίας από το διοξείδιο του άνθρακα –βραχυπρόθεσμα, καθώς διαλύεται πολύ πιο γρήγορα από το διοξείδιο του άνθρακα.
Αυτό είναι ένας ακόμα «ανατροφοδοτούμενος κύκλος»: Η απελευθέρωση περισσότερου μεθανίου προς την ατμόσφαιρα σημαίνει υψηλότερες θερμοκρασίες, που προκαλούν ακόμα μεγαλύτερη απώλεια παγωμένων εδαφών, που σημαίνει περισσότερο μεθάνιο στην ατμόσφαιρα σε ένα συνεχιζόμενο σπιράλ επιδείνωσης.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι η άνοδος της θερμοκρασίας μπορεί να εξελιχθεί ακόμα ταχύτερα από ό, τι προβλέπει η IPCC. Αλλά οι δυσοίωνες προβλέψεις στην τελευταία έκθεση αφορούν περισσότερο τις συνέπειες της υπερθέρμανσης.
Όταν υπογράφηκε η συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα τον Δεκέμβριο του 2015, η επικρατούσα άποψη ήταν ότι είναι απαραίτητο να περιοριστεί η υπερθέρμανση του πλανήτη σε λιγότερο από 2 βαθμούς Κελσίου πάνω από τη μέση προ-βιομηχανική θερμοκρασία. Η συμφωνία ανέφερε ότι θα ήταν προτιμότερο να διατηρηθεί η αύξηση σε λιγότερο από 1,5 βαθμούς Κελσίου, αλλά ο στόχος ήταν οι 2 βαθμοί.
Η νέα έκθεση δείχνει γιατί ακόμη και 2 βαθμοί είναι πάρα πολύ. Αν πάμε πάνω από 1,5 βαθμό, οι συνέπειες θα είναι καταστροφικές όσον αφορά την άνοδο του επιπέδου της θάλασσας, τους πιο έντονους τυφώνες, τα σοβαρότερα κύματα καύσωνα, τις πυρκαγιές, τις ξηρασίες και τις πλημμύρες λόγω μεταβαλλόμενων καιρικών «προτύπων», τις ζημιές στη γεωργία, τις ελλείψεις τροφίμων, τους επιταχυνόμενους ρυθμούς εξαφάνισης και απώλειας της βιοποικιλότητας, τον θάνατο όλων των κοραλλιογενών υφάλων –και η λίστα συνεχίζεται.
Φυσικά, έχουμε ήδη αρχίσει να βλέπουμε αυτές τις επιπτώσεις με αύξηση της θέρμανσης μόνο 1 βαθμού Κελσίου πάνω από το προβιομηχανικό επίπεδο. Εάν η αύξηση φτάσει τους 2 βαθμούς, τα αποτελέσματα θα είναι πολλαπλασιαστικά χειρότερα. Αν φτάσει στους 3 ή 4 βαθμούς μέχρι το τέλος του αιώνα, αρχίζει να τίθεται υπό αμφισβήτηση το μέλλον του ανθρώπινου πολιτισμού και ακόμη και η επιβίωσή μας ως είδος.
Εάν συνεχιστεί η χρήση ορυκτών καυσίμων με τους ίδιους ρυθμούς –η οποία, απίστευτα, εξακολουθεί να αυξάνεται– τότε οι συνέπειες θα είναι ήδη καταστροφικές έως το 2040.
Αλλά ήδη γνωρίζουμε από τώρα τι πρέπει να κάνουμε για να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα, το οποίο είναι να εξαλείψουμε όλη τη χρήση ορυκτών καυσίμων μέχρι τα μέσα του αιώνα. Αν δεν έχουμε κάνει σημαντικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση μέχρι το 2030, τότε θα είναι πολύ αργά για να αποτρέψουμε την υπερθέρμανση του πλανήτη πέραν του ορίου των 1,5 βαθμών και ίσως πολύ υψηλότερα.
Αυτό θα απαιτήσει τεράστιες αλλαγές στον τρόπο δομής της οικονομίας. Η έκθεση αναφέρει ότι «Δεν υπάρχει καταγεγραμμένο ιστορικό προηγούμενο» για το τι χρειάζεται να κάνουμε και αυτό δεν είναι υπερβολή.
Υπάρχει περίπτωση η νέα έκθεση να οδηγήσει τις κυβερνήσεις να λάβουν τα δραστικά μέτρα που χρειάζονται; Το περασμένο Σαββατοκύριακο, ο Trump δήλωσε στο CBS News ότι δεν γνωρίζει εάν η κλιματική αλλαγή προκαλείται από την ανθρώπινη δραστηριότητα -και πιστεύει επίσης ότι το κλίμα θα αλλάξει ξανά προς τα προηγούμενα επίπεδα!
Ο Τραμπ είναι ηλίθιος, όπως και οι υπόλοιποι αρνητές της κλιματικής αλλαγής στην κυβέρνησή του. Αλλά το πρόβλημα είναι πολύ ευρύτερο από τον Τραμπ.
Η συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα –την οποία φυσικά ο Τραμπ σκοπεύει να εγκαταλείψει– είναι μια μη δεσμευτική συμφωνία. Οι υπογράφοντες έδωσαν υποσχέσεις για τη μείωση των εκπομπών αερίων στην ατμόσφαιρα, αλλά δεν δημιούργησαν μηχανισμούς επιβολής της. Όμως ακόμα κι αν τηρούνταν όλες οι υποσχέσεις –ένας στόχος από τον οποίο σίγουρα απέχουμε– δεν θα ήταν επαρκές για να διατηρηθεί η αύξηση της θερμοκρασίας κάτω από τους 2 βαθμούς Κελσίου.
Το πρόβλημα είναι ότι οι κυβερνήσεις κάθε πολιτικής απόχρωσης έχουν ως πρώτη προτεραιότητα τα συμφέροντα της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων.
Τον προκάτοχο του Τραμπ, Μπαράκ Ομπάμα, τον παρουσιάζουν σήμερα ως το αντίθετο του Τραμπ γενικά επί όλων των θεμάτων. Αλλά, όταν ήταν πρόεδρος, δήλωνε ότι ακολούθησε μια «πολύπλευρη» ενεργειακή πολιτική –πράγμα που σήμαινε κάποια μικρά βήματα προς την ενθάρρυνση της ανάπτυξης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, όπως η ηλιακή και η αιολική ενέργεια, ταυτόχρονα με την επέκταση του fracking και της χρήσης πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Ο Ομπάμα καυχιόταν ότι κατά την προεδρεία του κατασκευάστηκαν περισσότεροι αγωγοί πετρελαίου από ό,τι στη θητεία οποιουδήποτε άλλου προέδρου των ΗΠΑ. Κατά την παραμονή του στο Λευκό Οίκο οι ΗΠΑ έγιναν η πρώτη χώρα σε παραγωγή ορυκτών καυσίμων στον κόσμο.
Η φιλελεύθερη κυβέρνηση του Τζάστιν Τριντό στον Καναδά έχει ακολουθήσει παρόμοια πορεία. Πέρσι ο Τριντό δήλωσε σε ένα συνέδριο διευθυντών πετρελαϊκών εταιριών στο Χιούστον ότι «δεν υπάρχει χώρα που θα βρει 173 δισεκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου στο έδαφος της και θα τα αφήσει εκεί να κάθονται».
Το να αφήσουμε το πετρέλαιο εκεί που βρίσκεται είναι ακριβώς αυτό που πρέπει να κάνουμε. Αλλά αυτό έρχεται σε αντίθεση με τα συμφέροντα της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων και τη λογική του ευρύτερου καπιταλιστικού συστήματος του οποίου είναι μέρος.
Το μέγεθος της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων προκαλεί ίλιγγο. Σε αυτήν επενδύονται τα περισσότερα κεφάλαια από οποιαδήποτε άλλη βιομηχανία. Οι μεγάλες εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου αποκομίζουν κέρδη δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως και η συνολική αξία των υφιστάμενων υποδομών ορυκτών καυσίμων και πυρηνικής ενέργειας είναι τουλάχιστον 15 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της υποδομής έχει ακόμη δεκαετίες δυνητικής λειτουργίας. Ωστόσο, για να επιλυθεί η κλιματική κρίση, πρέπει να την κλείσουμε σχεδόν αμέσως και να επενδύσουμε σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Όμως αυτοί που κατέχουν το υπάρχον σύστημα και κερδοφορούν από αυτό προφανώς δεν θα επιτρέψουν να συμβεί κάτι τέτοιο χωρίς να δοθεί τεράστια μάχη. Αυτός είναι ο λόγος που χρηματοδοτούν εδώ και δεκαετίες την προώθηση της άρνησης της κλιματικής αλλαγής, μέσω χορηγιών σε διάφορα θινκ τανκ όσο και χρηματοδοτώντας μαζικά τις εκλογικές καμπάνιες πολιτικών της δεξιάς.
Όπως ήδη ξέρουμε, η Exxon, η Shell και άλλες μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες γνώριζαν τους κινδύνους της υπερθέρμανσης του πλανήτη ήδη από τη δεκαετία του ’70 από δικιές τους έρευνες, αλλά τις έθαψαν για να συνεχίσουν να αποκομίζουν κέρδη.
Με δεδομένη την αντίθεση των επίσημων θεσμών σε αλλαγές, υπάρχει κάποιος ρεαλιστικός τρόπος για να γίνουν πραγματικά εκείνοι οι μετασχηματισμοί που είναι αναγκαίοι;
Δεν ξέρω ποιες είναι οι πιθανότητες, αλλά ξέρω ότι ριζικές αλλαγές συμβαίνουν μόνο όταν το απαιτούν μαζικά κινήματα.
Αλλά θα πρέπει να ξεκινήσουμε λέγοντας ξεκάθαρα ότι τα προβλήματα είναι πολιτικά και όχι τεχνικά. Μια μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2015 από μια ομάδα ερευνητών στο Στάνφορντ, με επικεφαλής τον Μαρκ Τζέικομπσον, διαπίστωσε ότι μια μετάβαση σε χρήση 100% αιολικής, υδραυλικής και ηλιακής ενέργειας για όλους τους σκοπούς –ηλεκτρισμός, μεταφορά, θέρμανση-ψύξη και βιομηχανία– θα μπορούσε να επιτευχθεί στις ηπειρωτικές ΗΠΑ ως το 2050-2055.
Η μελέτη του Τζέικομπσον επικρίθηκε από μια άλλη ομάδα ερευνητών, οι οποίοι όμως ξεκινούσαν από την παραδοχή ότι το 80% των ενεργειακών αναγκών θα μπορούσε να εξυπηρετηθεί από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έως το 2050.
Ακόμη κι αν είναι η χαμηλότερη εκτίμηση η σωστή, είναι επαρκής, διότι το σχέδιο Τζέικομπσον βασίζεται στην αντικατάσταση της τρέχουσας χρήσης ενέργειας, αλλά –παράλληλα με τη μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας– χρειαζόμαστε μεγάλες προόδους στην αποτελεσματικότητα και στην εξοικονόμιση ενέργειας.
Αλλά πρέπει επίσης να είμαστε σαφείς ότι το πρόβλημα δεν μπορεί να λυθεί, εάν παραμείνουμε εντός των ορίων του σημερινού οικονομικού μας συστήματος, το οποίο βασίζεται στη μεγιστοποίηση των κερδών. Ένας πράσινος καπιταλισμός αποτελεί αντίφαση.
Η μείωση των εκπομπών αερίων θα απαιτήσει τη μείωση του μεγέθους της παγκόσμιας οικονομίας και αυτό έρχεται σε απευθείας αντίθεση με τον τρόπο που είναι οργανωμένες οι καπιταλιστικές οικονομίες.
Η δυναμική του καπιταλισμού βασίζεται στην παραγωγή για ανταλλαγή, όχι για χρήση. Στις καπιταλιστικές οικονομίες, μια μικρή μειοψηφία, που καθοδηγείται από τον ανταγωνισμό και την αναζήτηση ολοένα και μεγαλύτερων κερδών, ελέγχει τα μέσα παραγωγής. Το σύστημα επιβάλλει τη διαρκή προσπάθεια συσσώρευσης στους μεμονωμένους καπιταλιστές και αυτό οδηγεί σε επικέντρωση στα βραχυπρόθεσμα κέρδη, που αγνοούν τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της παραγωγής, συμπεριλαμβανομένων των επιπτώσεών της στο φυσικό περιβάλλον.
Το μέτρο επιτυχίας για τους καπιταλιστές είναι η ανάπτυξη και η συσσώρευση. Αν κάποιο συγκεκριμένο εταιρικό στέλεχος προσπαθήσει να αντισταθεί σ’ αυτή την τάση, είτε θα αντικατασταθεί, είτε η επιχείρησή του θα χρεοκοπήσει. Η ατελείωτη ανάπτυξη είναι δομικό στοιχείο του συστήματος.
Το πρόβλημα είναι ότι η ατελείωτη ανάπτυξη είναι αδύνατη σε έναν πεπερασμένο πλανήτη.
Ο καπιταλισμός έχει προκαλέσει αυτό που ο Καρλ Μαρξ ονόμαζε «μεταβολικό ρήγμα» μεταξύ των ανθρώπινων κοινωνιών και της υπόλοιπης φύσης –μια διαταραχή μεταξύ κοινωνικών συστημάτων και φυσικών συστημάτων. Οι διαδικασίες που απαιτούνται για τη βιωσιμότητα της καπιταλιστικής κοινωνίας τη φέρνουν σε σύγκρουση με τον φυσικό κόσμο.
Αυτό που χρειαζόμαστε τώρα είναι μια αναβίωση μαζικών κινητοποιήσεων σε παγκόσμια κλίμακα, με άμεσο στόχο τον τερματισμό της παραγωγής ορυκτών καυσίμων, που να αντιλαμβάνονται όμως ταυτόχρονα την ανάγκη να αναδιοργανωθεί πλήρως ο τρόπος λειτουργίας της οικονομίας μας.
Υπάρχουν πολλές προσπάθειες σήμερα –πολύ περισσότερες από ό,τι στο παρελθόν τουλάχιστον– οι οποίες είναι αφιερωμένες στην «κλιματική δικαιοσύνη», όπως ενάντια στα σχέδια αγωγών και τη λειτουργία ανθρακωρυχείων, για να αναφέρουμε κάποιες. Αυτοί είναι αγώνες ζωτικής σημασίας, όχι μόνο για τις βραχυπρόθεσμες βελτιώσεις που μπορούν να πετύχουν, αλλά και για την οικοδόμηση ενός κινήματος που μπορεί να ορίσει το στόχο για μια οικο-σοσιαλιστική οικονομία, στην οποία η βιωσιμότητα και οι ανθρώπινες ανάγκες θα έχουν προτεραιότητα έναντι των εταιρικών κερδών.
Τελικά, το ερώτημα είναι κατά πόσον μπορούμε να χτίσουμε ένα τέτοιο κίνημα αρκετά έγκαιρα.
Εκατό χρόνια πριν, η Ρόζα Λούξεμπουργκ είπε ότι έχουμε μπροστά μας μια επιλογή: σοσιαλισμό ή βαρβαρότητα. Οι λεπτομέρειες της καπιταλιστικής βαρβαρότητας μπορεί να έχουν αλλάξει, αλλά το ερώτημα συνεχίζει να παραμένει αληθινό και σήμερα.