Αφήνοντας έκθετους όσους υπερασπιζόμενοι τη βία των ΜΑΤ ισχυρίζονταν πως δεν έπεσαν χημικά στον χώρο του Ειρηνοδικείου της Αθήνας, και πρώτα και κύρια τον ανεκδιήγητο Κοντονή που ισχυρίστηκε πως ενημερώθηκε από τον ίδιο, ο αναπληρωτής υπουργός Προστασίας του Πολίτη Νίκος Τόσκας, σε σημερινή συνέντευξη στην ΕΡΤ, αναγνώρισε πως τα χημικά έπεσαν σε κλειστό χώρο. Είπε, μάλιστα, ότι “κακώς έπεσαν”, για να προχωρήσει, αμέσως μετά, σε σειρά ψευδολογιών στην προσπάθειά του να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Επικεντρώνοντας σε επίθεση κατά της ΛΑ.Ε, μέλη της οποίας ήταν τα θύματα της προχθεσινής βάρβαρης επίθεσης των υφισταμένων του κατά των εκατοντάδων πολιτών που διαμαρτύρονταν για τους πλειστηριασμούς.
Συγκεκριμένα, ο υπουργός δεν δίστασε να εμφανίσει τους αστυνομικούς ως θύματα επίθεσης με… πυροσβεστήρα, συγκρίνοντας την πυροσβεστική σκόνη με τα χημικά τα οποία, σύμφωνα και με την καταγγελία του Ιατρικού Συλλόγου της Αθήνας, σε κλειστό χώρο θα μπορούσαν να προκαλέσουν μέχρι και θάνατο.
“Δεν μπορεί κάθε Τετάρτη να γίνονται τέτοια επεισόδια”, είπε ο Νίκος Τόσκας, ενώ δεν δίστασε να ισχυριστεί ότι δεν γίνονται πλειστηριασμοί λαϊκών κατοικιών. Επιχειρώντας να βγάλει ψεύτες ακόμη και κεντρικά στελέχη του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ, ακόμη και μέλη του κεντρικού του οργάνου, του Πολιτικού Συμβουλίου, τα οποία πανικόβλητα θέλησαν παραπλανητικά να διαφοροποιηθούν και έθεσαν το ζήτημα να βρεθεί τρόπος να σταματήσει η προσπάθεια εκπλειστηριασμού της λαϊκής στέγης.
Η συνέντευξη Τόσκα είναι μια ακόμη ψηφίδα στο μωσαϊκό των αντικρουόμενων δηλώσεων των κυβερνητικών στελεχών, που βρίσκονται αντιμέτωπα με τη λαϊκή οργή, αδυνατώντας να τη διαχειριστούν. Συνάμα, η ομολογία της χρήσης χημικών σε κλειστό χώρο, παρά τη γελοία προσπάθειά του να τα εξισώσει με τη… σκόνη του πυροσβεστήρα, τον καθιστά έκθετο. Η μήνυση που κατατέθηκε χθες από κεντρικά στελέχη της ΛΑ.Ε και εναντίον του είναι φυσικό να τον έχει πανικοβάλει. Πόσο μάλλον η επίγνωση ότι με ΜΑΤ, χημικά και ξυλοδαρμούς όχι μόνο δεν θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τις λαϊκές αντιδράσεις, αλλά και θα οξύνει τη λαϊκή αντίθεση προς την πολιτική εξυπηρέτησης των συμφερόντων των τραπεζών.