Η Iskra παραθέτει, με κάθε, όμως, επιφύλαξη, την ανάλυση της Τράπεζας της Ελλάδος με την οποία ισχυρίζεται ότι η αύξηση των φόρων, έχει αυξήσει την φοροδιαφυγή στην Ελλάδα με συνέπεια να εκτιναχθεί περαιτέρω η μαύρη οικονομία και ως εκ τούτου η μείωση του ΑΕΠ να είναι μικρότερη από τα επίσημα στοιχεία και άρα η δοκιμασία του ελληνικού λαού όχι τόσο έντονη όσο δείχνουν οι επίσημοι αριθμοί. Πέραν τούτων η αύξηση των φόρων δεν επιφέρει ανάλογα έσοδα, έτσι ώστε τα φαινόμενα του φαύλου κύκλου νέων φόρων και ενίσχυσης της μαύρης οικονομίας να έρχονται στην πρώτη γραμμή, προκαλώντας αδιέξοδα.
Φυσικά η ΤτΕ επικεντρώνει αυτήν την ανάλυση κυρίως στους φόρους και όχι στη λιτότητα για ευνόητους λόγους διότι γι’ αυτήν προέχει η μείωση των φόρων στις επιχειρήσεις, πράγμα που είναι σωστό μόνο για τα κέρδη τους που επανεπενδύονται και όχι βεβαίως η στήριξη μισθών και συντάξεων.
Τέλος, στο κείμενο που ακολουθεί, παρατίθεται η πρόταση της ΤτΕ για έξοδο από το μνημόνιο μέσω πιστοληπτικής γραμμής στήριξης (ΕCCL), επίμαχο θέμα των ημερών, πράγμα που ισοδυναμεί με μνημόνιο άλλης μορφής (βλέπε εδώ)
Κ.Ζ
Τράπεζα Ελλάδας: Αυξήθηκε η “μαύρη” οικονομία λόγω φοροκαταιγίδας. Η πιστοληπτική γραμμή
Η μαύρη οικονομία στην Ελλάδα αυξήθηκε μέσα στην κρίση από το 25% στο 35% – 40% του ΑΕΠ. Αιτία είναι η υπερφορολόγηση, καθώς ένα μεγάλο μέρος των πολιτών και των επιχειρήσεων, στην προσπάθειά τους να αποφύγει τους φόρους μετακινήθηκε στη σκιώδη οικονομία η οποία δεν έγινε εφικτό (όπως θα έπρεπε) να παταχθεί, αναφέρει η τράπεζα της Ελλάδος σε Working Paper σε στοιχεία του οποίου βασίστηκε η χθεσινή Ενδιάμεση Έκθεση της ΤτΕ που κατατέθηκε στη βουλή και δημιούργησε έντονες αντιδράσεις με την πρόταση για προληπτικό πρόγραμμα ECCL- PCCL μετά το τέλος του μνημονίου τον Αύγουστο του 2018.
Η Τράπεζα της Ελλάδος στο Working Paper “Fiscal policy with an informal Sector” εκτιμά ότι η έμφαση που δόθηκε κατά τα μνημονιακά χρόνια στην υπερφορολόγηση δημιούργησε έναν φαύλο κύκλο ύφεσης/αύξησης παραοικονομίας/επιβολής νέων φόρων/απώλειας εσόδων, καθώς οι υψηλότεροι φορολογικοί συντελεστές συρρίκνωσαν τη φορολογική βάση.
Η μαύρη οικονομία φαίνεται να ήταν ο βασικός παράγοντας στην αποτυχία της Ελλάδας να επιτύχει την ομαλή μείωση του χρέους, αποφεύγοντας ταυτόχρονα την οικονομική κρίση, επισημαίνει. Οι μεγάλες φορολογικές παρεμβάσεις δημιούργησαν έναν φαύλο κύκλο. Οι υψηλότεροι φορολογικοί συντελεστές απευθύνονταν σε μια συρρικνούμενη φορολογική βάση, εξηγεί.
Tο μέγεθος της δημοσιονομικής προσαρμογής και η πτώση της οικονομικής δραστηριότητας θα μπορούσαν να είναι σημαντικά πιο ήπιες εάν ο ανεπίσημος τομέας περιοριζόταν (αντίθετα αυξήθηκε κατά περίπου 50%), αναφέρει η μελέτη.
Εξηγεί ότι η ύπαρξη της μαύρης οικονομίας έχει προκαλέσει καταστροφή στα φορολογικά έσοδα, συμβάλλοντας τόσο στην υπερφορολόγηση όσο και στην εξασθένηση της οικονομικής δραστηριότητας. Αν είχε εναλλακτική επιλεγεί μία πολιτική μείωσης δαπανών τότε η μείωση της παραγωγής και της απασχόλησης θα ήταν σημαντικά πιο ήπια.
Η παραοικονομία έχει συμβάλει σημαντικά σε μεγαλύτερη επιβάρυνση για όσους δραστηριοποιούνται στον επίσημο τομέα και έχει επίσης βλάψει την οικονομία γενικότερα. Φαίνεται ότι μεγάλο μέρος της αποτυχίας της ελληνικής κυβέρνησης να επιτύχει τους στόχους της για τα έσοδα μπορεί να αποδοθεί στην αδυναμία της να εξουδετερώσει τη μαύρη οικονομία, εξηγεί.
Ρηχότερη τελικά η κρίση
Η ΤτΕ μελετά τι έγινε στην Ελλάδα από το 2010 έως το 2015. Επισήμως καταγράφεται μείωση του ΑΕΠ ήταν της τάξης του 26%, επισημαίνει. Ωστόσο, αν προσμετρηθεί και η άτυπη οικονομία η ΤτΕ εκτιμά ότι η μείωση ήταν χαμηλότερη κατά περίπου ένα τρίτο (17% έναντι 26%).
Με την ανεπίσημη οικονομία η πτώση της πραγματικής παραγωγής ήταν μικρότερη επίσης. Η οικονομία υπέφερε πολύ από την κρίση, αλλά σημαντικά λιγότερο από ό, τι συνήθως μετράται, αναφέρεται.
Η Ενδιάμεση Έκθεση της ΤτΕ
Από την παραπάνω μελέτη έχει αντλήσει στοιχεία η αναφορά της ΤτΕ σε ειδικό παράρτημα της χθεσινής Ενδιάμεσης Έκθεσης που κατατέθηκε στη Βουλή από τον Διοικητή Γ. Στουρνάρα. Κάνει λόγο για την υπερφορολόγηση που έφερε 13,5 δις ευρώ επιπλέον απώλειες λόγω της φοροδιαφυγής και της μαύρης οικονομίας.
Η ΤτΕ χθες ανακοίνωσε ότι με κάθε αύξηση των φορολογικών εσόδων κατά 1% του ΑΕΠ, μειώνεται το ΑΕΠ κατά 2,8% όταν υπάρχει παραοικονομία και κατά 1,5% όταν δεν υπάρχει παραοικονομία. Η μεγαλύτερη μείωση του ΑΕΠ στην πρώτη περίπτωση οφείλεται στο γεγονός ότι η αύξηση της φορολογίας δημιουργεί κίνητρα για μεταφορά παραγωγικών πόρων από την επίσημη οικονομία προς την παραοικονομία.
Όπως εξηγεί η ΤτΕ στην Ενδιάμεση Έκθεση είναι πολύ μεγάλες οι “παρενέργειες” στην οικονομία από τις αυξήσεις φόρων λόγω της φοροδιαφυγής η οποία εκτιμά ότι αυξήθηκε. Και καθώς υπολογίζει ότι όταν περικόπτονται δαπάνες είναι πολύ μικρότερες οι ανάλογες απώλειες στο ΑΕΠ ζητά αλλαγή του μείγματος πολιτικής (από τους φόρους στις περικοπές δαπανών), καθώς και μέτρα άμεσης πάταξης της φοροδιαφυγής.
Μάλιστα υπολογίζει ότι ήδη οι συνέπειες είναι πολύ μεγάλες από την πολιτική που ακολουθήθηκε όλα αυτά τα χρόνια, δηλαδή την έμφαση στους φόρους που φέρουν μεγάλες απώλειες στο ΑΕΠ σε καθεστώς υψηλής φοροδιαφυγής και έτσι δημιουργούν έναν φαύλο κύκλο ύφεσης και ανάγκης για νέα μέτρα: υπολογίζει στα 13,5 δισ. ευρώ (7% του ΑΕΠ) την απώλεια ΑΕΠ λόγω φοροδιαφυγής και έμφασης στην πολιτική λήψης εισπρακτικών μέτρων αντί να περικοπούν δαπάνες την περίοδο 2020-2015. Μία απώλεια η οποία προφανώς συνεχίζεται αφού εκτιμά ότι η φοροδιαφυγή αυξάνεται.
Η πιστοληπτική γραμμή
Στην χθεσινή έκθεση της ΤτΕ καταγράφεται ξεκάθαρα και η πρόταση για νέα πιστοληπτική γραμμή μετά το 3ο πρόγραμμα (που λήγει τον Αύγουστο του 2018) μία πρόταση που προκάλεσε την έντονη αντίδραση της κυβέρνησης η οποία επιμένει στην “καθαρή έξοδο”. Σημειώνεται ότι προ ημερών ο Μάριο Ντράγκι είχε αναφερθεί στην πιθανότητα 4ου προγράμματος.
Αναλυτικά η ΤτΕ αναφέρει ότι η Ελλάδα ούτως ή άλλως θα βρίσκεται σε καθεστώς εποπτείας, το οποίο θα διαρκέσει τουλάχιστον μέχρις ότου η χώρα αποπληρώσει το 75% των επίσημων δανείων που έχει λάβει από χώρες της ευρωζώνης. Λέει όμως ότι “πρέπει να αποσαφηνιστεί κατά πόσον θα υπάρχει, και υπό ποιους όρους, ένα ενδεχόμενο “προληπτικό πρόγραμμα στήριξης”.
Η ύπαρξη ενός τέτοιου προληπτικού πλαισίου στήριξης εκτιμάται ότι μπορεί να δράσει υποστηρικτικά για την ελληνική οικονομία μειώνοντας το κόστος δανεισμού, “καθώς θα παρέχει ασφάλεια σχετικά με την πρόσβαση του Ελληνικού Δημοσίου σε χρηματοδότηση μετά τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018. Κάτι τέτοιο θα τονώσει την εμπιστοσύνη των διεθνών επενδυτών στις μεσομακροπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, διότι αυτοί θα γνωρίζουν ότι η οικονομική πολιτική είναι και θα παραμείνει συνετή, αποκλείοντας την επανεμφάνιση των ανισορροπιών” επισημαίνει η ΤτΕ.
Εξηγεί ότι “η αποσαφήνιση της μορφής που θα λάβει η στήριξη της ελληνικής οικονομίας μετά το τέλος του προγράμματος είναι σημαντική, στην περίπτωση που μέχρι τότε δεν θα έχει βελτιωθεί η πιστοληπτική διαβάθμιση της χώρας, και για έναν πρόσθετο λόγο: για να μην απολεσθεί η δυνατότητα των ελληνικών ομολόγων (α) να χρησιμοποιούνται ως εξασφαλίσεις στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος και (β) να συμμετάσχουν στις αγορές ομολόγων της ΕΚΤ στο πλαίσιο του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (QE), είτε στην κανονική του διάρκεια είτε στη διάρκεια της επανεπένδυσης σε νέους τίτλους. Οι δράσεις αυτές θα βελτιώσουν το επενδυτικό και επιχειρηματικό κλίμα και θα προσελκύσουν εγχώριες και ξένες άμεσες επενδύσεις. Παράλληλα, θα διευκολύνουν την επιστροφή στη χρηματοπιστωτική κανονικότητα, την οριστική άρση των κεφαλαιακών περιορισμών και τη διατηρήσιμη ανάκαμψη της οικονομίας μετά από οκτώ χρόνια θυσιών, ύφεσης και στασιμότητας που έχουν επιτείνει τις κοινωνικές ανισότητες”. Η ΤτΕ αναλύει σε ειδικό Κεφάλαιο τις γενικές αρχές των 2 γραμμών που υπάρχουν στον ESM αλλά δεν έχουν ποτέ ενεργοποιηθεί (ECCL – PCCL).
Οι δηλώσεις Βίζερ και οι 2 γραμμές
Υπενθυμίζεται ότι ανάλογες αναφορές έχουν γίνει στο παρελθόν από τους θεσμούς, με τελευταίο “κρούσμα”τις αναφορές Βίζερ για τον μηχανισμό μετά το 2018.
Όσο για τις 2 πιστοληπτικές γραμμές ή για έναν νέο “υβριδικό” διάδοχό τους, συνιστούν σε κάθε περίπτωση ένα νέου τύπου πιο “λάιτ” μνημόνιο με 3μηνιαίους ελέγχους και υποχρέωση λήψης μέτρων προσαρμογής.
*Πηγή: Δήμητρα Καδδά, capital.gr