Με την ευκαιρία της υπόθεσης Novartis ακούστηκαν κάποιες αλήθειες, που ενώ είναι κοινό μυστικό στους παρεπιδημούντες την Ιερουσαλήμ των φαρμακευτικών μονοπωλίων, τρομάζουν τους απλούς ανθρώπους με το μέγεθος του κυνισμού, της απάτης και της αναλγησίας.
Το φάρμακο είτε είναι πρωτοποριακό, αυθεντικό, γενόσημο, ακριβό ή φθηνό είναι εμπόρευμα. Και σαν τέτοιο υπόκειται στους νόμους του καπιταλιστικού συστήματος που καθορίζουν την οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας όπως και κάθε άλλο εμπόρευμα.
Σύμφωνα με το Ομοσπονδιακό δικαστήριο της Αυστραλίας, η εταιρεία Reckitt Benckiser κατηγορήθηκε και τιμωρήθηκε για απάτη σε βάρος των καταναλωτών, καθώς παρουσίαζε το ίδιο φάρμακο, το nurofen, σε διαφορετικές συσκευασίες, για διαφορετικά συμπτώματα και σε διαφορετικές τιμές. Μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις οι ταμπλέτες που είναι για εξειδικευμένη χρήση, όπως αυτές για πόνους περιόδου, κοστίζουν το διπλάσιο από τις κοινές ταμπλέτες παυσίπονων.
Συγκεκριμένα, το φάρμακο που υποτίθεται ότι είναι για τους πόνους στη μέση έχει ακριβώς τη ίδια δραστική ουσία με αυτό που είναι για τις ημικρανίες. Μετά από έρευνες που πραγματοποιήθηκαν η Επιτροπή Ανταγωνισμού και Κατανάλωσης της χώρας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα προϊόντα παρ’ ότι αφορούν διαφορετικά συμπτώματα περιέχουν ακριβώς την ίδια δραστική ουσία.
Πως δικαιολόγησε την τακτική της εταιρείας ο επικεφαλής της Aomesh Bhatt; “Οι καταναλωτές χρειάζονται έναν πλοηγό μέσα σ’ ένα παντοπωλείο όπου δεν υπάρχει κανείς ειδικός να τους βοηθήσει στην απόφασή τους. Γνωρίζουμε ότι το 90% των καταναλωτών ψάχνουν ένα συγκεκριμένο είδος προϊόντος για τον δικό τους πόνο”. Μια στάση απέναντι στο φάρμακο όπως και κάθε άλλο κοινό προϊόν. Έτσι το βλέπουν οι εταιρείες!
Βέβαια το γεγονός ότι από αυτό το εμπόρευμα εξαρτάται η ζωή των ανθρώπων του έδωσε μια άλλη διάσταση, μια αύρα δημόσιου αγαθού, που δεν υπόκειται στους ταπεινούς νόμους της καπιταλιστικής παραγωγής και του ποταπού εμπορίου.
Σε αυτό συνετέλεσαν και οι αγώνες του εργατικού κινήματος που επέβαλαν δημόσια συστήματα υγείας και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, αλλού περισσότερο και αλλού λιγότερο. Αναδεικνύοντας ταυτόχρονα την κοινωνική σημασία αυτού του εμπορεύματος, που λόγο της αξίας χρήσης του καθορίζει και τη ζωή των ανθρώπων και την κοινωνική συνοχή. Και παρόλο που αυτό συντελεί στο να τροποποιείται εν μέρει ο χαρακτήρας του, δεν παύει στον καπιταλισμό να είναι εμπόρευμα και να υπόκειται στους υπέρτατους νόμους του: υψηλό, όσο γίνεται υψηλότερο, τουλάχιστον πάνω από το μέσο ποσοστό κερδοφορίας και επικράτηση επί του ανταγωνισμού.
Έτσι είναι πολύ “φυσικό” οι εταιρείες που τα παράγουν -και μερικές από αυτές είναι κολοσσιαία, πολυεθνικά μονοπώλια, διαπλεκόμενα συνήθως με τράπεζες και με άλλα μονοπώλια στον τομέα της υγείας, ασφάλισης, περίθαλψης- να χρησιμοποιούν όλα τα μέσα των μονοπωλίων για την προώθηση της κυριαρχίας τους.
Η ιστορία της φαρμακοβιομηχανίας περιγράφει από τη μια μεριά το σχηματισμό μονοπωλίων στον τομέα και την ένταση της συνεργασίας, αλλά και του μοιράσματος αγορών και από την άλλη κυμάτων ανταγωνιστικού παροξυσμού και κρυφών ή φανερών πολέμων για την κυριαρχία σε εθνικές αλλά και στην παγκόσμια αγορά.
Το μονοπώλιο ανοίγει το δρόμο του παντού και με όλα τα μέσα, αρχίζοντας από τη «σεμνή» πληρωμή του «αέρα» και τελειώνοντας στην αμερικανική «χρησιμοποίηση» του δυναμίτη ενάντια στον ανταγωνιστή.
Η εξάλειψη των κρίσεων με τα καρτέλ είναι παραμύθι των αστών οικονομολόγων που προσπαθούν να εξωραΐζουν με κάθε θυσία τον καπιταλισμό. Αντίθετα, το μονοπώλιο που δημιουργείται σε μερικούς κλάδους της βιομηχανίας δυναμώνει και οξύνει το χάος που χαρακτηρίζει όλη την καπιταλιστική παραγωγή στο σύνολό της.[1]
Μια ιστορία παλιά λοιπόν.
Ας δούμε μια πιο πρόσφατη με πρωταγωνίστρια την αγγλική GlaxoSmithKline και το αμερικανικό δημόσιο.
Απάτη με το Paxil, το οποίο η GlaxoSmithKline προώθησε ως αντικαταθλιπτικό για παιδιά και εφήβους, τη στιγμή που δεν είχε λάβει έγκριση παρά ως φάρμακο κατάλληλο για ενήλικες, απάτη με το αντιδιαβητικόAvandia το οποίο ετέθη προς πώληση χωρίς προειδοποίηση για ορισμένες παρενέργειες, απάτη και με τοWellbutrin, το οποίο προορίζεται για περιπτώσεις βαριάς κατάθλιψης, αλλά που η εταιρεία προώθησε με το σλόγκαν «για να γίνετε πιο λεπτοί, για να έχετε περισσότερες σεξουαλικές σχέσεις», όπως εξήγησε ηΚάρμεν Ορτίς, εισαγγελέας της Μασαχουσέτης.
Στο πλαίσιο του συμβιβασμού, αλήθεια ποιος κοινός άνθρωπος δεν θα σάπιζε στη φυλακή εάν έπαιζε με την υγεία και τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων, η GlaxoSmithKline παραδέχθηκε επίσης ότι χρηματοδότησε εκστρατείες προώθησης προϊόντων, παρακινώντας γιατρούς να συνταγογραφούν τα φάρμακά της δωροδοκώντας τους «με διακοπές στη Χαβάη, οργάνωση κυνηγιών φασιανού στην Ευρώπη ή συναυλίες», σύμφωνα με την εισαγγελέα.
«Ο συμβιβασμός αυτός είναι το αποτέλεσμα διαπραγματεύσεων που οδήγησαν σε συμφωνία τον Νοέμβριο του 2011. Η GlaxoSmithKline θα καταβάλει πρόστιμα συνολικού ύψους 3 δισ. δολαρίων που θα καλυφθούν από τα υπάρχοντα αποθεματικά», αναφέρεται σε ανακοίνωση της εταιρείας. Και γι αυτό τον λόγο υπάρχουν αυτά θα λέγαμε εμείς.
Η συμφωνία συνομολογήθηκε με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση και με πολλές Πολιτείες των ΗΠΑ και την περιφέρεια της Κολούμπια (Ουάσινγκτον). Στο πλαίσιο του συμβιβασμού, η εταιρεία δέχθηκε να τελεί υπό παρακολούθηση από την αμερικανική κυβέρνηση επί πέντε χρόνια.
«Θέτει τέλος σε όλες τις δικαστικές διώξεις (ποινικές και αστικές) που συνδέονται με την έρευνα που ξεκίνησε η Εισαγγελία του Κολοράντο το 2004 και συνέχισε η Εισαγγελία της Μασαχουσέτης σχετικά με τις εμπορικές πρακτικές του ομίλου ως προς εννέα προϊόντα», σύμφωνα με την ανακοίνωση της GlaxoSmithKline. Δώσανε τον οβολό τους και καθαρίσανε εσαεί και έναντι οποιουδήποτε, άριστα στους διαπραγματευτές της εταιρείας!
Ο διευθύνων σύμβουλος του ομίλου, Αντριου Γουίτι, δήλωσε ότι οι διαδικασίες μάρκετινγκ και πωλήσεων άλλαξαν για το αμερικανικό σκέλος της GlaxoSmithKline. «Μάθαμε από τα λάθη μας», διαβεβαίωσε.
Τον πιστεύει κανένας;
Αν δούμε τον κατάλογο με τις 20 μεγαλύτερες εταιρείες του κλάδου θα εντοπίσουμε ότι οι μισές είναι αμερικάνικα μονοπώλια. Το ίδιο συμβαίνει και για τις δέκα πρώτες. Δύο από τις 5 μεγαλύτερες είναι ελβετικές και ακολουθούν μία γαλλική, μία αγγλική κοκ. Οι Γερμανία έχει μείνει λίγο πίσω με 2 εταιρείες αλλά μετά τη συγχώνευση της Bayer με την ισραηλινή Teva βελτιώνει τη θέση της σημαντικά. Το παζλ των κολοσσών της φαρμακοβιομηχανίας συμπληρώνεται με μια νορβηγική και μια ιρλανδική εταιρεία. Όλες τους έχουν πολυάριθμες συνεργασίες αλλά και ανάθεση υπεργολαβιών σε ένα μεγάλο πλήθος εταιρειών σε όλες τις χώρες του κόσμου.
Έτσι λοιπόν τίποτα δεν θα πρέπει να εκπλήσσει οποιονδήποτε κάνει μια μικρή βόλτα στον κόσμο των ειδήσεων που αφορούν τις φαρμακοβιομηχανίες.
Κάθε περιοχή και χώρα του κόσμου έχει ξεχωριστή αξία για τις φαρμακοβιομηχανίες και από άποψη δημογραφική, και από άποψη οικονομικών δαπανών υγείας αλλά και λόγο του ιδιαίτερου πλαισίου που καθορίζει την αγορά φαρμάκου. Για παράδειγμα ένα υπερβολικά ιδιωτικοποιημένο σύστημα υγείας όπως αυτό των ΗΠΑ σε σύγκριση με άλλα στον αντίποδα τους όπως στη Γερμανία ή σχεδόν καθολικά κρατικά ελεγχόμενα όπως στην Κίνα χρήζουν διαφορετικές τακτικές δράσης. Η στρατηγική όμως είναι η ίδια. Κερδίζουμε εμείς, χάνουν οι ανταγωνιστές, κερδίζουν οι μέτοχοι, χάνουν οι ασθενείς!
Στις ΗΠΑ, που έχουν την πρώτη και τρίτη μεγαλύτερη εταιρεία, κυριαρχεί η ασυδοσία του κεφαλαίου στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης με αποτέλεσμα από τη δεκαετία το ’60 που οι δαπάνες γι αυτή ήταν 5% περίπου του ΑΕΠ να εκτοξευτούν σήμερα στο 15% περίπου του ΑΕΠ. Ένα eldorando κερδοφορίας των αμερικανικών μονοπωλίων τόσο προκλητικό που αποκλήθηκε από τον δισεκατομμυριούχο, αρπακτικό των αγορών Warren Buffet, “πεινασμένος ταινιοσκώληκας που κατατρώγει την αμερικανική οικονομία” και που φυσικά δεν θα μείνει εκτός των ενδιαφερόντων του.
Οι επιθέσεις του αμερικανικού κράτους στις ξένες φαρμακευτικές, με πρόσχημα την υγεία των πολιτών και τον υγιή ανταγωνισμό, δεν μένει χωρίς απάντηση τουλάχιστον στο προπαγανδιστικό πεδίο:
Σε καμία δημοκρατική χώρα η άσκηση πίεσης δεν έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο στην πολιτική από ό, τι στις Ηνωμένες Πολιτείες, γράφει η ελβετική εφημερίδα Basler Zeitung. “Αν έχετε πολλά χρήματα, έχετε επίσης πολλή δύναμη και επιρροή».Το ρητό αυτό χρησιμοποιείται ιδιαίτερα από ενώσεις και εταιρείες. Το 2017, επένδυσαν πάνω από 3,3 δισεκατομμύρια δολάρια για να επηρεάσουν τις πολιτικές διαδικασίες – το υψηλότερο ποσό σε επτά χρόνια και το τρίτο υψηλότερο στην ιστορία της χώρας.
Σύμφωνα με στοιχεία του Center for Responsive Politics που αγωνίζεται για τη διαφάνεια, οι φαρμακευτικές εταιρείες έχουν τη μεγαλύτερη επιρροή στην πολιτική των ΗΠΑ: Μόνο πέρυσι δαπάνησαν 277 εκατ. δολάρια. Οι ελβετικές εταιρείες φέρονται να διέθεσαν πάνω από 23 εκατομμύρια δολάρια για lobbying στις ΗΠΑ, μια αύξηση κατά 11% σε σχέση με το 2016 που όμως παραμένουν ψιλολόγια για την αμερικανική αγορά.
Όπως σημειώνει η Basler Zeitung, που έχει έδρα στη Βασιλεία της Ελβετίας, «μέχρι στιγμής, πρώτη φαρμακοβιομηχανία στη διάθεση κονδυλίων για πολιτικό lobbying στις ΗΠΑ είναι η Novartis: Πάνω από 8,76 εκατομμύρια δολάρια δαπάνησε πέρυσι στις ΗΠΑ για τον σκοπό αυτό. Το ποσό αυτό ήταν 25% μεγαλύτερο από ό, τι το 2016. Δεύτερη ήταν η Roche, με 4,2 εκ. δολάρια, και επηρεάστηκε από την προσπάθεια της αμερικανικής κυβέρνησης να καταργήσει τον νόμο περί ασφάλισης υγείας, γνωστό και ως Obamacare. Επιπλέον, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ απείλησε τις φαρμακευτικές εταιρείες με “αστρονομικά πρόστιμα”. Εννοείται των άλλων, όχι των ΗΠΑ.
Σύμφωνα με έρευνα της Washington Post, οι εταιρίες κερδίζουν προκαλώντας φόβο στο κοινό για κάποια ασθένεια. Όπως για παράδειγμα πριν 10 χρόνια, που ξεκίνησε και στις ΗΠΑ μια εκστρατεία με χιλιάδες άρθρα σχετικά με τους κινδύνους της πανδημίας της γρίπης των πτηνών.
Οι φόβοι του κοινού που τροφοδοτήθηκαν με αυτόν τον τρόπο επηρέασαν επίσης την πολιτική: πολλοί γερουσιαστές προειδοποίησαν τον τότε πρόεδρο Τζορτζ Μπους για πιθανή επιδημία. Ως αποτέλεσμα, η αμερικανική κυβέρνηση έδωσε παραγγελίες για το φάρμακο Tamiflu της Roche αξίας 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων.
Στο πλαίσιο αυτό, γράφει η ελβετική εφημερίδα-η κυβέρνηση Τραμπ παίρνει μέτρα, βλέποντας ότι ξένες πολυεθνικές θέλουν να επηρεάσουν τις πολιτικές διαδικασίες στις ΗΠΑ.
Δυναμικό παρόν ανάμεσα στην ελίτ του εγχώριου κεφαλαίου, δίνει ο κλάδος του φαρμάκου, όπως αποδεικνύεται από την ανάλυση των οικονομικών μεγεθών των ελληνικών επιχειρήσεων από την εταιρείαICAP. Μάλιστα 22 εταιρείες του κλάδου, βιομηχανίες και εμπορικές, βρίσκονται μεταξύ των 500 πλέον κερδοφόρων εταιρειών για το 2015, με βάση τα στοιχεία που έχει μέχρι σήμερα συγκεντρώσει η εταιρεία.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την έρευνα, από τις 500 εταιρείες με συνολικό κύκλο εργασιών 82,5 δις. ευρώ, το εμπόριο και η βιομηχανία συμμετέχουν με 266 εταιρείες. Μεταξύ των εμποριοβηχανικών εταιρειών οιφαρμακευτικές εταιρείες με συνολικό τζίρο 2,6 δις. ευρώ (για τις 22 μόνο εταιρείες) κατέχει μερίδιο της τάξης του 5,6%. Το μερίδιο αυτό ίσως να δείχνει χαμηλό, αλλά μην ξεχνάμε ότι στο σημαντικό δείγμα συμμετέχουν οι μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες κατέχοντας μερίδιο 25%.
Αξίζει δε να σημειωθεί ότι ο ευρύτερος κλάδος φαρμάκων βρίσκεται στη τρίτη θέση από πλευράς τζίρου και λειτουργικών κερδών στο εμπόριο και στην 4η θέση στη βιομηχανία.
Αναμφισβήτητα, υπάρχει πεδίο της αντιπαράθεσης ανάμεσα σε ελληνικές και πολυεθνικές φαρμακοβιομηχανίες και οι αντιθέσεις και οι κόντρες σε ορισμένες περιπτώσεις εκδηλώνονται ιδιαίτερα σφοδρές. Όμως, είναι επίσης αυτονόητο ότι δεν μπορεί να υπάρχει ελληνική εταιρεία σε οποιονδήποτε που να μην έχει διασύνδεση με πολυεθνικές, που να μην έχει συμμαχίες με ξένους κολοσσούς στον κλάδο του φαρμάκου.
Οι συγκρούσεις μεταξύ εγχώριων και ξένων φαρμακοβιομηχανιών προσλαμβάνουν ποικιλία συγκρούσεων, από τον αθέατο σκοτεινό πόλεμο των αθέμιτων πρακτικών μέχρι τις δικαστικές αίθουσες για την άδεια των γενοσήμων, υπάρχει μια ολόκληρη βεντάλια πολεμικών πρακτικών ή συμβιβασμών που διαφεύγει του κοινού νου, πολύ περισσότερο του ελληνικού δημοσίου και των υπηρεσιών του, που ως γνωστόν δεν διαθέτει ούτε από αυτό.
Υπάρχουν 26 ελληνικές παραγωγικές μονάδες που επενδύουν κάθε χρόνο περί τα 30 εκατ. ευρώ στην έρευνα και την καινοτομία. Επίσης, οι ελληνικές φαρμακευτικές εταιρείες έχουν ένα σημαντικό αποτύπωμα στο εξωτερικό με την εξωστρέφειά τους, ενισχύοντας τη θέση των ελληνικών φαρμάκων διεθνώς, αποτελώντας τη δεύτερη εξαγωγική δύναμη, με εξαγωγές σε περισσότερες από 85 χώρες.
Από την ανάλυση του συνοπτικού ομαδοποιημένου ισολογισμού για τη διετία 2014-2015, ο οποίος συντάχθηκε βάσει αντιπροσωπευτικού δείγματος 108 φαρμακευτικών επιχειρήσεων (εμπορικών και παραγωγικών), προκύπτουν τα εξής:
Οι συνολικές πωλήσεις (κύκλος εργασιών) σημείωσαν οριακή άνοδο κατά 1,03% το 2015 σε σχέση με το 2014 και διαμορφώθηκαν στα 4,487 δισ. ευρώ.
Για να επιστρέψουμε στην απληστία των φαρμακευτικών μονοπωλίων και την εγκληματική τους αδιαφορία για τη δημόσια υγεία μπρος στη βελτίωση έστω και ελάχιστα του ποσοστού του κέρδους θα αναφέρουμε την εξής εκπληκτική είδηση:
Πρόκειται για την εμπορία κρέατος από 200 άλογα που χρησιμοποιήθηκαν σε πειράματα από τη γνωστή φαρμακευτική εταιρεία Sanofi και πωλήθηκαν παράνομα σε σφαγεία της Νότιας Γαλλίας.
Το κρέας τους ήταν ακατάλληλο προς κατανάλωση και κατά την πώλησή τους έφεραν πιστοποιητικά που απαγόρευαν τη σφαγή τους για κατανάλωση παρόλα αυτά πουλήθηκαν για κρέας παστωμένα με κάθε είδους φαρμακευτική πειραματική ουσία. Αφού είναι ακατάλληλα πλέον για πειράματα ας τα φάνε οι άνθρωποι!
Θρασύτατος από την ασυδοσία που διακατέχει τις καπιταλιστικές χώρες ο εκπρόσωπος της φαρμακευτικής εταιρίας Sanofi Αλέν Μπερνάλ δήλωσε: «Τα άλογα δημιουργούν αντισώματα. Ύστερα από καθάρισμα και φαρμακευτική επεξεργασία, το κρέας χρησιμοποιούνταν για την παρασκευή ορών, εμβολίων, κατά της λύσσας, τετάνου, αντίδοτου δηλητηρίου φιδιών ή για φάρμακα που συντελούν στην προστασία της ανθρώπινης υγείας(έτσι γενικά και αόριστα).
Δεν υπάρχει κίνδυνος για την ανθρώπινη κατανάλωση, ωστόσο το πιστοποιητικό πώλησης των αλόγων από την εταιρεία προσδιόριζε πως “δεν πρέπει να καταλήξουν στην τροφική αλυσίδα, όχι επειδή υπάρχει ο κίνδυνος, αλλά γιατί πρόκειται για προληπτικό μέτρο».
Συνεπικουρεί, ποιος άλλος, ο Γάλλος υπουργός Τροφίμων, Γκιγιόμ Γκαρό, δήλωσε ότι «σε αυτό το στάδιο της έρευνας δεν υπάρχουν ενδείξεις που μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε ότι αντιμετωπίζουμε ένα πρόβλημα υγείας. Η έρευνα θα μας δώσει απάντηση σύντομα».
Ούτε δύο μήνες δεν πέρασαν από τον Δεκέμβριο του 2016, οπότε και πλήρωσε πρόστιμο ύψους 519 εκατομμυρίων δολαρίων για υπόθεση δωροδοκίας, και η Iσραηλινή TEVA Pharmaceuticals, μια από τις μεγαλύτερες φαρμακοβιομηχανίες με έμφαση στον τομέα των γενοσήμων, είναι αντιμέτωπη με μια αντίστοιχη υπόθεση.
Οι εξελίξεις στην TEVA είναι ραγδαίες. Η εταιρεία ανακοίνωσε ότι ο διευθύνων σύμβουλός της (CEO), Erez Vigodman, παραιτήθηκε.
“Πιστεύω ότι τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή για μένα να παραιτηθώ”, δήλωσε ο Vigodman. Και πρόσθεσε: “Ήταν ένα προνόμιο να ηγηθώ της Teva και είμαι υπερήφανος για όλα όσα πετύχαμε. Είμαι πεπεισμένος ότι το μέλλον της εταιρείας είναι λαμπρό”.
Έτσι, η Teva ξεκίνησε την αναζήτηση για τον πέμπτο κατά σειρά CEO της σε 15 χρόνια.
Η παραίτηση του Erez Vigodman ήρθε μία μέρα προτού η ισραηλινή εφημερίδα Haaretz, δημοσίευσε ότι οι Αρχές της χώρας ερευνούν ενδεχόμενη δωροδοκία σε χώρες όπως το Μεξικό, η Ρωσία και η Ουκρανία.
Η μεγαλύτερη εταιρεία του Ισραήλ φέρεται ότι κατέβαλε μίζες ύψους εκατοντάδων εκατομμυρίων και ότι παραποίησε έγγραφα για να τις αποκρύψει.
Θα μπορούσαμε να παραθέτουμε σοκαριστικά στοιχεία για τη δράση των φαρμακευτικών βιομηχανιών επί μακρόν. Αυτό που πρέπει να κρατήσουμε είναι ότι είναι αφέλεια να πιστεύει κανείς ότι οι μεγάλες και “σοβαρές” εταιρείες παίρνουν υπ’ όψιν τους τη δημόσια υγεία περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. Παρεμπιπτόντως το προσέχουν, ενώ κύριο μέλημα τους είναι τα κέρδη και η διανομή τους στους ιδιοκτήτες και μετόχους. Τα κέρδη δεν προέρχονται όπως νομίζουν αφελώς ορισμένοι από την ίαση των ανθρώπων που επιτυγχάνεται με τα φάρμακα-εμπορεύματα των εταιρειών αλλά από τη χρήση τους από τους ασθενείς. Η διαφορά δεν είναι μόνο λεπτή αλλά είναι κρίσιμη σε όλο το στάδιο παραγωγής του εμπορεύματος-φάρμακο και καθορίζει από στρατηγικές χάραξης ιατρικών μελετών έως και τις προτεραιότητες στην προώθηση και διακίνηση του. Είναι χαρακτηριστικό των στρεβλώσεων το γεγονός που περιγράφεται σε έρευνα της ΕΕ ότικατά την περίοδο 2000 – 2007, οι εταιρείες παραγωγής αρχέτυπων δαπανούσαν παγκοσμίως κατά μέσο όρο το 17% του κύκλου εργασιών τους από τα συνταγογραφούμενα φάρμακα σε Ερευνα&Ανάπτυξη. Από αυτό μόνο 1,5% περίπου του κύκλου εργασιών δαπανήθηκε για βασική έρευνα, δηλαδή έρευνα για τον εντοπισμό ενδεχόμενων νέων φαρμάκων, και το υπόλοιπο κυρίως σε προκλινική έρευνα και δοκιμές. Οι δαπάνες για δραστηριότητες μάρκετινγκ και εμπορικής προώθησης αντιπροσώπευαν το 23% του κύκλου εργασιών τους, ποσοστό περίπου κατά ένα τρίτο υψηλότερο από τις συνολικές δαπάνες τους για έρευνα και ανάπτυξη.
Οτιδήποτε έχει σχέση με την υγεία, από την πρόληψη και την περίθαλψη έως την έρευνα, την εκπαίδευση, τα μέσα και το φάρμακο θα έπρεπε να είναι ήδη αποκλειστικά δημόσια υπόθεση και ευθύνη και κάθε ιδιωτική προσπάθεια αποκόμισης οποιουδήποτε κέρδους από αυτά όχι μόνο να είναι παράνομη αλλά και να αποτελεί ειδεχθές έγκλημα.
[1] Λένιν Ιμπεριαλισμός σελ 33 ΣΕ
*Πηγή: eforipediada.blogspot.gr