Τραμπ, Ισραήλ και Παλαιστίνη: Το σχέδιο της κυβέρνησης Τραμπ για το Ισραήλ και το μέλλον των Παλαιστινίων είναι το μεγαλύτερο πλήγμα σε οποιαδήποτε ελπίδα για ειρήνευση από τότε που υπογράφηκαν οι συμφωνίες του Όσλο το 1993. Μπορεί να αποδειχθεί ακόμη και μοιραίο.
Ένα κράτος – “φάντασμα”
Το “παλαιστινιακό κράτος” που περιγράφεται στο σχέδιο Τραμπ δεν είναι κατά κανέναν τρόπο κράτος, αλλά μόνον το “περιτύλιγμα” μιας κρατικής οντότητας. Αυτή η τελευταία θα περιβάλλεται από περιοχές προσαρτημένες στο Ισραήλ. Δεν θα διαθέτει δικές της στρατιωτικές δυνάμεις. Θα απαγορεύεται να συνάπτει συμφωνίες ή να συμμετέχει σε πολυμερείς οργανισμούς. Δεν θα ελέγχει τον εναέριο χώρο της, τα χωρικά της ύδατα και το ηλεκτρομαγνητικό της φάσμα. Θα υπόκειται τέλος και σε μια σειρά άλλων περιορισμών. Το Ισραήλ θα μπορούσε να ασκήσει βέτο ακόμη και στο ποιοι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες θα μπορούν να εισέλθουν σε αυτό το παλαιστινιακό “κράτος”.
Το σχέδιο Τραμπ αναγνωρίζει αυτή την απάτη, υποστηρίζοντας ότι “η εθνική κυριαρχία είναι μια άμορφη έννοια, που έχει εξελιχθεί με την πάροδο των χρόνων”. Ο Νετανιάχου έχει από καιρό ζητήσει “κάτι λιγότερο από κράτος” για τους Παλαιστίνιους, οι οποίοι πιθανόν από κάποιους να θεωρούνται “κάτι λιγότερο από άνθρωποι”.
Ο πρωθυπουργός του Ισραήλ άδραξε στη συνέχεια την ευκαιρία της έναρξης μιας διαδικασίας προσαρτήσεων, δεσμευόμενος ότι το Ισραήλ “θα εφαρμόσει τους νόμους του στην Κοιλάδα του Ιορδάνη και σε όλους τους οικισμούς εποίκων” στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη. Μια πραγματική λύση δύο κρατών δεν θα μπορούσε ποτέ να επιζήσει μετά από κάτι τέτοιο.
Στους Παλαιστίνιους που ζουν σε περιοχές που θα προσαρτηθούν από το Ισραήλ δεν θα αναγνωρίζεται η ισραηλινή υπηκοότητα. Ωστόσο, το Ισραήλ θα διατηρεί πλήρη εξωεδαφική δικαιοδοσία για το μικρό αριθμό Εβραίων Ισραηλινών που θα βρεθούν να ζουν σε αυτό το παλαιστινιακό “μη κράτος”.
Η προφανής ιστορική αναλογία είναι τα υποτιθέμενα Μπαντουστάν στη Νότια Αφρική της εποχής του άπαρτχαϊντ, τυπικά ανεξάρτητες οντότητες εντός του εδάφους της χώρας που στην πραγματικότητα αποτελούσαν νομικά δημιουργήματα – “φαντάσματα” προκειμένου να διευκολύνεται η κυριαρχία της λευκής μειοψηφίας στη χώρα.
Οι “δύο” Ιερουσαλήμ
Ο βαθύς κυνισμός του σχεδίου, εξάλλου, υποδηλώνεται από τον ισχυρισμό ότι οι Παλαιστίνιοι θα αποκτήσουν πρωτεύουσα στην Ιερουσαλήμ, αν και η Ιερουσαλήμ ταυτόχρονα θα παραμείνει αδιαίρετη και υπό τον πλήρη έλεγχο του Ισραήλ.
Το “παιχνίδι” με το περιτύλιγμα έναντι της ουσίας έχει ως εξής: μερικά παλαιστινιακά χωριά στα περίχωρα της Ιερουσαλήμ, τα οποία οι Παλαιστίνιοι ποτέ δεν θεώρησαν ως οργανικό μέρος της πόλης, θα μετονομαστούν σε “Al Quds” (Ιερουσαλήμ στα αραβικά) και θα αποτελέσουν τη νέα παλαιστινιακή πρωτεύουσα. Οι Παλαιστίνιοι έτσι θα έχουν αποκτήσει “μαγικά” μια πρωτεύουσα στην “Al Quds”, ωστόσο το Ισραήλ θα διατηρήσει τον πλήρη έλεγχο μιας αδιαίρετης και πραγματικής Ιερουσαλήμ.
Το σχέδιο δίνει έτσι στους Ισραηλινούς ό,τι ακριβώς ζητούσαν, αν εξαιρέσει κανείς εκείνους τους λίγους εξτρεμιστές που απαιτούν πλήρη προσάρτηση όλων των παλαιστινιακών περιοχών και όχι απλώς τον ντε φάκτο έλεγχό τους. Ταυτόχρονα δεν εκπληρώνει κανέναν από τους βασικούς στόχους των Παλαιστινίων. Κανένας Παλαιστίνιος δεν ήταν καν παρών κατά την ανακοίνωση του σχεδίου Τραμπ.
Το εκλογικό παιχνίδι Τραμπ – Νετανιάχου
Η αλήθεια είναι ότι δεν πρόκειται καθόλου για μια πραγματική πρόταση λύσης του ισραηλινο-παλαιστινιακού. Πρόκειται αντίθετα για καθαρά εσωτερική πολιτική υπόθεση τόσο για τον Ντ. Τραμπ, όσο και για τον Μπ. Νετανιάχου.
Ο χρόνος ανακοίνωσης της αποκαλύπτει το παιχνίδι. Ο Τραμπ αντιμετωπίζει μια δίκη με το ερώτημα της καθαίρεσης και ο Νετανιάχου μια δίκη για διαφθορά, με αμφότερους να ελπίζουν σε επανεκλογή τους προκειμένου να αποφύγουν σοβαρές νομικές συνέπειες σε ατομικό επίπεδο. Τραμπ και Νετανιάχου χόρεψαν έναν “χορό νίκης”, με τον Γκαντζ να παίζει τον ρόλο της “γαρνιτούρας”, με την ελπίδα ότι ο πολιτικός συνασπισμός του οποίου ηγείται ενδεχομένως να κερδίσει τις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές στο Ισραήλ.
Ο Τραμπ προσπάθησε να παρουσιάσει τον εαυτό του ως τον κρατικό ηγέτη που ηγείται προσπαθειών για διεθνείς συμφωνίες ειρήνευσης και να επιδειχθεί στην προτεσταντική βάση των ευαγγελιστών οπαδών του. Ο Νετανιάχου πόζαρε από την πλευρά του ως ο άνθρωπος που θα καταφέρει επιτέλους να προσφέρει την προσάρτηση των εδώ και δεκαετίες κατεχόμενων εδαφών στους Ισραηλινούς ψηφοφόρους.
Μολονότι ωστόσο το σχέδιο είναι “φάρσα”, η ζημιά την οποία θα επιφέρει είναι πραγματική και βαθιά – έστω και αν τίποτα απ’ όσα αναφέρει, συμπεριλαμβανομένων των προσαρτήσεων, δεν γίνει πράξη.
Αυτό που ο Τραμπ υποδύεται ότι κάνει είναι σοκαριστικό. Το 1993, οι Παλαιστίνιοι, οι Ισραηλινοί και οι Ηνωμένες Πολιτείες υπέγραψαν από κοινού μια Διακήρυξη Αρχών που έθεσε το βασικό πλαίσιο της ειρηνευτικής διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένων πέντε θεμάτων που θεωρούνταν οριστικά διευθετημένα. Όλα αυτά έχουν πλέον ακυρωθεί από τις ΗΠΑ και εκείνο το συμφωνημένο διαπραγματευτικό πλαίσιο κείτεται πλέον ερειπωμένο.
Αυτός ήταν και ο κύριος στόχος από την αρχή. Η ισραηλινή Δεξιά δεν δέχθηκε ποτέ τις συμφωνίες του Όσλο και πλέον το ίδιο ισχύει και για την τραμπική Δεξιά.
Απ’ όταν οι Ισραηλινοί απέτυχαν να αναγκάσουν τους Παλαιστινίους να αποδεχθούν αυτό το είδος περιορισμένης και αβλαβούς κρατικής υπόστασης στη σύνοδο κορυφής του Camp David το 2000, η εξέλιξη στην οποία καταλήξαμε σήμερα κατέστη αναπόφευκτη. Η ασυμμετρία ισχύος είναι τόσο μεγάλη ώστε ήταν σχεδόν βέβαιο ότι μια μέρα το Ισραήλ θα προσπαθούσε να επιβάλει με τη βία και με “διάταγμα” εκείνο στο οποίο δεν μπορούσε να πείσει τους Παλαιστίνιους να συμφωνήσουν εθελοντικά.
Μέχρι σήμερα, οι Ισραηλινοί περιορίζονταν από το γεγονός ότι οι Αμερικανοί προστάτες τους είχαν συνυπογράψει τη συμφωνία του 1993. Ο Τραμπ απελευθέρωσε στην πραγματικότητα το Ισραήλ από όλους τους περιορισμούς που επέβαλε το Όσλο και πέταξε στον κάλαθο των αχρήστων τη λογική των δύο πραγματικά κυρίαρχων, ανεξάρτητων κρατών υπέρ ενός άνισα ισχυρού Μεγάλου Ισραήλ. Τα βασικά ερωτήματα πλέον είναι εάν η ζημιά που έχει γίνει μπορεί να διορθωθεί και πόσο αίμα θα χυθεί ως άμεσο αποτέλεσμα αυτής της εγκληματικής πολιτικής αμέλειας.
Δεν πρόκειται για πρόταση ειρήνης. Είναι μια πρόταση υπονόμευσης κάθε ειρήνευσης.