Πώς καλύπτει κανείς την αποτυχία των στρατιωτικών του τυχοδιωκτισμών απέναντι στον φτωχότερο γείτονά του; Πολύ απλά: επιλέγοντας ένα άλλο μικρό και ευάλωτο κράτος στο οποίο να ξεσπάσει την οργή του. Είναι η συνταγή του ισχυρού άνδρα της Σαουδικής Αραβίας, πρίγκιπα διαδόχου Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν.
Η Σαουδική Αραβία και μερικές ακόμη μοναρχίες της επιρροής της (Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Μπαχρέιν, Κουβέιτ) ανακάλεσαν τους πρεσβευτές τους από τον Λίβανο και αντιστοίχως έδωσαν προθεσμία 48 ωρών στους Λιβανέζους πρεσβευτές να εγκαταλείψουν το δικό τους έδαφος.
Επιπλέον διέκοψαν τις εισαγωγές προϊόντων από τον Λίβανο ενώ προσανατολίζονται και στην διακοπή αποστολής εμβασμάτων προς την Χώρα των Κέδρων από την ογκώδη λιβανέζικη διασπορά που διαβιοί και εργάζεται στον Περσικό Κόλπο.
Πλήγμα
Το πλήγμα είναι τεράστιο για μία χώρα η οποία έτσι και αλλιώς μαστίζεται, εδώ και δύο χρόνια, αλλά με ιδιαίτερη ένταση μετά την πολύνεκρη έκρηξη στο λιμάνι της Βηρυτού, τον Αύγουστο 2020, από εξάντληση συναλλαγματικών διαθεσίμων, κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος, έλλειψη καυσίμων και συνεχείς διακοπές στην ηλεκτροδότηση.
Την οργή του Ριάντ προκάλεσαν δηλώσεις που έκανε ο τηλεπαρουσιατής και πλέον υπουργός Πληροφοριών της νέας κυβέρνησης του Λιβάνου Ζορζ Κορνταχί, συμμετέχοντας τον Αύγουστο, πριν την είσοδό του στην κυβέρνηση, σε τηλεοπτικό “κοινοβούλιο νέων” σχετικά με τον πόλεμο της Σαουδικής Αραβίας και των συμμάχων της στην Υεμένη.
Ειδικότερα, ο Κορνταχί υποστήριξε ότι ο πόλεμος, που μαίνεται από το 2014, είναι “αχρείαστος” και ότι οι σιίτες αντάρτες Χούθι “αμύνονται εναντίον εξωτερικής επίθεσης, ενώ ο υπό σαουδαραβική ηγεσία συνασπισμός βομβαρδίζει σπίτι, χωριά, κηδείες και γάμους”.
Το ότι ανασύρθηκε αυτή η δήλωση τώρα για να προκληθεί διπλωματικό επεισόδιο συμβαδίζει με το γνωστό σπασμωδικό στυλ του Σαουδάραβα διαδόχου, αλλά και αποτυπώνει τον εκνευρισμό των σουνιτικών μοναρχιών για την αδυναμία τους να ελέγξουν τον Λίβανο.
Άλλωστε, μόλις το 2017, ο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν είχε φθάσει στο σημείο να αιχμαλωτίσει τον τότε πρωθυπουργό του Λιβάνου Σαάντ Χαρίρι, ενώ βρισκόταν στη Σαουδική Αραβία, της οποίας επίσης διαθέτει την υπηκοότητα και να τον υποχρεώσει να ανακοινώσει από τα σαουδαραβικά μέσα ενημέρωσης την παραίτησή του – την οποία ανακάλεσε μόλις επέστρεψε στη Βηρυτό με γαλλική μεσολάβηση.
Βραχίονες
Μετά την ρήξη με τον Χαρίρι και το κόμμα του το Ριάντ δεν έχει αποτελεσματικό “βραχίονα” στον Λίβανο και στηρίζεται πλέον σε μεγάλο βαθμό στους Χριστιανούς Φαλαγγίτες του ακροδεξιού άλλοτε πρωταγωνιστή του λιβανέζικου εμφυλίου (1975-1990) Σαμίρ Ζαζά, ενώ στο σουνιτικό στοιχείο της Χώρας των Κέδρων δοκιμάζει να εξαπλώσει την επιρροή της η Τουρκία.
Από την άλλη πλευρά, ο χριστιανός πρόεδρος του Λιβάνου Μισέλ Αούν (ο άνθρωπος που τερμάτισε τον εμφύλιο… συνασπίζοντας όλους τους άλλους παίκτες εναντίον του) και το κόμμα του οποίου ηγείται ο προεδρικός γαμπρός Τζιμπράν Μπασίλ διατηρεί το προβάδισμα στην χριστιανική ψήφο και παραμένει σύμμαχος της σιιτικής οργάνωσης Χεζμπολλάχ, η οποία αποτελεί ταυτοχρόνως πολιτικό κόμμα, δίκτυο αρωγής χρηματοδοτούμενο από το Ιράν και άτυπο στρατό, με εμπειρία στον πόλεμο της Συρίας και με παλαιούς ανεπίλυτους λογαριασμούς με το Ισραήλ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι παρά την τραγωδία του περασμένου Αυγούστου, την πανδημία και την οικονομική κρίση, ο Λίβανος παρέμεινε για περισσότερο από ένα χρόνο χωρίς νομιμοποιημένη κυβέρνηση (λόγω αδυναμίας συμφωνίας των πρώην πολεμάρχων, νυν ολιγαρχών που νέμονται το πολιτικό σύστημα, βάσει του “κοινοτικού συστήματος” διαμοιρασμού τον αξιωμάτων με συγκεκριμένες αναλογίες στα 17 θρησκευτικά δόγματα της χώρας), ενώ ο πρωθυπουργός Νατζίμπ Μικάτι, που είναι ταυτόχρονα και πλουσιότερος άνθρωπος της χώρας, σχημάτισε το υπουργικό του συμβούλιο μόλις τον Σεπτέμβριο.
Υπενθυμίζεται ότι τον περασμένο μήνα οι πάντες ανακάλεσαν τον εφιάλτη του εμφυλίου πολέμου όταν ένοπλοι, πιθανότατα προσκείμενοι στον Ζαζά, άνοιξαν πυρ σε διαδήλωση οπαδών και συμμάχων της Χεζμπολάχ στη Βηρυτό εναντίον αυτοπύ που καταγγέλλουν ως πολιτική χειραγώγηση της δικαστικής έρευνας για την έκρηξη του Αυγούστου, με αποτέλεσμα να υπάρξουν επτά νεκροί.
Αλλά τα προβλήματα του Λιβάνου συνοψίζονται, πέρα από τις παθογένειες που κληροδοτεί το “κοινοτικό σύστημα”, στο εξής: είναι αδύνατον οι αραβικές μοναρχίες, η Δύση και το Ισραήλ να συμφιλιωθούν με την ισχύ της Χεζμπολάχ, αλλά και είναι αδύνατον να κυβερνήσει κανείς τη χώρα αποκλείοντας την Χεζμπολάχ που αναφέρεται στην πολυπληθέστερη κοινότητα του Λιβάνου και διατηρεί υψηλό κύρος ως δύναμη “αντίστασης”.
Ο Κορνταχί προσπάθησε να κατευνάσει τα πράγματα λέγοντας ότι οι επίμαχες δηλώσεις του εμπνέονταν από ενδιαφέρον για την ίδια την Σαουδική Αραβία και τους συμμάχους της, ενώ ο Μικάτι απέρριψε το ενδεχόμενο παραίτησης της κυβέρνησής του.
Όλα αυτά, ενώ ταυτοχρόνως στο πολιτικό επίπεδο προκαλεί θύελλα η απόφαση του κοινοβουλίου (από το οποίο αποχώρησε το χριστιανικό κόμμα του Μπασίλ) να επισπεύσει κατά δύο μήνες για τον Μάρτιο τις προγραμματισμένες βουλευτικές εκλογές, προκειμένου να μην συμπέσει η προεκλογική εκστρατεία με το Ραμαζάνι. Ο πραγματικός λόγος μάλλον έχει πάντως να κάνει με τη δέσμευση του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν (ο οποίος τον Απρίλιο δίνει τη μάχη της δικής του επανεκλογής) να εγγυηθεί την εγκυρότητα της λιβανέζικης εκλογικής διαδικασίας.
Αναλυτές υποστηρίζουν ότι προκαλώντας την τελευταία κρίση το Ριάντ απευθύνεται στην πραγματικότητα προς την Τεχεράνη, προκειμένου αυτή να αποσύρει την υποστήριξή της προς τους Χούθι σε μία φάση που απειλείται η είσοδός τους στη σημαντική πόλη της Μαρίμπ.
Τριγωνικές σχέσεις αυτού του είδους δεν είναι βέβαια σπάνιες στη Μέση Ανατολή. Όμως το κυριότερο πρόβλημα είναι η έλλειψη προβλεψιμότητας στη σαουδαραβική πολιτική.
Αξίζει να σημειωθεί ότι βρίσκεται σε εξέλιξη, με τη μεσολάβηση του Ιράκ, προσπάθεια συμφιλίωσης της Σαουδικής Αραβίας με τους μεγάλους Ιρανούς ανταγωνιστές της και ήδη τέσσερις συναντήσεις των δύο πλευρών έχουν διοργανωθεί στη Βαγδάτη. Το αν αυτή η “μυώδης” διαπραγμάτευση σε μια σειρά διαφορετικών μετώπων κινδυνεύει να εκτροχιασθεί ή όχι είναι και το καθοριστικό ερώτημα για όλη την περιοχή.