Το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων ιδιωτικοποιείται, το «ανοιχτό στην αγορά» σχολείο έρχεται…

1164
πρόγραμμα

Σε ερώτηση για τη σχολική στέγη κατά την έναρξη της σχολικής χρονιάς 2019-2020 ο νέος δήμαρχος Χανίων κ. Σημανδηράκης επισήμανε πως «συνεχίζουμε την πορεία για την κατασκευή σχολείων μέσω ΣΔΙΤ» (βλ. Σημανδηράκης: Σε σχολεία του Δήμου Χανίων το πρόγραμμα «Αμάλθεια», 09-11-2019).

Αυτές οι υποσχέσεις αποτελούν συνέχεια των εξαγγελιών της προηγούμενης δημοτικής αρχής, όταν ο πρώην δήμαρχος Χανίων κ. Βάμβουκας καυχιόταν  πως ο Δήμος Χανίων θα γινόταν ο πρώτος δήμος της χώρας που θα επέλεγε την κατασκευή σχολικών κτιρίων μέσω ΣΔΙΤ (βλ. Οκτώ νέα σχολεία στα Χανιά, μέσω ΣΔΙΤ, 08-11/2018)

Φαίνεται πως δρομολογούνται οι διαδικασίες για την υλοποίηση αυτών των επιλογών παρά τη σφοδρή και αιτιολογημένη αντίδραση της ΕΛΜΕ Χανίων (Η ΕΛΜΕ Χανίων για την κατανομή των μαθητών και τη σχολική στέγη, 17-10-2017) αλλά και άλλων φορέων της εκπαιδευτικής κοινότητας που τονίζουν πως τα σχολεία που θα χτιστούν με τα ΣΔΙΤ (Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα) όχι μόνο θα τα πληρώσει πολύ ακριβά ο λαός, μα θα είναι περιουσία της κατασκευαστικής εταιρείας που θα έχει λόγο για όλα τα θέματα της σχολικής λειτουργίας.

Συμβολή στη συζήτηση και τον προβληματισμό γύρω από το ζήτημα της ανέγερσης των σχολείων μέσω ΣΔΙΤ αποτελεί και το κείμενο του συναδέλφου Δημήτρη Δαμασκηνού, μέλους του ΔΣ της ΕΛΜΕ Χανίων και εκπροσώπου της παράταξης “Παρέμβαση Εκπαιδευτικών για τη Ρήξη και την Ανατροπή!”. Αν και έχει δημοσιευθεί  το 2007 στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο, όταν ο συντάκτης του ήταν μέλος του ΚΕΜΕΤΕ/ΟΛΜΕ, νομίζουμε πως διατηρεί σε μεγάλο βαθμό την επικαιρότητα του και μπορεί να συμβάλει στον αναγκαίο αγώνα για να ιδρυθούν και να ανεγερθούν ΑΜΕΣΑ μέσω του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων όλες οι σχολικές μονάδες που απαιτούνται στο νομό Χανίων.

  Λίγοι μήνες απομένουν μέχρι να αρχίσουν οι πρώτες κατασκευές σχολείων βάσει των συμπράξεων Δημόσιου και Ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) και ακόμη το καθεστώς της νέας αυτής πρακτικής παραμένει ασαφές. Ωστόσο, ήδη μεγάλοι τραπεζικοί και κατασκευαστικοί όμιλοι έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον για τα πρώτα έργα σε 81 σχολεία, συνολικού προϋπολογισμού 343 εκατ. ευρώ.  Το ποσό αυτό θα πληρωθεί σε δόσεις την επόμενη 25ετία από τον Οργανισμό Σχολικών Κτιρίων (ΟΣΚ) ως ενοίκιο στους ιδιώτες που θα αναλάβουν αρχικά να χτίσουν τα σχολεία και στη συνέχεια να τα ασφαλίσουν, να τα συντηρούν και να τους παρέχουν φύλαξη. Το 60% του προϋπολογισμού αφορά το κόστος κατασκευής και το υπόλοιπο τις άλλες υπηρεσίες. Για τους ακριβείς όρους των συμβάσεων που θα υπογράψει το Δημόσιο με τους ιδιώτες κατασκευαστές, υπάρχουν ακόμα πολλές λευκές σελίδες […]» (Βλ. Κυριακάτική Ελευθεροτυπία, «Πρώτο κουδούνι για συμπράξεις», 22/04/07».)

  Ι. «Εν αρχή ήν» η θατσερικής έμπνευσης νεοφιλελεύθερη τομή που θεσμοθέτησε η προηγούμενη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, παραμονές της τέλεσης των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα, για την κατασκευή των λεγόμενων «μεγάλων έργων» (βλ. Αερολιμένας Ελ. Βενιζέλος, Γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου και Αττική Οδός). Με πρόσχημα τη σύνθετη –τεχνικά- φύση, το επείγον του χαρακτήρα και το δυσβάστακτο κόστος για τον κρατικό προϋπολογισμό, αν το εγχείρημα χρηματοδοτούνταν αποκλειστικά από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, η κυβέρνηση Σημίτη, με τη συναίνεση επί της ουσίας της συμπολιτευόμενης αντιπολίτευσης της ΝΔ[1], παρέδωσε με φωτογραφικούς διαγωνισμούς ή ακόμα και με απευθείας ανάθεση[2] στο μεγάλο κατασκευαστικό και χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο αυτά τα «μεγάλα έργα» στο σύνολό τους και από κάθε άποψη. Ιδιωτική χρηματοδότηση, μελέτη, κατασκευή, λειτουργία, συντήρηση και εκμετάλλευση ήταν η «προίκα» που δόθηκε από τους τότε κυβερνώντες στις ηγεμονικές εργοληπτικές επιχειρήσεις και το τραπεζικό κεφάλαιο για την εκτίναξη των κερδών τους σε βάρος φυσικά των εργατικών-λαϊκών στρωμάτων και των χρηστών των έργων που κλήθηκαν να πληρώσουν πολύ ακριβά τις υπηρεσίες που τους προσφέρονταν.

Η νέα πρακτική των Συμπράξεων Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) που εγκαινιάστηκε τότε, ακολουθώντας την ψευδώνυμη μεθοδολογία της «αυτοχρηματοδότησης» των έργων, δημιούργησε έναν κερδοφόρο πακτωλό για τους «χρυσοκάνθαρους» της καπιταλιστικής οικονομίας, όπως αποκαλύπτεται στην περίπτωση της Αττικής Οδού: «Ενώ το αρχικό ύψος της Σύμβασης Παραχώρησης ήταν 432 δισεκ. δρχ. από τα οποία το δημόσιο προβλεπόταν να διαθέσει τα 144 δισεκ. δρχ. (33%), η κοινοπραξία τα 54 δισεκ. δρχ. (13%) και τα πιστωτικά ιδρύματα τα 235 (54%), το τελικό κατασκευαστικό κόστος έφτασε τα 900 δισεκ. δρχ., από τα οποία το δημόσιο κάλυψε τελικά τα 612 (68%), ενώ η συμμετοχή της κοινοπραξίας παρέμεινε στα 54 δισεκ. δρχ. (6%) και τα τραπεζικά δάνεια στα 234 δισεκ. δρχ. (26%). Αποτέλεσμα είναι ηγεμονικές εργοληπτικές επιχειρήσεις και τραπεζικό κεφάλαιο με τον υποπολλαπλασιασμό της συμμετοχής τους (έναντι του διπλασιασμού της κρατικής συμμετοχής στο συνολικό κόστος του έργου) με την σημερινή ιδιωτική εκμετάλλευση του Αυτοκινητοδρόμου να εισπράττουν μεικτά ετήσια έσοδα της τάξης των 100 δισ. δρχ. (τα στοιχεία αφορούν στο 2005), τα οποία στο μεγαλύτερο μέρος τους αντιπροσωπεύουν καθαρή κερδοφορία του τεχνικού-τραπεζικού κεφαλαίου για τις επόμενες 10ετίες»[3]. Δηλαδή δουλειές με φούντες και παράς με ουρά, σε μια κόλαση υπερεντατικοποίησης της εργασίας και ελαστικών εργασιακών σχέσεων που δημιούργησαν οι υπεργολάβοι κατά την εκτέλεση των έργων, υποχρεώνοντας τους εργαζομένους με το αίμα και τα κορμιά τους να χτίσουν τα μεγάλα αυτά τεχνικά έργα[4].

  ΙΙ. Μετά το πέρας των Ολυμπιακών Αγώνων και την καταχρέωση της ελληνικής οικονομίας για πολλές δεκαετίες, η κυβέρνηση της Ν.Δ., ζηλεύοντας τη δόξα των προκατόχων της, ψήφισε τον Αύγουστο του 2005, κατά τη διάρκεια μάλιστα του 2ου θερινού τμήματος διακοπής των εργασιών της βουλής, το νομοσχέδιο για τις «Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) παραδίδοντας τους βασικούς τομείς του δημοσίου στην ανεξέλεγκτη επιχειρηματική δραστηριότητα του ιδιωτικού τομέα. Από τούδε και εφεξής δρόμοι, αεροδρόμια, λιμάνια, νοσοκομεία, γέφυρες, μουσεία, σχολεία, μαρίνες φυλακές, ύδρευση, αποχέτευση, βιολογικοί καθαρισμοί μπορούν να κατασκευάζονται από τις ΣΔΙΤ, ενώ οι υπηρεσίες καθαρισμού, φύλαξης, κέτερινγκ, διοίκησης λιμανιών, αεροδρομίων, μαρινών, νοσοκομείων καθώς και είσπραξης ληξιπρόθεσμων χρεών προς το δημόσιο μπορούν επίσης να αποτελέσουν αντικείμενο ΣΔΙΤ σε μια προσπάθεια ιδιωτικοποίησης του κράτους που όμοιά της δεν έχει γνωρίσει ο ελληνικός καπιταλιστικός κοινωνικός σχηματισμός, ώστε να βρουν κερδοφόρα, εγγυημένη και υψηλής απόδοσης διέξοδο ιδιωτικά κεφάλαια ύψους 2,4 δισεκ. ευρώ στη δημιουργία υποδομών και στην παροχή υπηρεσιών για λειτουργίες δημόσιου χαρακτήρα!

Μέχρι την ψήφιση αυτού του νόμου το σύστημα παραγωγής δημοσίων έργων στην Ελλάδα βασιζόταν στην αποκλειστική χρηματοδότηση από εθνικούς και κοινοτικούς πόρους. Η διόγκωση των ελλειμμάτων του κρατικού προϋπολογισμού, το μεγάλο έλλειμμα που προέκυψε από το φαγοπότι της Ολυμπιάδας οδήγησε στη μεγάλη περικοπή του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, όπως αποτυπώνεται  στον προϋπολογισμό του 2007 με την υποχώρηση της δημόσιας κατανάλωσης[5].

Με το θεσμό των ΣΔΙΤ η κυβέρνηση διατυμπανίζει ότι θα οδηγήσει σημαντικά ιδιωτικά κεφάλαια στην εκτέλεση έργων υποδομών και υπηρεσιών, στην ουσία, όμως, με τη συναίνεση της συμπολιτευόμενης αντιπολίτευσης του ΠΑΣΟΚ (που χαρακτηρίζει το νόμο υπουργοκεντρικό, δηλαδή αποδέχεται τη φιλοσοφία του και ζητά επιμέρους αλλαγές), δημιουργεί αποκλειστικά και μόνο ένα εργαλείο καταλήστευσης του δημόσιου χρήματος και της τσέπης των πολιτών σε όφελος εξασφαλισμένων ιδιωτικών υπερκερδών στην κατασκευή υποδομών και στην παροχή υπηρεσιών σ’ ό,τι αφορά κυρίως την Παιδεία, τον αθλητισμό, την κατοικία, την εργασία, το περιβάλλον, σε τομείς δηλαδή που αποτελούν –ακόμη- συνταγματική υποχρέωση της αστικού κράτους να καλύπτει.

Οι ΣΔΙΤ αποτελούν, στην ουσία, έναν μηχανισμό αθρόας δανειακής επιβάρυνσης του δημοσίου και μάλιστα με τους πιο δυσβάσταχτους όρους, η οποία δεν θα εμφανίζεται στο δημόσιο χρέος. Οι εργαζόμενοι, όμως, και τα πλατιά λαϊκά στρώματα θα πληρώσουν «χρυσάφι» την παράδοση των πλέον νευραλγικών κρατικών υποδομών και δημόσιων υπηρεσιών στην ιδιωτική υπερεκμετάλλευση με τη συνεχή αύξηση των κρατικών δαπανών τα επόμενα χρόνια και τις πανάκριβες υπηρεσίες, για να εξασφαλιστούν τα εξαιρετικά και αδιαφανή κέρδη και υπερκέρδη που θα αποκομίσουν κύρια το μεγάλο κατασκευαστικό κεφάλαιο αλλά και οι τράπεζες που το χρηματοδοτούν.

Η κυβέρνηση επιχειρεί μέσω των ΣΔΙΤ να πλαστογραφήσει τον προϋπολογισμό και να εμφανίσει τεχνητά μειωμένο το έλλειμμα και το δημόσιο χρέος, αποκρύπτοντας ωστόσο ότι αυτού του είδους οι Συμπράξεις με ιδιώτες υποκαθιστούν στην ουσία τρέχουσες δαπάνες, οι οποίες (με τη μέθοδο της «ενοικίασης» και του αντίτιμου για την «παροχή υπηρεσιών») μετατίθενται προς εξόφληση στα επόμενα χρόνια επιβαρύνοντας συσσωρευτικά μελλοντικούς προϋπολογισμούς.

Οι ΣΔΙΤ, επίσης, όπως δείχνει και το παράδειγμα της Μ. Βρεττανίας, στην οποία το 11% των δημοσίων επενδύσεων έχει ήδη υποκατασταθεί από ΣΔΙΤ (ΡΡΡ τις ονομάζουν οι Άγγλοι), θα αποτελέσουν μοχλό για την ανατροπή των εργασιακών σχέσεων στον δημόσιο τομέα και τη γενίκευση των ελαστικών μορφών απασχόλησης, αφού το κομμάτι των εργαζομένων που θα απασχολεί ο ιδιώτης (π.χ. συντηρητές, καθαριστές, μαγειρεία, διοικητικό προσωπικό, λογιστήρια κ.α. σ’ ένα νοσοκομείο ΣΔΙΤ) θα απασχολείται με όρους ιδιωτικού τομέα (με ελαστικές εργασιακές σχέσεις δηλαδή και με συμβάσεις ορισμένου χρόνου), ενώ το κομμάτι των εργαζομένων (π.χ. γιατρών στα ίδια νοσοκομεία ΣΔΙΤ) θα απασχολείται με συμβάσεις δημόσιου τομέα, έχοντας τουλάχιστον κατοχυρωμένη τη μονιμότητα.

Συμπερασματικά για τις ΣΔΙΤ: η γενίκευση της διαδικασίας ιδιωτικοποίησης των κοινωφελών έργων υποδομής και των αντίστοιχων υπηρεσιών (ΣΔΙΤ)  αντιπροσωπεύει εκείνο το θεσμικό, οικονομικό και κοινωνικό τόπο όπου συναντώνται και τέμνονται τρεις θεμελιώδεις παράμετροι της σημερινής κεφαλαιοκρατικής οικονομίας και πολιτικής που κινείται στον αστερισμό του νεοφιλελευθερισμού: αστικό κράτος, τεχνικές επιχειρήσεις, τραπεζικό κεφάλαιο δημιουργούν ένα αξεδιάλυτο κουβάρι κοινών συμφερόντων και επιδιώξεων που εγγυώνται τεράστια κέρδη και υπερκέρδη στους ιδιώτες με παράλληλη ανατροπή των εργασιακών σχέσεων, την ίδια ώρα που δυναμιτίζεται ο δημόσιος χαρακτήρας των κοινωφελών υποδομών και των παρεχόμενων υπηρεσιών.

Με αυτόν τον τρόπο το αστικό κράτος, με τη σημερινή κυβερνητική εκδοχή της Ν.Δ. αλλά και την ουσιαστική στήριξη της συμπολιτευόμενης αντιπολίτευσης του ΠΑΣΟΚ,  απαλλάσσεται από οποιαδήποτε διαδικασία προώθησης των δημόσιων επενδύσεων, επιτυγχάνει τη δημοσιονομική “εξυγίανση” μέσα από την περιστολή θεμελιωδών κοινωνικών του λειτουργιών, μειώνει τα δημοσιονομικά ελλείμματα σε επίπεδα κάτω του 3% (Σύμφωνο Σταθερότητας), αποφεύγει οποιαδήποτε φορολογική επιβάρυνση της επιχειρηματικής δραστηριότητας (την οποία άλλωστε μειώνει σταδιακά),  εμφανίζει την είσοδο του ιδιωτικού κεφαλαίου ως έκφραση μιας “αναπτυξιακής” (κεφαλαιοκρατικής) διαδικασίας, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για αντικατάσταση των δημόσιων κοινωφελών επενδύσεων από την ιδιωτική επιχειρηματική δραστηριότητα (κυρίως τις τεχνικές εταιρείες Ζ’ και ΣΤ’ τάξης και τις μεγάλες τράπεζες), πράγμα που αντιπροσωπεύει μια ιστορικών διαστάσεων μετάλλαξη του σύγχρονου καπιταλιστικού κράτους στη νεοφιλελεύθερη εποχή.

  ΙΙΙ. Όσον αφορά ειδικά στην εκπαίδευση συχνά στο παρελθόν έχουμε αναφερθεί στην έλλειψη σχολικών κτιρίων και αιθουσών, ιδιαίτερα στην περιοχή της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα, μάλιστα, με τον υφυπουργό Παιδείας Γ. Καλό στα όρια του Δήμου της Αθήνας το 27% των σχολείων λειτουργούν με διπλοβάρδια, ενώ συνολικά για την Αττική το ποσοστό αυτό φτάνει στο 21,6%. Μισθώνονται 105 κτίρια που στεγάζουν 150 σχολεία, στα οποία φοιτούν πάνω από 15.000 μαθητές. Το κόστος ενοικίασης φτάνει τα 4,5 εκατ. ευρώ ετησίως. Συνολικά στην Αττική έχουν καταγραφεί 230 μισθωμένα κτίρια, όπου στεγάζονται 295 σχολεία[6]. Εκτός όμως από το υπέρογκο τίμημα, 40 σχολεία της Αθήνας και των γύρω δήμων κινδυνεύουν με έξωση, γιατί έχουν λήξει ή λήγουν τα μισθωτήριά τους…

Ίδια και χειρότερη είναι η κατάσταση και στη συμπρωτεύουσα, στην οποία το πρόβλημα της σχολικής στέγης παραμένει εκρηκτικό: Από τις 1.064 σχολικές αίθουσες του νομού με μαθητικό δυναμικό 142.387 μαθητές, το ποσοστό διπλοβάρδιας προσεγγίζει το 21,14% (244 σχολεία λειτουργούν σε διπλοβάρδιες), ενώ ειδικά στο δήμο Θεσσαλονίκης φτάνει στο 37,63%. Το 2001 οι απαιτούμενες αίθουσες για την εξάλειψη της διπλής βάρδιας ανέρχονταν σε 1.957 και σήμερα έχει παραδοθεί το 25%. «Στα πρωινά σχολεία των Αμπελοκήπων τα 21 από τα 59 τμήματα έχουν από 25 μαθητές και πάνω»[7].

Οι δαπάνες στο πρόγραμμα των δημοσίων επενδύσεων του 2006 για τη σχολική στέγη ήταν μόλις 850 εκατ. ευρώ και έχουν καθηλωθεί εδώ και χρόνια στα ίδια επίπεδα, με αποτέλεσμα να μην επαρκούν. Η πολιτική της υποχρηματοδότησης της σχολικής στέγης προκαλεί προβλήματα και σε άλλους νόμους, όπως π.χ. της Μαγνησίας, της Εύβοιας, της Χίου, του Ηρακλείου[8] κλπ. Εκατοντάδες ακόμα οικόπεδα που έχουν δεσμευτεί για σχολική χρήση κινδυνεύουν να αποχαρακτηρισθούν, καθώς το υπουργείο Παιδείας δεν έχει χρηματοδοτήσει ως τώρα είτε τη Νομαρχιακή είτε την Τοπική Αυτοδιοίκηση για την αγορά τους[9].

Πατώντας πάνω σ’ αυτήν την άσχημη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η σχολική στέγη και αρνούμενη η κυβέρνηση να αναλάβει τις ευθύνες της για την ανέγερση, φύλαξη, συντήρηση και λειτουργία των σχολικών μονάδων μέσω της αύξησης των δαπανών του προϋπολογισμού για το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, παραδίδει και αυτό το «φιλέτο» στους ιδιώτες: Αυτή την στιγμή ο ΟΣΚ βρίσκεται σε φάση επιλογής συμβούλων για τις πρώτες ΣΔΙΤ σχολείων που έχουν εγκριθεί από την κυβέρνηση. Οι ενδιαφερόμενοι είναι μεγάλοι τραπεζικοί όμιλοι (Πειραιώς, Alpha, Εθνικής, Αγροτικής κ.λπ.), που ενδιαφέρονται να πουλήσουν στο Δημόσιο τεχνογνωσία αλλά και τραπεζικά δάνεια.

Σε λιγότερο από τρεις μήνες αναμένεται να έχει επιλεγεί ο σύμβουλος για το πρώτο έργο, της περιφέρειας Αττικής (27 σχολεία, προϋπολογισμού 150 εκατ. ευρώ). Ενα μήνα αργότερα θα επιλεγεί και ο σύμβουλος του δεύτερου έργου, που αφορά την περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας (31 έργα, προϋπ. 116 εκατ. ευρώ). Σύντομα αναμένεται και η προκήρυξη πρόσληψης τρίτου συμβούλου για το τελευταίο έργο που εγκρίθηκε προ ημερών και αφορά τις περιφέρειες Ανατολικής Μακεδονίας & Θράκης, Δυτικής Μακεδονίας, Ηπείρου και Ιονίων Νήσων (23 σχολεία, προϋπ. 77 εκατ. ευρώ).

Πέντε μήνες μετά την επιλογή κάθε συμβούλου, θα προκηρύσσεται διεθνής διαγωνισμός με προθεσμία 52 ημερών για την υποβολή προτάσεων από τους υποψήφιους κατασκευαστές. Έτσι, στον ΟΣΚ εκτιμούν ότι οι πρώτοι ανάδοχοι θα μπουν στα σχολεία σε περίπου ένα χρόνο[10].

Η ανέγερση σχολείων με τη μεθοδολογία ΣΔΙΤ προωθεί την περαιτέρω εμπορευματοποίηση της σχολικής λειτουργίας , όχι μόνο ζητώντας αύριο πληρωμή της σχολικής στέγης που έχουν στην κατοχή τους οι ιδιώτες άμεσα από τους γονείς των μαθητών[11] που έτσι κι αλλιώς θα πληρώνουν ακριβά τη σχολική στέγη ως φορολογούμενοι, μα και μετατρέποντας σήμερα τα σχολεία σε επιχειρήσεις: ήδη εγκαινιάστηκε από τον ιδιωτικοποιημένο πλέον Ο.Σ.Κ. που λειτουργεί σαν Α.Ε. το πρώτο σχολείο – επιχείρηση που μετά τη λήξη των μαθημάτων λειτουργεί ως γκαράζ, internet cafe, προσφέροντας επί πληρωμή υπηρεσίες κλπ. Άλλωστε η νομοθεσία περί ΣΔΙΤ προβλέπει δυνατότητα του αναδόχου να αναπτύξει άλλες δραστηριότητες όπως η ενοικίαση χώρων του σχολείου για εμπορικές χρήσεις ως αντίτιμο για τις υπηρεσίες του.

Η γενίκευση αυτής της νεοφιλελεύθερης αποδιάρθρωσης του σχολικού χώρου (που πρώτο εισηγήθηκε στο τελευταίο προεκλογικό του πρόγραμμα το ΠΑ.ΣΟ.Κ κάνοντας λόγο για «ανοιχτό σχολείο»[12] και ως ιδέα «σεμνά και ταπεινά» υιοθετήθηκε από την κυβέρνηση της Ν.Δ.) θα υπονομεύσει βαθιά το δημόσιο χαρακτήρα του σχολείου, θα κλείσει σχολεία σε «άγονες» περιοχές, θα φέρει τους ιδιώτες μέσα στα πόδια των παιδιών του ελληνικού λαού με ό,τι αυτό σημαίνει για τη διαπαιδαγώγησή τους από την ηθική του κεφαλαίου, θα εξοντώσει, τέλος, τις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες, όπως άλλωστε έγινε σε H.Π.A. – Aγγλία, τινάζοντας στα ύψη τον αποκλεισμό και τον αναλφαβητισμό[13].

Για όλους αυτούς τους λόγους έχει εξαιρετική σημασία το εκπαιδευτικό κίνημα στο σύνολό του ενόψει μάλιστα και των συνεδρίων σε ΟΛΜΕ-ΔΟΕ άμεσα να απαιτήσει:

  • Aύξηση των δημόσιων δαπανών για την Παιδεία στο 5% του AEΠ ή στο 15% του προϋπολογισμού.
  • Eκπαίδευση δημόσια και δωρεάν σε όλα τα επίπεδα και τις βαθμίδες με αφετηρία την αντίληψη ότι η εκπαίδευση είναι δημόσιο κοινωνικό αγαθό. Kατάργηση κάθε μορφής ιδιωτικής εκπαίδευσης. Έξω οι επιχειρήσεις από τα σχολεία. Όχι στο νομοθετικό πλαίσιο των Συμπράξεων Δημόσιου – Iδιωτικού Tομέα που αναθέτει σε ιδιώτες και εταιρείες την ανέγερση σχολείων κι άλλων δημοσίων υποδομών και οδηγεί στην ανοιχτή εμπορευματοποίηση της λειτουργίας των δημόσιων σχολείων.

Σημειώσεις-Παραπομπές 

  1. που ξεσήκωνε έναν δημαγωγικό θόρυβο για τους ρυθμούς μόνο εκτέλεσης των έργων, για τις υπερβάσεις του προϋπολογισμού και μερικούς από τους σκανδαλώδεις –πράγματι- όρους των Συμβάσεων Παραχώρησης – Συγχρηματοδότησης.
  2. βλ. τα συμπληρωματικά έργα της Αττικής Οδού.
  3. Βλ. άρθρο του Ανέστη Ταρπάγκου,MΕ ΤΟ Ν/Σ ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΥΜΠΡΑΞΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ (ΣΔΙΤ) Γενικεύεται η ιδιωτικοποίηση των κοινωφελών έργων υποδομής, εφημ. Εποχή, 10/04/2005.
  4. Για τις εργασιακές σχέσεις στα μεγάλα έργα μα και στα υπόλοιπα που κατασκευάστηκαν ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 2004, ενδιαφέρουσες πληροφορίες μπορεί να βρει κανείς στο αφιέρωμα του περιοδικού: «Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης» ,Φάκελος: «Αθήνα 2004», επιμέλεια: Δημήτρης Δαμασκηνός, στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.paremvaseis.org/olympiada%20afieroma.htm
  5. Από ρυθμό αύξησης της δημόσιας κατανάλωσης 2% το 2006, η εισηγητική έκθεση για τον προϋπολογισμό του 2007 προβλέπει ρυθμό αύξησης 1,1% για το 2007. Aυτό σημαίνει και περιορισμό του Προγράμματος Δημοσίων Eπενδύσεων και του προγράμματος προμηθειών του Δημοσίου, με αρνητικό αντίκτυπο στο ρυθμό αύξησης του AEΠ. (Βλ. Δημήτρη Δαμασκηνού,Kρατικός προϋπολογισμός 2007: Kοινωνικά άδικος μηχανισμός αναδιανομής εισοδημάτων από τους εργαζόμενους στους «έχοντες και κατέχοντες», http://www.paremvaseis.org/yliko13febr2007.htm
  6. βλ. εφημερίδα Έθνος, 04/09/2005.
  7. βλ. εφημερίδα Αγγελιοφόρος, 10/03/2006.
  8. βλ. άρθρο του Μάρκου Λάζαρου, προέδρου τότε της Ε.Λ.Μ.Ε. Ηρακλείου, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πατρίς στις 10/10/2005. Χαρακτηριστικό των προβλημάτων είναι το γεγονός ότι στο νομό Ηρακλείου ανάδοχοι εργολάβοι διέκοψαν τις εργασίες, ακόμα και σε περιπτώσεις κτιρίων που θα ολοκληρώνονταν σε λίγες μόλις εβδομάδες, όπως συνέβη στο 2ο Λύκειο, που λίγο πριν τη μετεγκατάστασή του σε νέο κτίριο, διακόπηκαν οι εργασίες και το σχολείο λειτουργεί μέχρι και σήμερα σε λυόμενες αίθουσες.
  9. Βλ. άρθρο του Δημήτρη Δαμασκηνού,«Πλήρης υποβάθμιση και απαξίωση της σχολικής στέγης με στόχο την ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης», http://www.paremvaseis.org/domi174apr.htm
  10. Βλ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία,«Πρώτο κουδούνι για συμπράξεις», 22/04/07».
  11. Μπορεί ο διευθύνων σύμβουλος του ΟΣΚ κ. Παταριάς να διαβεβαιώνει ότι «αυτό δεν θα συμβεί, γιατί ο ιδιώτης δεν θα έχει την εκμετάλλευση του σχολείου, όπως συνέβη στα μεγάλα έργα, π.χ. στη ζεύξη Ρίου-Αντιρρίου», ωστόσο δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα, με το επιχείρημα να μην επιβαρυνθεί ο κρατικός προϋπολογισμός για τις υπερβάσεις και τις υπερβολικές αυξήσεις ενοικίων που θα απαιτήσουν να εισπράττουν οι ιδιώτες, σε κάποιον μέλλοντα χρόνο οι γονείς μερικών «ευγενών σχολείων» στα μεγάλα αστικά κέντρα να κληθούν να πληρώσουν άμεσα ένα αντίτιμο ως χρήστες των υψηλής ποιότητας(;) υπηρεσιών που θα προσφέρουν οι ιδιώτες στα παιδιά τους.
  12. Όπως περιγράφεται στο προεκλογικό πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ: « Το Ανοικτό σχολείο αποτελεί τη νέα γενιά σχολείων που, εκτός από τις αίθουσες διδασκαλίας και τα εργαστήρια, θα διαθέτει επίσης…χώρους αναψυχής, internet café, μικρά βιβλιοπωλεία και υπόγειους χώρους στάθμευσης».
  13. Ολόκληρα σχολικά κτίρια μετατρέπονται πλέον σε διαφημιστικές πινακίδες των χορηγών τους, όπως τα σχολεία της Δωδεκανήσου που έχουν αναλάβει την προώθηση της «Καϊρ», εταιρείες οδοντόκρεμας διδάσκουν Αγωγή Υγείας και άλλες παραγωγής προφυλακτικών Σεξουαλική Αγωγή, ενώ στελέχη του ΣΕΒ παραδίδουν στα μικρά παιδιά μαθήματα υποταγής στην καπιταλιστική αγορά. Αποκαλυπτική για τα τραγικά αποτελέσματα του όλου εγχειρήματος είναι η πείρα άλλων ευρωπαϊκών χωρών, που προηγήθηκαν στην εφαρμογή του, όπως η Ιρλανδία και η Βρετανία. Στην τελευταία εφαρμόζεται από το 1985 το πρόγραμμα «Σκέπτομαι Επιχειρηματικά». Ένα πρόγραμμα που υποχρεώνει τα σχολεία να ιδρύσουν μικρές επιχειρήσεις από τα έσοδα των οποίων εξασφαλίζουν τα προς το ζην. Σήμερα, μετά από είκοσι περίπου χρόνια υλοποίησης του προγράμματος αυτού, το 75% των σχολείων της Βρετανίας έφτασε να λειτουργεί κάτω από άθλιες συνθήκες, ενώ ο μέσος όρος αμόρφωτων αποφοίτων στη χώρα αυτή είναι από τους υψηλότερους στην Ε.Ε. (Βλ. Δημήτρη Δαμασκηνού,«Από τον Προμηθέα στο Σίσυφο, Η τεχνική Επαγγελματική Εκπαίδευση στην Ελλάδα», εκδ. «Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης, Φεβρουάριος 2006, σελ. 79). 

*Δημήτρης Δαμασκηνός, μέλος του ΔΣ της ΕΛΜΕ Χανίων (Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης, τεύχος 82, καλοκαίρι 2007, σελ. 29-32)

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας