Σε πείσμα της κυβερνητικής αισιοδοξίας, και των διαβεβαιώσεων ότι αισίως τελειώνει η δεύτερη αξιολόγηση, και ότι στη συνέχεια δεν θα έχουμε πρόβλημα, η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Καθώς το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο χωρίς μια γενναία ελάφρυνση, και καθώς αυτή η ελάφρυνση δεν είναι ορατή, ο τρόπος αντιμετώπισής του τα επτά τελευταία χρόνια, συνοψίζεται στη λήψη καθαρά βραχυχρόνιων, ή ορθότερα “πυροσβεστικών μέτρων”. Αναβάλλεται, έτσι, συνεχώς, η μακροχρόνια, και οριστική λύση του, που ανατίθεται σε ένα αδιευκρίνιστο μέλλον.
Το ΔΝΤ προσπάθησε, μέχρι σήμερα, να δικαιολογήσει τη συμμετοχή του στο πρόβλημα του ελληνικού χρέους, ρίχνοντας το βάρος του, ολοκληρωτικά, στη μία από τις δύο υποχρεώσεις του, δηλαδή στην ανάγκη παροχής δανείων σε οικονομίες που τα χρειάζονται, προκειμένου να μη διασαλευθεί η παγκόσμια δημοσιονομική ισορροπία. Η άρνηση, όμως, της ΕΕ να λάβει αποτελεσματικά μέτρα για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, καθιστά εξαιρετικά δύσκολη, αν όχι πια αδύνατη την παραμονή του ΔΝΤ στην Ελλάδα. Και τούτο, εξαιτίας της δεύτερης υποχρέωσής του, αυτής που του επιτρέπει παρέμβαση μόνο σε περίπτωση χωρών, των οποίων το χρέος είναι αντιμετωπίσιμο. Η αγωνία, εξάλλου, του ΔΝΤ ενισχύθηκε πρόσφατα, και εξαιτίας του υπερβολικά υψηλού πρωτογενούς πλεονάσματος που εξασφάλισε η Ελλάδα το 2016. Παρότι, αυτό, εμφανίστηκε ως θρίαμβος από τους κυβερνώντες, στην πραγματικότητα επιβάρυνε τη μακροχρόνια προοπτική του χρέους. Πράγματι, ενώ ο στόχος που συμφωνήθηκε με τους δανειστές ήταν 0,5% του ΑΕΠ για το 2016, αυτό έφθασε στο 3,9% (ή στο 4,2% σύμφωνα με ελληνικούς υπολογισμούς), αντίστοιχα. Η τεραστίων διαστάσεων αυτή διαφορά, που επιπλέον αφορά μέτρο κατεξοχήν οδυνηρό για τους Έλληνες, εκλαμβάνεται, και δικαιολογημένα, ως απόδειξη της αδυναμίας των αρμοδίων να ελέγξουν στοιχειωδώς τις μακροοικονομικές εξελίξεις. Επιπλέον, το μη αναμενόμενο αυτό πρωτογενές πλεόνασμα, που άγγιξε τόσο δυσθεώρητο ύψος, δημιουργεί εύλογη αβεβαιότητα για τη δυνατότητα ομαλής συνέχισής του (παρότι, τα απαιτούμενα από τους δανειστές, υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα αποτελούν την ελπίδα, έστω και πολύ αμυδρή, βιωσιμότητας του χρέους). Τέλος, δημιουργείται και φαύλος κύκλος, δεδομένου ότι τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα αναιρούν τη δυνατότητα βιωσιμότητας του χρέους, καθώς συνεπάγονται αφαίμαξη της πραγματικής οικονομίας, που με τη σειρά της αποκλείει την ανάπτυξη.
Με τις συνθήκες αυτές, και εφόσον, φυσικά, δεν υπάρχει περίπτωση η ΕΕ να πειστεί να βοηθήσει, ουσιαστικά, την Ελλάδα, για λόγους κυρίως πολιτικούς και όχι μόνο, το ΔΝΤ εμφανίζεται μη διατεθειμένο να συνεχίσει την παρουσία του. Εκτός από τις συνεχείς σχετικές δηλώσεις του, του τελευταίου έτους, η πρόθεση του μη συμμετοχής στο ελληνικό πρόγραμμα προκύπτει ακόμη και από τις αλλεπάλληλες πρόσφατες συναντήσεις, που είχε ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών, με αξιωματούχους της ΕΕ. Παρότι, το περιεχόμενο των συζητήσεων που έλαβαν χώρα στις συναντήσεις αυτές δεν έγινε επίσημα γνωστό, ωστόσο διέρρευσαν τα κυριότερα σημεία τους. Έστω, όμως και αν υποτεθεί ότι τελικά το ΔΝΤ θα πειστεί να παραμείνει στο ελληνικό πρόβλημα, είναι βέβαιο ότι δεν θα συμμετάσχει στην παροχή δανείων.
Το πόσο χαώδης είναι η απόσταση ανάμεσα στα καθησυχαστικά, και συχνά ενθουσιώδη σχόλια των κυβερνώντων και στην πραγματικότητα (ή ανάμεσα στη βραχυχρόνια/επιπόλαιη και τη μακροχρόνια θεώρηση του προβλήματος του ελληνικού χρέους) προβάλλει μέσα από πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Διεθνούς Οικονομίας Petersen, που εκπονήθηκε από τον ειδικευμένο σε θέματα δημοσίου χρέους, πρώην στέλεχος του ΔΝΤ και πρόσφατα σύμβουλο του Γερμανού υπουργού Οικονομικών, Jeromin Zettelmeyer. Την έρευνα αυτή, που περιλαμβάνει 53 σελίδες, συμβουλεύονται ήδη όλοι όσοι έχουν κάποια σχέση με την πορεία και την αντιμετώπιση του ελληνικού χρέους.
Πιο συγκεκριμένα, το βασικό ερώτημα, που ζητήθηκε να απαντηθεί από τον Jeromin Zettelmeyer και το επιτελείο του, ήταν το ακόλουθο: “τι ποσό ελάφρυνσης χρέους θα απαιτηθεί για την Ελλάδα;”. Και η απάντηση είναι: “100 δισεκατομμύρια Ευρώ, για να παραμείνει η Ελλάδα στην επιφάνεια”, δεδομένου ότι τώρα είναι ήδη ουσιαστικά χρεοκοπημένη. Στο ίδιο αυτό συμπέρασμα κατέληξαν και όλες οι προηγούμενες σχετικές μελέτες, που συνοψίζεται στη διαπίστωση ότι “δεν υπάρχει εύκολη έξοδος από το ελληνικό αδιέξοδο”.
Επειδή πρέπει να είναι πέρα για πέρα ξεκάθαρο, ότι η ΕΕ δεν πρόκειται να μας χορηγήσει 100 δισεκατομμύρια Ευρώ, το χρέος μας θα παραμείνει, στους αιώνες, μη βιώσιμο, με αποτέλεσμα, το τρίτο μνημόνιο να το διαδεχθεί το τέταρτο, και το τέταρτο το πέμπτο, κ.ο. κ. Και στο μεταξύ, η όποιας μορφής βελτίωση της πραγματικής οικονομίας, η διενέργεια πραγματικών επενδύσεων (σε αντίθεση με τις κερδοσκοπικές και αυτές του ξεπουλήματος της χώρας), η απορρόφηση της τεράστιας ανεργίας, και με μια λέξη η ανάπτυξη, θα αποτελεί την ουτοπία ενός πλανήτη που θα απομακρύνεται ολοένα περισσότερο από την Ελλάδα. Στα επτά αυτά χρόνια, από την αρχή της κρίσης και μέχρι σήμερα, οι υποτιθέμενες “νίκες” των μνημονίων αφορούν ψυχρούς αριθμούς, ενόσω η πραγματική οικονομία καταποντίζεται και η χώρα αλύπητα εκποιείται. Ακριβώς επειδή δεν υπάρχει δυνατότητα λύσης με τα μνημόνια, με τις δήθεν μεταρρυθμίσεις που δεν πρόκειται περί μεταρρυθμίσεων και με τις προσπάθειες εμφάνισης των πάντοτε δυσμενών διαθέσεων των δανειστών απέναντί μας, ως δήθεν ευνοϊκές, οι κυβερνώντες μονίμως απασχολούνται και μονίμως απασχολούν και το λαό:
* με ανούσιες διαπραγματεύσεις και αξιολογήσεις,
*με ισοδύναμα και αντίμετρα,
* καθώς και με άλλες θλιβερά αναποτελεσματικές επινοήσεις,
που όχι απλώς οδηγούν στο πουθενά, αλλά επιπλέον επιδεινώνουν κάθε φορά και περισσότερο τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης που σταδιακά επιβάλλονται σε ολοένα μεγαλύτερο ποσοστό του ελληνικού λαού.
Διαπραγματεύσεις και αξιολογήσεις αποτελούν, έτσι, το άλλοθι της μη αναζήτησης αποτελεσματικής λύσης στο πρόβλημα του ελληνικού χρέους.
Το πρόβλημα του χρέους είναι μακροχρόνιο και μόνον έτσι οφείλει να αντιμετωπιστεί. Η λύση του ελληνικού προβλήματος απαιτεί συνεχή και ταχύρρυθμη ανάπτυξη. Η διαιώνιση άρνησης της προσπάθειας για εξασφάλιση αυτής της μοναδικής λύσης (που είναι αδύνατη εντός μνημονίων και ευρώ) απειλεί να την εξαφανίσει, εξαιτίας επέκτασης και εντατικοποίησης της εξαθλίωσης, εξαιτίας μαζικής φυγής των νέων στο εξωτερικό, εξαιτίας υπογεννητικότητας, εξαιτίας τέλος, της απώλειας του πλούτου της χώρας, που με επιταχυνόμενο πια ρυθμό περνά σε ξένα χέρια.
Είναι, λοιπόν, κατεπείγουσα η ανάγκη να πάρουμε τις τύχες στα χέρια μας, με όσες θυσίες και αν συνεπάγεται αυτή η απόφαση. Είναι κατεπείγουσα η ανάγκη να βάλουμε τέλος στο δράμα των επτά τελευταίων ετών. Είναι κατεπείγουσα η ανάγκη να επανακτήσουμε την πολύ σημαντική ισχύ που εξασφαλίζει ένα εθνικό νόμισμα, και να αρχίσουμε να ξανακτίζουμε την καταστραμμένη πατρίδα μας. Είναι κατεπείγουσα η ανάγκη να αποβάλλουμε τον τρόμο, που εν πολλοίς μας υποβάλλεται, για το τι θα μας συμβεί αν βγούμε εκτός μνημονίων, ενόσω μας συμβαίνει ότι χειρότερο υπάρχει, με την παραμονή μας εντός αυτών. Και πάνω από όλα είναι κατεπείγουσα η ανάγκη να παύσουμε να βαυκαλιζόμαστε με αυταπάτες του τύπου: “η ευρωπαϊκή μας πορεία είναι αδιαπραγμάτευτη”. Γιατί, ακριβώς αυτή η πορεία θα πρέπει θεωρηθεί απολύτως διαπραγματεύσιμη, αν υπάρχουν ακόμη κάποιες πιθανότητες για να σωθούμε.