Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται ένα αυξημένο επιστημονικό, κοινωνικό και πολιτικό ενδιαφέρον για τις επερχόμενες μελλοντικά δημογραφικές αλλαγές σε διεθνές επίπεδο. Βέβαια, αξίζει να σημειωθεί ότι το ενδιαφέρον δεν εστιάζεται αποκλειστικά στο μέλλον του παγκόσμιου πληθυσμού. Συνδέεται όλο και περισσότερο με τις πιθανές κοινωνικο-οικονομικές επιπτώσεις, οι οποίες προκύπτουν από τις δημογραφικές αλλαγές αλλά και από τις προοπτικές σχεδιασμού και υλοποίησης των αντίστοιχων πολιτικών σε συγκεκριμένους τομείς, μεταξύ των οποίων, η εκπαίδευση, η αγορά εργασίας και η κοινωνική ασφάλιση. Στο πλαίσιο αυτό, η αύξηση του προσδόκιμου ζωής και η μείωση της γονιμότητας αποτελούν χωρίς καμία αμφιβολία τη σημαντικότερη εξέλιξη στην ιστορία των πληθυσμών. Ειδικότερα για τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα αποτελεί την περίοδο κατά την οποία το προσδόκιμο ζωής έφτασε σε πρωτόγνωρα υψηλά επίπεδα. Αντίθετα, η γονιμότητα, έπειτα από μία σύντομη περίοδο ανάκαμψης, παρουσίασε απότομη μείωση, η οποία συνοδεύτηκε από μία τάση σταθεροποίησης σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα, τα οποία θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν είχαν παρατηρηθεί ποτέ στην μακροχρόνια ιστορία του παγκόσμιου πληθυσμού. Οι δύο αυτές μεταβολές οδήγησαν αναπόφευκτα στην διεύρυνση της δημογραφικής γήρανσης, δηλαδή στην αύξηση του ποσοστού των ηλικιωμένων ατόμων στον συνολικό πληθυσμό. Κι’ αυτό γιατί οι αυριανοί ηλικιωμένοι θα είναι περισσότεροι από τους σημερινούς, όχι μόνο επειδή θα προέρχονται από πολυπληθέστερες γενιές, αλλά και επειδή το προσδόκιμο ζωής τους θα είναι αισθητά υψηλότερο από αυτό των σημερινών ηλικιωμένων.
Η χαμηλή θνησιμότητα θα συμβάλλει στην περαιτέρω αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων ατόμων στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και για ένα ακόμη λόγο. Ουσιαστικά με την πάροδο του χρόνου, η αύξηση του προσδόκιμου ζωής, η οποία ιστορικά προέκυψε από τη μείωση της βρεφικής και της παιδικής θνησιμότητας, συνδέεται όλο και πιο στενά με την μείωση της θνησιμότητας στις μεγάλες ηλικίες, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στην διεύρυνση της μακροβιότητας των ηλικιωμένων. Με άλλα λόγια, η αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων ατόμων δεν είναι παρά μία από τις σημαντικές αλλαγές που συντελούνται στην κατά ηλικία δομή του πληθυσμού της Ευρώπης. Από την άποψη αυτή, οι επιπτώσεις των μελλοντικών δημογραφικών αλλαγών και ειδικότερα του προσδόκιμου ζωής στην βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού η αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων, εκτός των άλλων κοινωνικο-οικονομικών συνεπειών, συναρτάται και με την αύξηση των δαπανών για τις συντάξεις. Ως εκ τούτου, το προσδόκιμο ζωής είναι μια πολύ σημαντική παράμετρος για την βιωσιμότητα των συνταξιοδοτικών συστημάτων, δεδομένου ότι συνεπάγεται μεγαλύτερο χρόνο πληρωμής των συντάξεων και άρα αύξηση των δαπανών των συνταξιοδοτικών συστημάτων. Επιπλέον συναρτάται με τον μονομερή προσανατολισμό των ασκούμενων πολιτικών μείωσης των ελλειμμάτων των συνταξιοδοτικών συστημάτων στην Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση, διαμέσου των περικοπών του επιπέδου των συντάξεων, της αύξησης των εισφορών, της αύξησης της ηλικίας συνταξιοδότησης ή διαμέσου ενός συνδυασμού των τριών αυτών μεταβλητών.
Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι η αύξηση του προσδόκιμου ζωής αντιμετωπίζεται από τις ασκούμενες πολιτικές περισσότερο ως απειλή των συνταξιοδοτικών συστημάτων και λιγότερο ως πρόκληση κατάκτησης της επιστημονικής και κοινωνικο-οικονομικής εξέλιξης και της συμβολής της στην μακροβιότερη διάρκεια του ανθρώπινου βίου. Από την άποψη αυτή, η επίδραση της αύξησης του προσδόκιμου ζωής στην βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος, αποτελεί πρόκληση της κοινωνικο-ασφαλιστικής και δημογραφικής πολιτικής, με την έννοια της αλλαγής κατεύθυνσης και περιεχομένου των περιοριστικών πολιτικών του παρελθόντος. Ως εκ τούτου, αποτελεί πρόκληση ως προς τις ασκούμενες πολιτικές, για παράδειγμα για την γαλλική κυβέρνηση η επίδραση της αύξησης του προσδόκιμου ζωής στην Γαλλία κατά 1,7 έτη(COR,Ιούνιος 2017), στον ορίζοντα της περιόδου 2017-2060 στην βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος, με την έννοια της δημιουργίας ελλειμμάτων μέχρι το 2050. Το ίδιο, αποτελεί εξίσου πρόκληση, ως προς την αντιμετώπιση από μέρους της παγκόσμιας οικονομίας, η αύξηση του χρηματοδοτικού κενού, των έξι μεγαλύτερων συνταξιοδοτικών συστημάτων κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα ( αμερικανικό, βρετανικό, ιαπωνικό, ολλανδικό, καναδικό, αυστραλιανό) από 70 τρις δολάρια σήμερα σε 400 τρις δολάρια μέχρι το 2050(Παγκόσμιο Οικονομικό Forum Davos,2017), εξαιτίας της αύξησης του προσδόκιμου ζωής και της μείωσης του ποσοστού αποταμίευσης. Στην κατεύθυνση αυτών των σύγχρονων προκλήσεων, προσεγγίζοντας αναλυτικά τις εξελίξεις του προσδόκιμου ζωής και τις επιπτώσεις του στην βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (ΣΚΑ) στην χώρα μας, παρατηρούμε ότι σύμφωνα με ιστορικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και με προβλέψεις του ΟΗΕ, το προσδόκιμο ζωής των ελλήνων αυξήθηκε για τους άνδρες από τα 76,8 έτη το 2005 στα 78,1 το 2010 και σε 78,5 το 2014 και για τις γυναίκες από 81,7 το 2005 σε 82,8 το 2010 και σε 83,5 το 2014. Τα στοιχεία αυτά αναδεικνύουν ότι για μια δεκαετία το προσδόκιμο ζωής τόσο στους άνδρες, όσο και στις γυναίκες αυξήθηκε κατά περίπου δύο έτη στην δεκαετία 2005-2014. Έτσι, στην ανάλυση μας, χρησιμοποιώντας κατάλληλα προσαρμοσμένους πίνακες θνησιμότητας, ώστε να ενσωματώνουν αυτή την τάση της αύξησης του προσδόκιμου ζωής και λαμβάνοντας υπόψη τις μειώσεις των συντάξεων που θα συντελεσθούν από 1/1/2019, λόγω του Μεσοπρόθεσμού Προγράμματος Δημοσιονομικής Προσαρμογής (620 ευρώ (μικτά) κύρια και 145 ευρώ (μικτά) επικουρική σύνταξη) και θεωρώντας όλες τις άλλες οικονομικές και δημογραφικές παραμέτρους σταθερές, τότε το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης (ΣΚΑ) στην Ελλάδα, εκτιμάται ότι θα επιβαρυνθεί, μόνο εξαιτίας της αύξησης του προσδόκιμου ζωής, κατά 37,3 δις ευρώ σε παρούσες αξίες.
Η συνολική αυτή επιβάρυνση μεταφράζεται σε περίπου 1,3 δις ευρώ ανά έτος για την περίοδο 2017-2057. Το εύρημα αυτό, αναδεικνύει με τον πιο εύληπτο τρόπο ότι η χρηματοδότηση της επιβάρυνσης του ΣΚΑ, εξαιτίας της αύξησης του προσδόκιμου ζωής, με περαιτέρω περικοπές των συντάξεων (κύριων και επικουρικών), αποδεικνύεται ανεπαρκής και περιορισμένη. Αντίθετα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, η κάλυψη της επίδρασης της αύξησης του προσδόκιμου ζωής με ρυθμό δύο έτη ανά δεκαετία, απαιτεί χρηματοδότηση που αντιστοιχεί σε μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής (1,5%-2%) του ΑΕΠ, συμβάλλοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, μεταξύ των άλλων, στον περιορισμό του χάσματος μεταξύ παραγωγικότητας και κοινωνικών ανισοτήτων στην χώρα μας.