Στο ελληνικό αριστερό κίνημα, αλλά και ευρύτερα, προβάλλονται διαφοροποιημένες εκδοχές ενός προγράμματος μετασχηματισμών, που από μια γενική άποψη παίρνουν την μορφή του μεταβατικού ριζοσπαστικού προγράμματος, μιας κατεύθυνσης δηλαδή που επιδιώκει να προάγει καίριες, και με βάση τη συγκυρία και τους ταξικούς συσχετισμούς αλλαγές, προς όφελος των συμφερόντων των λαϊκών εργαζομένων στρωμάτων και σε βάρος των μορφών της αστικής ταξικής κυριαρχίας. Ήδη σ’ αυτό το επίπεδο καταγράφονται σχεδόν αγεφύρωτες διαφορές ανάμεσα στις υπαρκτές αριστερές στρατηγικές, που αφορούν τόσο τους όρους ενός τέτοιου προγράμματος, όσο και τους σκοπούς που τελικά καλείται να υπηρετήσει. Μπορούμε λοιπόν να δούμε ξεχωριστά την κάθε περίπτωση και αφού την αντιμετωπίσουμε κριτικά, να επιχειρήσουμε να συμβάλουμε στην οριοθέτηση των όρων αυτού του προγράμματος, σε σχέση με την τελική του στρατηγική κατάληξη.
Οι αντικαπιταλιστικές τομές στην τακτική της Αριστεράς
α) Σε μια πρώτη περίπτωση τίθεται το ζήτημα αναφορικά με την τακτική της σοσιαλδημοκρατίας, ή της κεντροαριστεράς, ή του σοσιαλφιλελευθερισμού, που στη σημερινή περίπτωση εκπροσωπεί η κυβερνητική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Ο σχηματισμός αυτός, μετά την προγραμματική του αυτό-αναίρεση και ακύρωση στα μέσα του 2015, εγκατέλειψε τόσο την τακτική των ενδιάμεσων ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων τις οποίες ευαγγελίζονταν, όσο και την στρατηγική του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας. Απεναντίας υιοθέτησε μια σειρά μνημονιακών μέτρων σε βάρος των λαϊκών τάξεων (ένταση των φορολογικών επιβαρύνσεων, διατήρηση των μισθών στα επίπεδα εξαθλίωσης, συνέχιση της μείωσης των συντάξεων, ιδιωτικοποιήσεις κοινωφελών επιχειρήσεων κλπ.). Το «παράλληλο» πρόγραμμα που επικαλέστηκε προκειμένου να αντισταθμίσει αυτές τις αντιλαϊκές παρεμβάσεις, αποδείχθηκε άνευ σημασίας και αντικειμένου, εφόσον αφορούσε ορισμένες τριτεύουσας σημασίας αλλαγές, οι οποίες κι’ αυτές δεν πραγματοποιήθηκαν. Αλλά και στο στρατηγικό επίπεδο την θέση στην αναφορά στον σοσιαλισμό πήρε η συμβολή στην στήριξη με κάθε τρόπο της καπιταλιστικής ανάπτυξης (φορολογικά κίνητρα και απαλλαγές σε επιχειρήσεις, διατήρηση καθεστώτος εργασιακής απορρύθμισης κ.ά.), η οποία εφόσον πραγματοποιούνταν (πράγμα πλέον εξαιρετικά αμφίβολο) θα επέφερε αντιμετώπιση της ανεργίας και ορισμένες αποχρώσεις κοινωνικής δικαιοσύνης. Συνολικά άρα ο μνημονιακά μεταλλαγμένος ΣΥΡΙΖΑ πήρε οριστικά διαζύγιο τόσο από τις όποιες ενδιάμεσες ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις, όσο προφανέστατα και από τον στρατηγικό στόχο της σοσιαλιστικής αλλαγής. Αντίστοιχη άλλωστε είναι και η μοίρα όλων των ευρωπαϊκών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, της ευρωπαϊκής κεντροαριστεράς (γαλλικό ΣΚ, ιταλικό Δημοκρατικό Κόμμα κλπ.).
β) Η χρεοκοπία και ήττα αυτή του ΣΥΡΙΖΑ δεν σημαίνει βέβαια αυτόματα ότι οι υπόλοιπες αριστερές τακτικές μπορούν να αντιμετωπίσουν με γόνιμο τρόπο το ζήτημα της οργανικής σχέσης τακτικής (μεταβατικό ριζοσπαστικό πρόγραμμα) και στρατηγικής (σοσιαλιστικός μετασχηματισμός), παρόλο που όλες αναφέρονται σ’ αυτά. Έτσι το ΚΚΕ, στον αντίποδα του ΣΥΡΙΖΑ, έχει ως αναφορά του αποκλειστικά την στρατηγική προοπτική της κατάργησης της εξουσίας των μονοπωλίων και του κεφαλαίου, ως αποτέλεσμα μιας ιστορικής στιγμής στο απροσδιόριστο μέλλον, ενώ στο επίπεδο της τακτικής και μεσοπρόθεσμα απορρίπτει κάθε έννοια ενός μεταβατικού ριζοσπαστικού προγράμματος. Απ’ αυτή την άποψη θεωρεί ότι οι όποιες αλλαγές του ταξικού συσχετισμού των δυνάμεων και λαϊκές κατακτήσεις απέναντι στη μνημονιακή διακυβέρνηση, είναι στόχοι ανέφικτοι, πριν την εγκαθίδρυση της αντιμονοπωλιακής εξουσίας, και σε κάθε περίπτωση και αν ακόμη υλοποιηθούν είναι ενσωματώσιμοι στην αστική κοινωνική κυριαρχία.
Κατά συνέπεια το ΚΚΕ αρκείται στο ιστορικό παρόν να επιχειρεί να «ενδυναμώσει» τον υποκειμενικό παράγοντα (κόμμα), να καταδείξει την αντιλαϊκότητα των ασκούμενων αστικών κυβερνητικών πολιτικών, και να διοργανώνει «διαμαρτυρίες» εργατικού, νεολαιίστικου, αγροτικού χαρακτήρα που πάντοτε μένουν «μετέωρες» εφόσον στερούνται ως τέτοιες της σχετικής αποτελεσματικότητας. Με μια τέτοια στάση πώς να προκύψει μια κίνηση προς την θεμελίωση της «λαϊκής εξουσίας» και του σοσιαλισμού, εφόσον στο ενδιάμεσο δεν συνοδεύεται από ταξικούς βηματισμούς κατάκτησης θέσεων, ικανών να οδηγήσουν και στην υλοποίηση της στρατηγικής προοπτικής ; Υπ’ αυτή την έννοια, στερούμενο ενός τέτοιου προγράμματος (το οποίο συνήθως αντικαθιστά με έναν κατάλογο συνδικαλιστικών αιτημάτων διαμαρτυρίας), και παραπέμποντας αποκλειστικά στον μελλοντικό στρατηγικό στόχο δεν ασκεί πολιτική και κοινωνική παρέμβαση, αλλά ανακυκλώνεται και περιδινίζεται αποκλειστικά σε έναν ιδεολογικό διαφωτισμό και μόνον.
γ) Ακριβώς αντίστροφη τοποθέτηση των πραγμάτων υλοποιεί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η οποία και αυτή ουσιαστικά δεν κάνει αναφορά σε ένα μεταβατικό πρόγραμμα, αλλά απεναντίας στη θέση της τακτικής και μεσοπρόθεσμης δράσης τοποθετεί το σύνολο σχεδόν των στρατηγικών της κομμουνιστικών στόχων. Επιδιώκει την πραγματοποίηση στην άμεση συγκυρία την ρήξη και ανατροπή ταυτόχρονα με την Ευρωπαϊκή Ένωση, το κεφάλαιο, την Ευρωζώνη και το ΔΝΤ, όπως και ένα σύνολο άμεσων αντικαπιταλιστικών μέτρων κλπ. Αυτή η λογική αναπτύσσεται χωρίς να παίρνει υπ’ όψιν της τους συσχετισμούς των δυνάμεων, το επίπεδο της λαϊκής συνείδησης, την οργανωτική υπόσταση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, και απολήγει να αντιπροσωπεύει μια ιδεολογική και μόνον αναφορά, ενώ η κοινωνική και πολιτική παρέμβαση αδυνατεί, εξ αυτού του λόγου, να διαμορφώσει οργανικές σχέσεις εκπροσώπησης με τμήματα των λαϊκών τάξεων. Με τέτοιες συνολικές, αθροιστικές και μαξιμαλιστικές αναφορές είναι φυσικό να μην είναι εφικτή η κινητοποίηση του λαϊκού παράγοντα, η οποία πραγματοποιείται στο πεδίο των ζωτικών λαϊκών αναγκών και όχι άμεσων στρατηγικών αναφορών.
Ο επαναστατικός ιδεολογισμός, η απουσία κάθε μεταβατικής προγραμματικής κατεύθυνσης, είναι και η βασική αιτία της αδυναμίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και του ΝΑΡ να αποκτήσουν διευρυμένα χαρακτηριστικά κοινωνικής απήχησης και εκλογικής εμβέλειας. Η πολιτική και κοινωνική συσπείρωση των λαϊκών εργαζομένων τάξεων σε μια κινηματική κατεύθυνση δεν μπορεί να γίνει με την αφετηριακή απαίτηση και επίκληση μιας ολόκληρης επαναστατικής πολιτικής προοπτικής, που σωρεύει αθροιστικά το σύνολο των θεωρούμενων ως αναγκαίων στόχων. Αυτή γίνεται στη βάση υλικών ζωτικών κοινωνικών αναγκών καθολικής φύσης (π.χ. αποκατάσταση βασικού μισθού, αποδοχών συλλογικών συμβάσεων, γενικευμένη επιδότηση των ανέργων κλπ.), και στο μέτρο που αυτό επιτυγχάνεται μπορεί να προωθείται συστηματικά και με κλιμάκωση μια πολιτικοποίηση και ριζοσπαστική εμβάθυνση των στόχων. Απεναντίας, ο ιδεολογικός αντικαπιταλιστικός διακηρυκτισμός, που επιδιώκει δια μιας να τροποποιήσει τα πάντα ουσιαστικά αναιρεί οποιαδήποτε υπόσταση του μεταβατικού ριζοσπαστικού προγράμματος.
δ) Οι μόνες πολιτικές δυνάμεις που επιχειρούν να κάνουν σαφή αναφορά σε ένα τέτοιο πρόγραμμα είναι τα σχήματα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς που διαχωρίστηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ τον Αύγουστο 2015, ιδιαίτερα η Λαϊκή Ενότητα και ευρύτερες δυνάμεις. Θέτουν έτσι το ζήτημα ότι εφόσον υπάρξει η αντιπαράθεση και αποχώρηση από τη ζώνη του ευρώ και υιοθετηθεί το εθνικό νόμισμα, και εφόσον πραγματοποιηθεί στάση πληρωμών και διαγραφή του χρέους, καθώς επίσης και δημόσιος έλεγχος του τραπεζικού συστήματος, χρειάζεται να εφαρμοστεί ένα τέτοιο ριζοσπαστικό πρόγραμμα, και μάλιστα σε μια μακροπρόθεσμη σοσιαλιστική κατεύθυνση. Προφανώς η μονοδιάστατη αποχώρηση από το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα (το οποίο δαιμονοποιείται ως η αιτία όλων των δεινών του ελληνικού πληθυσμού, χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψιν και η παράλληλη επενέργεια της κρίσης καπιταλιστικής υπερσυσσώρευσης που έχει προκαλέσει καθολική οικονομική καταστροφή των εργαζομένων τάξεων), από μόνη της δεν αντιπροσωπεύει μια επαναστατική πολιτική, πολύ περισσότερο που αποτελεί επείγον αίτημα των δυνάμεων της γαλλικής, ιταλικής, γερμανικής κλπ. ακροδεξιάς. Περισσότερο αντιπροσωπεύει ένα δημοσιονομικό και νομισματικό πλαίσιο που θεωρείται αναγκαίο και κατάλληλο για την έκρηξη ενός «επενδυτικού μπουμ» και την ανάδειξη μιας «αναπτυξιακής άνοιξης» της εθνικής (κεφαλαιοκρατικής ωστόσο) οικονομίας.
Από εκεί και πέρα εκείνο που προβάλλεται ως μεταβατικό ριζοσπαστικό πρόγραμμα κυρίως έχει να κάνει με την στήριξη της καπιταλιστικής οικονομικής ανάπτυξης και όχι με ριζικές τομές στο πεδίο των αστικών σχέσεων παραγωγής. Δύο κυρίαρχες κατευθύνσεις από αυτή την άποψη είναι εμβληματικές : Η στήριξη των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και η παραγωγική ανασυγκρότηση (ή παραγωγικός μετασχηματισμός επί το αριστερότερον) της ελληνικής οικονομίας. Στην μία περίπτωση δεν πρόκειται για τίποτα άλλο παρά για την χρηματοδοτική υποστήριξη του μικρομεσαίου κεφαλαίου, που αντιπροσωπεύει την μαζική βάση της πυραμίδας της ελληνικής αστικής τάξης, αυτό που μάλιστα λειτουργεί συστηματικά με την εξαγωγή μορφών απόλυτης υπεραξίας, και που έχει ωφεληθεί τα μέγιστα από τις μνημονιακές ρυθμίσεις. Στην άλλη περίπτωση δεν πρόκειται παρά για αναδιαρθρώσεις στο επίπεδο των κλάδων παραγωγής (αγροτικής, βιομηχανικής, υπηρεσιών) εντός των πλαισίων της υφισταμένης καπιταλιστικής λειτουργίας της οικονομίας, δηλαδή για έναν οικονομισμό που θέτει σε προτεραιότητα την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και παραπέμπει στις ελληνικές καλένδες τον μετασχηματισμό των σχέσεων παραγωγής. Άραγε η χρεοκοπία της οικονομικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς βάδιζε προς την αστική της μετάλλαξη, δεν βασίζονταν, και συνεχίζει να έχει σαφή αναφορά στην παραγωγική ανασυγκρότηση και στην στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων ;
Ριζοσπαστικά μεταβατικά οικονομικά ορόσημα
Ποια είναι έτσι τα ορόσημα που στη σημερινή συγκυρία στοιχειοθετούν το ριζοσπαστικό μεταβατικό πρόγραμμα, που είτε έχει εγκαταλειφθεί από την αριστερή τακτική είτε του προσδίδεται ένα εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο, αλλά που είναι ζωτικά αναγκαίο για την οργανική διασύνδεση της τακτικής και στρατηγικής του αριστερού εργατικού κινήματος ;
1)Πρώτα από όλα είναι η άμεση προώθηση (ως αντιπολιτευτικό ή κυβερνητικό πρόγραμμα) μιας ριζικής αναδιανομής εισοδήματος σε βάρος των κερδοφόρων ελληνικών επιχειρήσεων και των εισοδημάτων των ανώτερων μικροαστικών τάξεων. Κι’ αυτό γιατί τα τρία αλλεπάλληλα μνημόνια υπήρξαν το μέσον για την υποβάθμιση της μισθωτής εργασίας, έτσι ώστε να καταστεί «φθηνή, πειθήνια, ελαστικοποιημένη», προκειμένου ο ελληνικός εταιρικός τομέας της οικονομίας να ξεπεράσει τα ζημιογόνα αποτελέσματα που προκαλούσε η κρίση κεφαλαιακής υπερσυσσώρευσης. Κατά συνέπεια η κατάργηση των πολυάριθμων μνημονιακών ρυθμίσεων σημαίνει άμεση αναγκαιότητα επούλωσης των μνημονιακών πληγμάτων στο σώμα της εργαζόμενης κοινωνίας. Για να γίνει αυτό απαιτείται η ευθεία φορολόγηση της καπιταλιστικής κερδοφορίας με συντελεστές της τάξης του 50% – 75%, γιατί ακριβώς αποτελεί τον μηχανισμό απόδοσης κοινωνικής δικαιοσύνης μετά τα επτά χρόνια άγριας εισοδηματικής λιτότητας.
2)Στη συνέχεια η άμεση αποκατάσταση και αύξηση του κατώτατου μισθού καθώς και των αμοιβών των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, με νομοθετική ρύθμιση, όπως ακριβώς και καταργήθηκαν με την Πράξη 6 Υπουργικού Συμβουλίου της 28-Φεβρουαρίου-2012. Γιατί ακόμη και αν αποκατασταθεί η ελεύθερη διαδικασία των συλλογικών διαπραγματεύσεων και συμβάσεων, με το επίπεδο της ανεργίας στο 25%, είναι αδύνατο να συναφθούν συμφωνίες επωφελείς για τους εργαζόμενους, λόγω της απουσίας ευνοϊκών ταξικών συσχετισμών προς όφελος της μισθωτής εργασίας. Άλλωστε συλλογικές συμβάσεις δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν με προωθητικά χαρακτηριστικά για τα εργατικά συμφέροντα, παρά μόνον τότε (δεκαετίες 1970 και 1980) που η ανεργία βρίσκονταν σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα.
3)Κατόπιν η χωρίς όρους και όρια γενικευμένη χορήγηση επιδομάτων ανεργίας σε αξιοπρεπή επίπεδα, με βάση τους αποκαταστημένους μισθούς, για το σύνολο των ανέργων, στο βαθμό που σήμερα μόλις το 10% δικαιούται το γλίσχρο επίπεδο των 350 ευρώ, στο ένα τρίτο του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Γιατί ακόμη και στην περίπτωση μιας κοινωνικής οικονομικής ανάταξης, το επίπεδο της ανεργίας θα μειωθεί σταδιακά, με αποτέλεσμα οι υπολειπόμενοι άνεργοι να έχουν ανάγκη το σταθερό επίδομα ανεργίας. Χωρίς αυτό η εργατική τάξη θα βρίσκεται σε πλήρη συνδικαλιστική και κοινωνική παράλυση εξ αιτίας της διαλυτικής επίδρασης της ανεργίας στον ενεργό εργαζόμενο κόσμο.
4)Ταυτόχρονα νευραλγικής μεταβατικής σημασίας είναι η άμεση ανάδειξη του κοινωνικοποιημένου τομέα της οικονομίας, σε ανταγωνιστική κατεύθυνση με τον καπιταλιστικό εταιρικό τομέα. Αυτός δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει το σύνολο των δημόσιων επιχειρήσεων που έχουν ιδιωτικοποιηθεί, με την επιστροφή τους στη δημόσια κυριότητα και την καθιέρωση της κοινωφελούς τους λειτουργίας, μακράν των προτύπων του κρατικού καπιταλισμού, προσφιλούς σε τμήματα της ελληνικής Αριστεράς. Παράλληλα χρειάζεται να περιλάβει το σύνολο των μεγάλων επιχειρήσεων που έχουν εκκαθαριστεί από την κρίση υπερσυσσώρευσης, την θέση τους σε επαναλειτουργία με δημόσια χρηματοδότηση, την αξιοποίηση της εργασιακής εμπειρίας του απολυμένου προσωπικού και την ένταξη της διάθεσης των προϊόντων και υπηρεσιών τους σε κοινωνικά κυκλώματα εμπορικής διανομής και διάθεσης. Η επιτυχής κοινωνικοποιημένη λειτουργία αυτού το οικονομικού τομέα μπορεί να αποτελέσει ανταγωνιστικό παράγοντα της καπιταλιστικής οικονομίας και δημιουργό σημαντικής ποσότητας θέσεων εργασίας.
5)Η αντικαπιταλιστική παρέμβαση στην εταιρική οικονομία δεν περιορίζεται μόνον στην μεγάλη αναδιανομή εισοδήματος σε βάρος της καπιταλιστικής κερδοφορίας και προς όφελος του κοινωνικού ασφαλιστικού συστήματος, των νοσηλευτικών ιδρυμάτων, των εκπαιδευτικών μηχανισμών κλπ. Καμιά προοδευτική προοπτική δεν μπορεί να διανοιχθεί χωρίς την θεσμική κατοχύρωση των εργατικών συλλογικοτήτων στη λειτουργία των ιδιωτικών επιχειρήσεων, με πάνω από ένα ορισμένο όριο προσωπικού, με δραστικές εξουσίες εργατικού ελέγχου και προώθησης μορφών οριζόντιου καταμερισμού της εργασίας έναντι του ισχύοντος κάθετου και ιεραρχικού καταμερισμού της εξουσίας, της γνώσης, των αρμοδιοτήτων και δεξιοτήτων. Ο εργατικός έλεγχος αντιπροσωπεύει την ασφαλιστική δικλείδα στην πορεία πολιτικής υποκειμενοποίησης της εργατικής τάξης προς την χειραφέτησή της, και αφορά σε όλα τα επίπεδα της επιχειρηματικής λειτουργίας, περιορίζοντας με σαφήνεια την άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του κεφαλαίου.
Πρόκειται για ορισμένα, μεταξύ άλλων, ορόσημα που σηματοδοτούν ένα τακτικό πρόγραμμα ριζοσπαστικού χαρακτήρα, αντικαπιταλιστικής προοπτικής, όπου το καθένα από αυτά επιφέρει αντίστοιχη αντιπαράθεση, ανατροπή, ρήξη με την αστική ταξική κυριαρχία. Η αναδιανομή εισοδήματος αποσκοπεί να καλύψει τις διευρυμένες κοινωνικές ανάγκες των λαϊκών τάξεων και αποσπάται από την ιδιοποιούμενη υπεραξία των ιδιωτικών επιχειρήσεων, η στήριξη των ανέργων με σταθερά επιδόματα ανεργίας γενικευμένης μορφής εξουδετερώνει το ισχυρό όπλο της σημερινής αστικής τάξης για την καταστολή της μισθωτής εργασίας, η επιστροφή των αποκρατικοποιημένων επιχειρήσεων στο δημόσιο και η κήρυξη σε καθεστώς κοινωνικής ιδιοκτησίας των επιχειρήσεων που έχουν κλείσει βάλλει ευθέως κατά του δικαιώματος της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, ο εργατικός έλεγχος περιορίζει δραστικά την απολυταρχία του διευθυντικού δικαιώματος της εργοδοσίας. Μ’ αυτή την έννοια τέτοιου είδους μέτρα, από τη μια πλευρά έχουν βαθειά χαρακτηριστικά κοινωνικής δικαιοσύνης, ενώ από την άλλη πλευρά ανοίγουν έμπρακτους δρόμους για την σοσιαλιστική αναδιοργάνωση και την καθολική χειραφέτηση της εργαζόμενης πλειοψηφίας.
Το λογικώς ζητούμενο είναι η αύξηση της παραγωγικής βάσης της χώρας και (επομένως) η “μεταφορά” της απ’ έξω εντός των συνόρων… που μετρούμε εθνικολογιστικούς δείκτες, καθώς και η καταναλωτική στροφή των πάσης φύσεως επιδομάτων-βοηθημάτων-αμφιβόλων παραγωγικά μισθοδοσιών κλπ στις παραγωγικές ρίζες της χώρας.
Εάν αυτές οι “ρίζες” είναι καπιταλιστικής ή σοσιαλιστικής δομής και δυναμικής, αυτό για το “δένδρο” των ριζών είναι δευτερεύον, αρκεί να ευρίσκονται σε υδροφόρο ορίζοντα.
Σε όλα αυτά ευνοεί αφάνταστα η νομισματοπιστωτική αυτοτέλεια και ο έλεγχος εξόδου κεφαλαίων, καθώς και η ιδεολογική σύνδεση των απαιτήσεων των πολιτών με το αντικείμενο της κοινής τους ιδιοκτησίας… που είναι η χώρα στην οποία είναι πολίτες.
Εκεί εμφανίζεται η υπολογιστικά καταλυτική δύναμη των πηλίκων προκειμένου να καταλογισθούν εισοδήματα.
Η γέφυρα μεταξύ του ανταγωνιστικού καπιταλισμού και του ανθρωπιστικού κοινωνισμού είναι ο συνεταιρισμός.
Ποιό απτό δεν γίνεται.
Εάν προηγείται η καθολική αναδιάταξη των παραγωγικών σχέσεων και θέσεων, κάτι τέτοιο είναι μια αναδομική αντιμετώπιση των προβλημάτων της παγκόσμιας κοινωνίας δι΄άλλων κριτηρίων, όχι κατ΄ανάγκην ποσοτικών, και έτσι εκφεύγει αυτών.