Το 1938, ο Αντρέ Μπρετόν (θεμελιωτής του σουρεαλισμού), σε μια επίσκεψή του στο Μεξικό για διαλέξεις, δεν έχασε την ευκαιρία να συναντήσει τον Τρότσκι, ο οποίος είχε καταφύγει εκεί μετά την εκδίωξή του από τον Στάλιν, και τον οποίο φιλοξενούσαν οι ζωγράφοι Ντιέγκο Ριβιέρα και Φρίντα Κάλο.
Ο Μπρετόν μίλησε με απεριόριστο θαυμασμό για τον Τρότσκι γιατί στο πρόσωπό του έβλεπε τον εκφραστή των αυθεντικών επαναστατικών ιδεών που ο σταλινισμός είχε αμαυρώσει, και τον άνθρωπο που «τα έργα του κάνουν κάτι περισσότερο από το να διδάσκουν –παροτρύνουν τον άνθρωπο να υψώσει το ανάστημά του. […] Τον έβλεπα να στέκεται όρθιος, ανάμεσα στους αισχρά σφαγμένους συντρόφους του, μόνος αυτός θύμα στη μνήμη των τεσσάρων παιδιών του που δολοφονήθηκαν» [σημ.: τα τρία είχαν δολοφονηθεί, ενώ η Νίνα είχε αυτοκτονήσει, Δ.Κ.].
Στις συνομιλίες τους, ο Μπρετόν μεταξύ άλλων ανέπτυξε στον Τρότσκι τις Θέσεις του για τον Σουρεαλισμό, την διατήρηση της ελευθερίας και της ακεραιότητας της καλλιτεχνικής δημιουργίας, ώστε η τέχνη «να συνεχίζει να είναι ένας σκοπός» και «να μην καταντάει με κανένα πρόσχημα ένα μέσον» στη βάση πολιτικών σκοπιμοτήτων. Η Τέχνη είναι η ίδια αυτοσκοπός, έλεγε ο Μαγιακόφσκι.
Ο Τρότσκι, συμφωνούσε με τον Μπρετόν για την πλήρη αποδέσμευση της τέχνης και του καλλιτέχνη από κάθε μορφή καταναγκασμού. Έτσι, κατέληξαν στη συμφωνία για την έκδοση ενός Μανιφέστου, με τον τίτλο: «Για μία ανεξάρτητη επαναστατική τέχνη», το οποίο δόθηκε στην δημοσιότητα, στις 25 Ιούλη 1938. Το Μανιφέστο, προκάλεσε μεγάλο θόρυβο στους κύκλους της αριστερής καλλιτεχνικής διανόησης σε όλο τον κόσμο, η πλειοψηφία της οποίας ήταν σταλινική και ασπαζόταν το δόγμα του Ζντάνοφ περί «σοσιαλιστικού ρεαλισμού» και «στρατευμένης τέχνης».
Όμως, η τέχνη από τη φύση της λειτουργεί απελευθερωτικά, γι’ αυτό ενέχει επαναστατικά στοιχεία. Δεν υποτάσσεται και δεν χειραγωγείται, διότι τότε παύει να είναι τέχνη. Υπό αυτή την έννοια πρέπει να είναι πλήρως ανεξάρτητη. Μάλιστα, εν δυνάμει όλοι/-ες είμαστε καλλιτέχνες. Είτε ζωγραφίζουμε είτε κοιτάμε ζωγραφιές, είτε τραγουδάμε είτε συνθέτουμε μουσική, είτε χορογραφούμε είτε χορεύουμε, είτε βλέπουμε μια παράσταση είτε είμαστε σκηνοθέτες, είτε διαβάζουμε ποίηση και λογοτεχνία είτε γράφουμε.
Βέβαια, εδώ τίθεται ένα ερώτημα. Όταν μιλάμε για επαναστατική τέχνη δεν είναι σαν να προσπαθούμε πάλι να καθοδηγήσουμε την τέχνη σε συγκεκριμένη κατεύθυνση; Δεν μοιάζει κάτι σαν τη «στρατευμένη τέχνη»;
Και όμως. Σε μια εποχή, όπως αυτή που γράφτηκε το «Μανιφέστο», με βαριά τη σκιά του σταλινισμού πάνω στο χώρο της τέχνης, και μάλιστα στο όνομα του κόμματος και της επανάστασης, αποτέλεσε «ένα μνημείο υψηλής πνευματικότητας και θαρραλέας πολιτικής πράξης», όσον αφορά την ανεξάρτητη φύση της τέχνης και το ρόλο του καλλιτέχνη σε ένα μετεπαναστατικό κράτος. Κι αυτό περιγράφεται στο «Μανιφέστο»: «Αν για την ανάπτυξη των υλικών παραγωγικών δυνάμεων η επανάσταση είναι υποχρεωμένη να εγκαθιδρύσει ένα σοσιαλιστικό καθεστώς συγκεντρωτικής σχεδιοποίησης, για την πνευματική δημιουργία πρέπει εξαρχής να θεμελιώσει και να εξασφαλίσει ένα αναρχικό καθεστώς πνευματικής ελευθερίας. Καμιά επιβολή, κανένας καταναγκασμός, ούτε το παραμικρό ίχνος διαταγής!».
Επίσης, ενδιαφέρουσα είναι η σύνδεση που κάνει το «Μανιφέστο», με την ψυχανάλυση. «Ο μηχανισμός της εξιδανίκευσης, που παραπέμπει σ’ αυτή τη περίπτωση [δηλαδή, η ορμή, η οποία αντιπερισπάται προς ένα νέο μη σεξουαλικό αντικείμενο-σκοπό, και κυρίως προς την καλλιτεχνική δραστηριότητα και την πνευματική εργασία, σ.σ.-Δ.Κ.] και που η ψυχανάλυση έφερε στο φως, έχει σαν σκοπό να αποκαταστήσει τη διαταραχθείσα ισορροπία ανάμεσα στο σύμφυτο ‘’εγώ’’ και στα απωθημένα στοιχεία. Αυτή η αποκατάσταση της ισορροπίας καταλήγει στο κέρδος του ‘’ιδανικού εγώ’’, που υποκινεί κατά της ανυπόφορης σύγχρονης πραγματικότητας τις δυνάμεις του εσωτερικού κόσμου, του ‘’εαυτού’’,…». Και αυτή δεν είναι άλλη, από την «ανάγκη της χειραφέτησης του ανθρώπου».
Εφέτος, 80 χρόνια μετά την πρώτη δημοσίευση, του «Μανιφέστου», εξακολουθεί να αποτελεί ένα καλό κείμενο για συζήτηση, και ιδιαίτερα για τους κινδύνους που ελλοχεύουν από τα παρακμιακά φαινόμενα που υπάρχουν και που θέτουν σε κίνδυνο τον παγκόσμιο πολιτισμό, ο οποίος «παραπαίει από την απειλή αντιδραστικών δυνάμεων οπλισμένων με την πιο σύγχρονη τεχνική».