Το ιταλικό δημόσιο χρέος: η απάτη στο τραπέζι μας

3221
χρέος

Σύμφωνα με τους τεχνοκράτες, τις πολιτικές ελίτ και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, η ιλιγγιώδης αύξηση του δημόσιου χρέους της Ιταλίας – 2.217,7 δις στις 31η Δεκεμβρίου του 2016 – εξαρτάται από το γεγονός ότι όλες και όλοι μας εδώ και δεκαετίες ζούμε πάνω από τις δυνατότητές μας. Η ιστορική ανάλυση όμως των δεδομένων μας δείχνει μια πραγματικότητα πολύ διαφορετική από αυτή της κυρίαρχης αφήγησης. Προτείνουμε ένα κεφάλαιο από το βιβλίο «Dacci oggi il nostro debito quotidiano Strategie dell’impoverimento di massa» του Marco Bersani (DeriveApprodi).
Ο φαύλος κύκλος του χρέους μεταξύ ιδεολογίας και πραγματικότητας
Στις 31 Δεκεμβρίου 2016, το ιταλικό δημόσιο χρέος ανήλθε σε 2.217.7 δισεκατομμύρια, με αναλογία χρέους/ΑΕΠ 132,8%. Πρόκειται, παρά τις διακηρύξεις όλων των κυβερνήσεων περί της απόλυτης προτεραιότητας της μείωσης του δημόσιου χρέους, για μια συνεχή άνοδο που, η οποία   μεσοπρόθεσμα, αντιστοιχεί σε αύξηση 30 εκατοστιαίες μονάδες του δείκτη χρέους/ΑΕΠ κατά τα τελευταία 10 χρόνια (102,7% τέλη του 2006).
Ως συνήθως, από τη στιγμή που βασικό στοιχείο στη σχέση πιστωτή/οφειλέτη είναι η ενοχοποίηση του  τελευταίου, οι εξηγήσεις που δίνουν οι τεχνοκράτες, οι πολιτικές ελίτ και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης για την αύξηση του δημόσιου χρέους είναι ότι για δεκαετίες όλες και όλοι μας έχουμε ζήσει πάνω από τις δυνατότητές μας και συνεχίζουμε να το κάνουμε, ξοδεύοντας και σπαταλώντας πόρους, αντί να συνειδητοποιήσουμε πως το πάρτυ τελείωσε εδώ και καιρό.
Τα ίδια επιχειρήματα αναπαράγονται σε ευρωπαϊκή κλίμακα, προσλαμβάνουν περίπου ρατσιστικά χαρακτηριστικά σχετικά με την αναποτελεσματικότητα και την απροθυμία στην παραγωγικότητα των λατίνων και των μεσογειακών λαών (αποκτά ενδιαφέρον, από την άποψη αυτή, να δούμε πώς θα επαναπροσδιοριστεί εθνικό-ηθικά ο Φινλανδικός λαός, ο οποίος αντιμετωπίζει τηρουμένων των αναλογιών, τη βαθύτερη ύφεση στην ιστορία του).
Ωστόσο, εάν το χρέος δεν ήταν μια αφήγηση ιδεολογική, θα αρκούσε μια απλή ματιά σε προγενέστερα και τρέχοντα στοιχεία για να κατανοήσουμε πώς η πραγματικότητα είναι πάντα πολύ διαφορετική από αυτή που παρουσιάζεται από τις κυρίαρχες ελίτ.
Ας εξετάσουμε λοιπόν τα στοιχεία, ξεκινώντας από ένα ερώτημα: το δημόσιο χρέος της Ιταλίας υπήρξε πάντοτε υψηλό και ως ποιο βαθμό ήταν «ανεξέλεγκτο»;
Αν είναι αλήθεια ότι σήμερα, με τα 2.217,7 δισεκατομμύρια, είμαστε στην τρίτη θέση στην κατάταξη σε απόλυτες τιμές δημόσιου χρέους στον πλανήτη (μετά τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία), αλλά και σε πολύ καλή θέση στο δείκτη κατάταξης χρέους/ΑΕΠ, το πρώτο που μπορούμε να διαβεβαιώσουμε είναι πώς η κατάσταση του χρέους μας δεν ήταν πάντα αυτή και πώς, με την πάροδο των δεκαετιών, έχει ακολουθήσει μια ενδιαφέρουσα κυμαινόμενη τάση.
Για παράδειγμα, αναλύοντας τα δεδομένα από το 1960 [1], ανακαλύπτουμε πως από το έτος εκείνο έως το 1981, η σχέση χρέους/ΑΕΠ της Ιταλίας ήταν σταθερά κάτω από το 60% (δηλαδή, κάτω από το όριο – από επιστημονική άποψη εντελώς αυθαίρετο – που πιστοποιεί την υγεία μιας οικονομίας σύμφωνα με τους τεχνοκράτες του Fiscal Compact).
Η πρώτη και μεγαλύτερη ανατροπή λαμβάνει χώρα κατά την περίοδο 1981-1994, όταν η σχέση χρέους/ΑΕΠ εκτοξεύεται από το 58.46% (1981) στο 121.84% (1994).
Ποια ήταν τα αίτια αυτης της ανόδου +5% ετησίως;
Η εξήγηση των ελίτ για την υπέρβαση των δημοσίων δαπανών δεν αντέχει τη σύγκριση με την πραγματικότητα: όντως χωρίς τους τόκους για το χρέος – η δημόσια δαπάνη αυξήθηκε από 42,1% του ΑΕΠ το 1984 – 42,9% το 1994, Για την ίδια περίοδο, ο ευρωπαϊκός μέσος όρος σημείωσε αύξηση 45,5 με 46,6% και στην ευρωζώνη 46,7 έως 47,7%.
Όπως μπορείτε να δείτε, οι δημόσιες δαπάνες στην Ιταλία, τόσο σαν συνολικό ποσοστό όσο και σαν ποσοστό αύξησης παραμένει σταθερά σε χαμηλότερο επίπεδο από ότι στην υπόλοιπη ΕΕ και της ευρωζώνης.
Και αν οι δημόσιες δαπάνες στην Ιταλία λεηλατήθηκαν περαιτέρω από την πολιτικό-οικονομική διαφθορά και μαζική φοροδιαφυγή, αυτό είχε σαν αποτέλεσμα μόνο να χειροτερέψει τις συνθήκες διαβίωσης των ευάλωτων στρωμάτων του πληθυσμού, που πολλά μπορούμε να τους καταλογίσουμε, αυτά τα χρόνια, αλλά όχι σπατάλη.
Τι συνέβη λοιπόν στη δεκαετία της κατακόρυφης αύξησης του δημόσιου χρέους;
Ένα διαζύγιο ιταλικά
Στις 12 Φεβρουαρίου 1981, ο τότε υπουργός Οικονομικών, Beniamino Andreatta, με επιστολή του στον διοικητή της Τράπεζας της Ιταλίας, Carlo Azeglio Ciampi προτείνει την ανεξαρτησία της Τράπεζας της Ιταλίας, ή το λεγόμενο διαζύγιο μεταξύ της Τράπεζας της Ιταλίας και του Υπουργείου Οικονομικών. Η απάντηση του διοικητή ήταν θετική – χωρίς καμία άλλη θεσμική παρέμβαση – ξεκίνησε μια νέα πορεία.
Για να κατανοήσουμε την ανατρεπτική σημασία αυτού του διαζυγίου, πρέπει να κατανοήσουμε την ουσία του γάμου. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, όταν η πολιτεία εξέδιδε ομόλογα για τη χρηματοδότηση της, η Τράπεζα της Ιταλίας παρείχε εγγύηση με σκοπό να αγοραστούν σε προκαθορισμένο επιτόκιο τα προς πώληση ομόλογα. Αυτό επέτρεπε στο κράτος να εκδίδει ομόλογα με χαμηλό επιτόκιο και να πωλούνται όλα, σφραγίζοντας την πόρτα σε κάθε πιθανή κερδοσκοπία.
Με το διαζύγιο όλα αλλάζουν και πλέον χωρίς το αλεξίπτωτο της Κεντρικής Τράπεζας για τα προς διάθεση ομόλογα, το κράτος αναγκαστικά εκδίδει τίτλους, των οποίων η πώληση για να ολοκληρωθεί, αναγκαζεται να αποδεχτεί υψηλά επιτόκια.
Από εκείνη τη στιγμή η ιταλική κυβέρνηση άρχισε να καταβάλει τόκους υψηλότερους από το ποσοστό του πληθωρισμού και το δημόσιο χρέος άρχισε να μεγεθύνεται δραματικά.
Από το διαζύγιο το 1981 και μετά, το ιταλικό κράτος για τη χρηματοδότηση των αναγκών του, αφέθηκε στις διαθέσεις των ιδιωτικών χρηματοδοτικών ιδρυμάτων και της χρηματοοικονομικής κερδοσκοπίας, αυτός είναι και ο κύριος λόγος που εκτοξεύθηκε το δημόσιο χρέος της Ιταλίας
Από την άλλη για μια ακόμη φορά είναι οι αριθμοί που θα πετάξουν στα σκουπίδια τις ιδεολογικές αφηγήσεις: πραγματικά από το, 1980-2007 το ιταλικό κράτος έχει συνάψει 1.335.54 δισ. χρέους, για τα οποία πλήρωσε  1.740.24 δισ. τοκοχρεολύσια.
Θέλοντας να κάνουμε μια σύγκριση μεταξύ της περιόδου 1960-1980 και της περιόδου 1981-2007, ενώ κατά την πρώτη το κράτος πλήρωνε επιτόκια κάτω από τον πληθωρισμό, τη δεύτερη καταβλήθηκαν κατά μέσο όρο 4,2% υψηλότερα επιτόκια του ποσοστού του πληθωρισμού.
Τα δεδομένα αυτά επαληθεύονται επίσης και από την ανάλυση του ετήσιου κρατικού προϋπολογισμού: από το 1990-2015, με εξαίρεση το 2009, κάθε χρόνο η Ιταλία παρουσίαζε  πρωτογενή πλεονάσματα, δηλαδή είχαμε συνεχώς περισσότερα έσοδα από ότι δαπάνες και με συνολική διαφορά, για την υπό εξέταση περίοδο, άνω των 700 δισεκατομμυρίων.
Με άλλα λόγια, οι πολίτες έχουν πλήρωσαν στο κράτος 700 δισεκατομμύρια περισσότερα από αυτά επωφελήθηκαν με τη μορφή της παροχής των υπηρεσιών. Και, παρά το γεγονός αυτό, το δημόσιο χρέος έχει αυξηθεί, χάρη στο φαύλο κύκλο των τόκων του χρέους.
Η κοινωνικοποίηση των απωλειών
Με την κρίση του 2008, η απάτη του δημοσίου χρέους μετατρέπεται σε πραγματική παγίδα. Η κρίση, που ξέσπασε στις Ηνωμένες Πολιτείες μετά την φούσκα των ενυπόθηκων δανείων υψηλού κινδύνου επηρέασε άμεσα το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα και με ιδιαίτερη ένταση χτύπησε τις ευρωπαϊκές τράπεζες.
Το δημόσιο σχέδιο διάσωσης των ιδιωτικών τραπεζών στην Ευρώπη κατά την περίοδο 2008-2011 είχε σαν συνέπεια να φορτωθούν οι κρατικοί προϋπολογισμοί με τουλάχιστον 2.000 δισεκατομμύρια ευρώ, επιδεινώνοντας περαιτέρω το πρόβλημα του δημόσιου χρέους (κυρίως τη σχέση χρέους/ΑΕΠ), και στη συνέχεια να το μετατρέψει στο βασικό μοχλό πίεσης για να εμβαθύνει τις πολιτικές λιτότητας, την εργασιακή ανασφάλεια, την ιδιωτικοποίηση του κοινωνικού κράτους και την εμπορευματοποίηση των δημοσίων αγαθών.
Από το 2008 πραγματοποιείται μια μεγάλη μεταφορά από το ιδιωτικό χρέος στο δημόσιο, με αποτέλεσμα να αυξάνει το τελευταίο με ρυθμό επιταχυνόμενο. Αν το 2007 το δημόσιο χρέος στην ευρωζώνη αναλογούσε στο 25% του ΑΕΠ το 2014 έφτασε στο 94% ( κατά την ίδια περίοδο στις ΗΠΑ αυξήθηκε από το 55% σε πάνω από 100%). Στην πραγματικότητα, μετά από δεκαετίες νεοφιλελεύθερης μέθης εστιασμένης στην ελεύθερη αγορά και τις ιδιωτικοποιήσεις, τα κράτη έσωσαν την οικονομία της αγοράς χρεώνοντας το λογαριασμό στα ασθενέστερα στρώματα του πληθυσμού, σύμφωνα με το κλασικό μοτίβο «ιδιωτικοποιούνται τα κέρδη και κοινωνικοποιούνται οι ζημίες» .
Στην Ιταλία, αυτή τη διαδικασία καθιερώθηκε με κάποιες ιδιαιτερότητες, καθώς το δημόσιο χρέος ήταν ήδη υψηλό και – για πολλά χρόνια – δεν ήταν δυνατόν να το επιβαρύνουν επιπλέον για την αντιμετώπιση της κρίσης. Το δημόσιο χρέος της Ιταλίας, παρόλα αυτά, αυξήθηκε ως αποτέλεσμα της κατάρρευσης του ΑΕΠ λόγω της παγκόσμιας κρίσης.
Αυτό που πραγματικά δεν ισχύει είναι η κυρίαρχη θεώρηση βάση της οποίας το χρέος θα λειτουργήσει ως μοχλός οικονομικής ανάπτυξης, κατόπιν η τελευταία θα απορροφήσει το χρέος.
Όπως τόνισε ο Luca Ricolfi, μελετώντας τις οικονομίες των 22 χωρών που, από την αρχή, ήταν μέλη του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ): «(…) καθ ‘όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου – από 1960 έως σήμερα – το αποτέλεσμα είναι σαφές: σε κάθε δεκαετία ο ρυθμός μεγέθυνσης της οικονομίας μειώνεται σχεδόν κατά 1 εκατοστιαία μονάδα (από +4% κατά τη διάρκεια της δεκαετίας «60’70, έως +3% της δεκαετίας του ’70 και του ’80, στο +2% 1980-2000 σε δύο δεκαετίες, φτάνοντας στο +1% την πρώτη δεκαετία της νέας χιλιετίας)»[2].
Αν αυτά είναι τα δεδομένα, φαντάζει ως καθαρή επιστημονική φαντασία η πίστη πως η οικονομική ανάπτυξη αποτελεί τη λύση στο πρόβλημα του χρέους όπως προτείνει Carlo Cottarelli (πρώην υπεύθυνος του ελέγχου των δαπανών της κυβέρνησης) υπολογίζοντας μια σταθερή αύξηση του 3% ετησίως για να μπορέσει η αναλογία χρέους/ΑΕΠ της χώρας μας ώστε να κατέβει το 2035 από το σημερινό 132% έως 75% [3].
Εν τω μεταξύ, έφτασε ο καιρός και για τη χώρα μας να διαθέσει τη δημόσια περιουσία για να θεραπεύσει τις αποτυχίες των ιδιωτικών τραπεζών: στα τέλη Δεκεμβρίου 2016, εγκρίθηκε με κατεπείγουσα διαδικασία και από τα δύο σώματα του Κοινοβουλίου*, το Υπουργείο Οικονομικών έχει θεσπίσει ένα δίκτυο δημοσίων εγγυήσεων (θα επιβαρύνουν, αν χρησιμοποιηθούν, το δημόσιο χρέος) ύψους 20 δισεκατομμύρια ευρώ για παροχή ρευστότητας σε 6 τραπεζες, για καθεμιά απο αυτές εκκρεμούν δικαστικές έρευνες και όλες έφτασαν στην πτώχευση λόγω αθέμιτων κερδοσκοπικών δράσεων για δεκαετίες, χωρίς κανένα έλεγχο. Θα σωθούν λοιπόν  από τους πολίτες  οι Monte dei Paschi di Siena, Cariferrara, Banca Marche, Banca Etruriaκαι, μετά την ξαφνικά γενναιόδωρη έγκριση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επίσης οι Popolare di Vicenza και Veneto Banca.
Ο φαύλος κύκλος συνεχίζεται και παγιδεύει την κοινωνία, έως ότου η τελευταία να πάρει τη μόνη δυνατή διέξοδος: να αμφισβητήσει εκ βάθρων την κυρίαρχη αφήγηση για το χρέος. Δίχως ναι μεν αλλά
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλ. Https://keynesblog.com/2012/08/31/le-vere-cause-deldebito-pubblico-italiano/.
2. Luca Ricolfi, L’ enigma della crescita, Mondadori, Μιλάνο 2014.
3. Carlo Cottarelli, Il macigno  Feltrinelli, Μιλάνο 2016.
* Στην Ιταλία το κοινοβουλευτικό σύστημα αποτελείται από δύο ανεξάρτητα κοινοβούλια τη βουλή των Αντιπροσώπων  και τη Γερουσία(σημ. μετ.)\
*Πηγή: micromega-online, Αναδημοσίευση: sxedio-b.gr
**Μετάφραση Μουρατίδης Γιώργος

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας