Του Κώστα Ράπτη*
Ποιο είναι το αποτύπωμα που πρόκειται να αφήσει στις διεθνείς σχέσεις και στους γεωπολιτικούς συσχετισμούς ο Ντόναλντ Τραμπ ως πρόεδρος των ΗΠΑ;
Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, θα πρέπει πρώτα να διευκρινιστεί, δεδομένης της σύγχυσης που έσπειρε η προεκλογική περίοδος, το έτερο ερώτημα, “ποιος είναι ο πραγματικός Ντόναλντ Τραμπ;“. Αλλά επ’ αυτού τα πράγματα σύντομα θα αποσαφηνιστούν με την ανακοίνωση των ονομάτων των στενότερων συνεργατών και των κυριότερων υπουργών του. Αν τα “δοκιμασμένα” πρόσωπα έχουν προβεβλημένο ρόλο, πολλώ δε μάλλον αν βρουν τον δρόμο της επιστροφής στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα επιφανείς φιγούρες του νεοσυντηρητισμού που είχαν αποστατήσει προς τη Χίλαρι Κλίντον, θα ξέρουμε ότι ο Ντόναλντ Τραμπ, που ούτε λίγο ούτε πολύ απειλούσε να κατεδαφίσει τη μεταπολεμική τάξη πραγμάτων καταφερόμενος κατά των διεθνών εμπορικών συμφωνιών και αμφισβητώντας τη χρησιμότητα του ΝΑΤΟ, δεν ήταν παρά ένας προεκλογικός προβοκάτορας. Σε κάθε περίπτωση, το σενάριο της “συνέχειας” έχει περισσότερες πιθανότητες επικράτησης από της “ρήξης” με τις έως τώρα ακολουθούμενες πολιτικές.
Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΩΝ «ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΧΑΟΥΣ»
Ένας άλλος τρόπος για να προσεγγίσουμε το ζήτημα είναι θέτοντας το ερώτημα “ποια χώρα παραλαμβάνει από τον Ομπάμα ο Ντόναλντ Τραμπ;“, ώστε να αντιληφθούμε τις προτεραιότητες και τα περιθώρια κίνησής του. Παραλαμβάνει, λοιπόν, μια χώρα της οποίας το χρέος έχει εκτιναχθεί στα 19 τρισ. δολάρια και το έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου έναντι της Κίνας και της Ευρώπης δεν μοιάζει αντιστρέψιμο. Παραλαμβάνει μια χώρα της οποίας η θέση στην κορυφή της παγκόσμιας κατάταξης ευημερίας εξαρτάται από την ικανότητά της να ρυθμίζει το διεθνές τοπίο (και όχι από κάποια φαντασιακή οχύρωση πίσω από τις δικές της δυνάμεις). Παραλαμβάνει, επίσης, μια χώρα με τις μεγαλύτερες και δαπανηρότερες ένοπλες δυνάμεις στον κόσμο, αλλά με όλο και λιγότερεςστρατιωτικές επιλογές στις τρέχουσες κρίσεις, αφενός διότι οι χερσαίες επεμβάσεις έχουν γίνει μετά την εμπειρία του Ιράκ πολιτικά απαγορευτικές, αφετέρου διότι η Ρωσία έχει επιτύχει την ασύμμετρη μόχλευση των δικών της, πολύ μικρότερων δυνάμεων, με τον εξοπλιστικό της εκσυγχρονισμό (ο οποίος, λ.χ., έχει καταστήσει αδιαπέραστο τον συριακό εναέριο χώρο και πρόκειται μέχρι τέλος της δεκαετίας να κάνει το ίδιο και με τον ρωσικό, ανατρέποντας, έτσι, αντικειμενικά την πυρηνική “ισορροπία τρόμου“). Παραλαμβάνει, επίσης, μιαν υπερδύναμη η οποία σε περιοχές κρίσιμες, όπως η Μέση Ανατολή, έχει επί μακρόν αρκεστεί σε “πολιτικές χάους“, χωρίς τη δυνατότητα ή την επιθυμία σταθεροποίησής τους, εξυπηρετώντας ταυτόχρονα τις πιο αντιφατικές πολιτικές (π.χ., αλλαγή καθεστώτος στη Δαμασκό και καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους) και στηριζόμενη σε όλο και πιο δύστροπους συμμάχους.
ΔΕΝ ΠΡΟΒΛΕΠΕΤΑΙ ΜΗΝΑΣ ΜΕΛΙΤΟΣ
Μένει, συνεπώς, να φανεί τι θα απομείνει από τον προεκλογικό λόγο του Τραμπ υπέρ μιας ορισμένηςεπιστροφής στον προστατευτισμό και στον έλεγχο των συνόρων, υπέρ της ενίσχυσης των εξοπλισμών, υπέρ μιας πιο αποφασιστικής στάσης κατά του τζιχαντισμού και μιας λιγότερο συγκρουσιακής σχέσης με τη Ρωσία, υπέρ μιας σκληρότερης οικονομικής διαπραγμάτευσης με την Κίνα ή υπέρ της μετακύλισης περισσότερων βαρών στους νατοϊκούς συμμάχους.
Βαθύτερα, το ερώτημα είναι αν η Ουάσινγκτον αποκτά επίγνωση του τέλους της μονοκρατορίας της και διαπραγματεύεται ή όχι μια πιο συνεργατική σχέση με άλλες δυνάμεις που αναπόφευκτα κατακτούν χώρο.
Είναι αλήθεια ότι η Μόσχα, από το πρώτο 24ωρο, έσπευσε να εκφράσει τα συγχαρητήριά της στον νέο ένοικο του Λευκού Οίκου, με το επιτελείο του οποίου συνομιλούσε, όπως αποκαλύφθηκε, και προεκλογικά. Όμως, “μήνας του μέλιτος” δεν προβλέπεται και ο Ρώσος υφυπουργός Εξωτερικών τόνισε χαρακτηριστικά ότι “από τη νέα αμερικανική κυβέρνηση δεν αναμένουμε κάτι ιδιαίτερο“. Ο ίδιος ο Τραμπ θα είναι προσεκτικός απέναντι στις κατηγορίες της “εφεκτικότητας προς το Κρεμλίνο” και, άλλωστε, οι στρατηγικές διαφορές Μόσχας-Ουάσινγκτον σε σειρά ζητημάτων δεν θα διαγραφούν.
Μάλιστα, στο κυριότερο μέτωπο όπου δοκιμάζονται τη στιγμή αυτή οι ρωσοαμερικανικές σχέσεις, δηλαδή στη συριακή κρίση, δοκιμάζονται ήδη τετελεσμένα με την έναρξη της επιχείρησης ανακατάληψης της Ράκκα από τους Κούρδους και Άραβες μαχητές με αμερικανική υποστήριξη. Επίδικο εδώ δεν είναι μόνο η κατάκτηση του “επάθλου” της συντριβής των τζιχαντιστών από τον αποχωρούντα Μπαράκ Ομπάμα, αλλά και η διαιώνιση της διαίρεσης της Συρίας, με αιφνιδιασμό της Ρωσίας.
Η ΑΣΥΜΜΕΤΡΙΑ ΕΓΓΥΑΤΑΙ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ
Με τους Ευρωπαίους συμμάχους, πάλι, ο Τραμπ θα δυσκολευτεί να μιλήσει κοινή γλώσσα και είναι πολύ πιθανό να υιοθετήσει πιο πιεστική στάση όχι μόνο σε θέματα αμυντικών δαπανών, αλλά και οικονομικής διακυβέρνησης. Είναι, δε, μεγάλο ερώτημα το αν θα επιμείνει στην ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων για τη συμφωνία TTIP.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες κατεξοχήν ενδύονται τον μανδύα της “πολιτικής ορθότητας” που αντιμετωπίζει τον Τραμπ ως οριακά αποδεκτό. Όμως τα γεωπολιτικά βάρη στις δύο άκρες του Ατλαντικού είναι εξαιρετικά δυσανάλογα και η Ευρώπη, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, θα συμμορφωθεί.
Μια ιδιαίτερη πτυχή αποτελεί η αμερικανο-βρετανική σχέση, η οποία πρακτικά είναι πλέον ανύπαρκτη– σε σημείο τέτοιο ώστε η κυβέρνηση Μέι να στρέφεται στον Νάιτζελ Φαράζ ως ανεπίσημομεσολαβητή προς το επιτελείο Τραμπ. Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος, πάντως, προσκάλεσε τη Βρετανίδα πρωθυπουργό να επισκεφθεί τις ΗΠΑ “το ταχύτερο” – όμως οι πιέσεις προς το Λονδίνο να τερματίσει τον συναλλαγματικό πόλεμο με την υποβάθμιση της στερλίνας δεν θα αργήσουν.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΣΙΑΤΙΚΗΣ «ΣΤΡΟΦΗΣ»;
Ίσως η κρισιμότερη σχέση που θα έχει στην πραγματικότητα να διαχειριστεί ο Τραμπ να είναι με την Κίνα. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αμερικανικές Πολιτείες που υπέστησαν τις μεγαλύτερες απώλειες θέσεων εργασίας από τον κινεζικό ανταγωνισμό (αθροιστικά 2 εκατομμύρια) είναι και αυτές που γνώρισαν τη μεγαλύτερη πολιτική πόλωση.
Παρά την προεκλογική ρητορική του, οι Κινέζοι ιθύνοντες δεν είναι απίθανο να επιχαίρουν με την εκλογή του Τραμπ, καθώς δεν λησμονούν, σε φάση που τα θέματα ασφαλείας αποσπούν όλο και περισσότερο το ενδιαφέρον τους, ότι η Κλίντον ήταν η αρχιτέκτονας της αμερικανικής “στροφής” (Pivot) προς την Ασία, δηλαδή της στρατιωτικής περικύκλωσης της Κίνας. Από την άλλη, το κυριότερο βήμα προόδου στις σινοαμερικανικές σχέσεις επί Ομπάμα, η συμφωνία για τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, τίθεται τώρα εν αμφιβόλω. Το πώς, δε, ο Τραμπ θα τετραγωνίσει, χωρίς κινεζική συνεργασία και άφθονες αγορές αμερικανικών ομολόγων, της υπεσχημένης στροφής από τη νομισματική στη δημοσιονομική διευκόλυνση, με ενίσχυση των δημόσιων επενδύσεων, διατήρηση των στρατιωτικών δαπανών, αλλά και μείωση των φόρων, είναι μια άλλη μεγάλη συζήτηση…
Η ΤΟΥΡΚΙΑ ΕΠΙΔΙΩΚΕΙ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΧΕΣΕΩΝ
Ο Ταγίπ Ερντογάν προσβλέπει σε ένα “νέο ξεκίνημα” με τις ΗΠΑ. Και ο πρωθυπουργός του, Μπιναλί Γιλντιρίμ, εξήγησε ότι κεντρικό στοιχείο αυτού του νέου ξεκινήματος θα μπορούσε να είναι η έκδοση του ιεροκήρυκα Φετουλάχ Γκιουλέν. Είναι αμφίβολο αν ο Τραμπ σκοπεύει να είναι τόσο “ρηξικέλευθος”, όμως ο Ερντογάν είχε την ευκαιρία να πάρει μια γεύση των προθέσεων, καθώς συμπεριλήφθηκε στους λίγους διεθνείς ηγέτες που είχαν τηλεφωνική επικοινωνία με τον αυριανό πρόεδρο το πρώτο 24ωρο μετά τις αμερικανικές εκλογές.
Προεκλογικά, ο Τραμπ βρέθηκε σε μια πρώιμη φάση να “καρφώνει” την Άγκυρα για τις σχέσεις της με το Ισλαμικό Κράτος, ωστόσο απέφυγε επιδεικτικά να καταδικάσει τις εκτροπές του καθεστώτος Ερντογάν μετά την αποτυχία του θερινού πραξικοπήματος. Αυτό εκτιμήθηκε ιδιαίτερα στην Άγκυρα – όχι, όμως, και ο δηλωμένος “θαυμασμός” του τότε υποψηφίου των Ρεπουμπλικανών για τους Κούρδους μαχητές του PYD, αδελφής οργάνωσης του PΚΚ στη Συρία. Μάλιστα, ο Tραμπ υποστηρίζει ότι μπορεί να τετραγωνίσει τον κύκλο, δηλαδή να καθίσει Τουρκία, Συρία και Κούρδους στο ίδιο τραπέζι.
ΤΙ ΟΔΗΓΗΣΕ ΣΤΟ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟ ΕΚΛΟΓΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ
Αναρωτιόταν ο κεντρικός ήρωας στους “Τρελούς Παραγωγούς” του Μελ Μπρουκς: “Τα είχα προσέξει όλα! Είχα το λάθος έργο, τον λάθος σκηνοθέτη και τον λάθος θίασο. Τι μπορεί να πήγε σωστά;“. Ο Ντόναλντ Τραμπ μπορεί να έχει την ίδια απορία.
Η υποψηφιότητά του για το χρίσμα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος έδειχνε αρχικά να μην είναι παρά άλλο ένα τέχνασμα αυτοπροβολής, με τον νου στραμμένο πάντα στις επιχειρηματικέςδραστηριότητες του Νεοϋορκέζου μεγιστάνα. Μάλιστα, οι φήμες της Ουάσινγκτον (που εν μέρει επιβεβαιώνονται και από τις διαρροές των Wikileaks) θέλουν το ίδιο το επιτελείο της υποψήφιας των Δημοκρατικών να ενθάρρυνε, με τη μεσολάβηση του Μπιλ Κλίντον, τις εκλογικές φιλοδοξίες του Τραμπ, προκειμένου να επιτευχθεί ένα διαλυτικό πλήγμα στον αντίπαλο χώρο. Κι όμως: ο δρόμος που πήρε ο Ντόναλντ Τραμπ εντέλει τον έφερε στον Λευκό Οίκο – ενώ υπολειπόταν σε χρηματοδότηση και μηχανισμό και είχε απέναντί του από τα βαρύτερα ονόματα των Ρεπουμπλικανών(συμπεριλαμβανομένων των δύο πρώην προέδρων Μπους) μέχρι τη Ουόλ Στριτ, το Χόλιγουντ και τη συντριπτική πλειονότητα των μέσων ενημέρωσης, που τον παρουσίασαν ως “αποφώλιον τέρας“, ενώ προσπέρασαν κάθε ενοχλητική για την Χίλαρι Κλίντον αποκάλυψη.
ΠΏΣ ΣΤΡΩΘΗΚΕ Ο ΔΡΟΜΟΣ
Για να είμαστε, βέβαια, δίκαιοι: όσο τον δαιμονοποίησαν τα μέσα ενημέρωσης τον Τραμπ, άλλο τόσο τον ανέδειξαν, χαρίζοντάς του πρακτικά τηλεοπτικό χρόνο τεράστιας αξίας, καθώς δεν μπορούσαν να αντισταθούν στα “νούμερα” που έφερνε η αμφιλεγόμενη περσόνα του. Από την πλευρά του, και το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα οπωσδήποτε του έστρωσε τον δρόμο, καλλιεργώντας μια κουλτούρα πόλωσης, κομματικής αδιαλλαξίας (βλ., λ.χ., το δημοσιονομικό shutdown ή την άρνηση πλήρωσης της κενής έδρας στο Ανώτατο Δικαστήριο) και αδιαφορίας για τα ορθολογικά επιχειρήματα, ανεχόμενο την αμφισβήτηση της κλιματικής μεταβολής, τον θρησκευτικό φανατισμό, κ.ο.κ. Το αλύπητο fact-checking στο οποίο υπέβαλαν τις (αντιφατικές ή αναληθείς) δηλώσεις του Τραμπ οι φιλικοί προς τη Χίλαρι δημοσιογράφοι δεν είχε την παραμικρή επίδραση στο τμήμα του εκλογικού σώματος που είχε ήδη πάρει τις αποφάσεις του. Ο “λαός” των Ρεπουμπλικανών έχει μετατραπεί σε μια δύναμη που από τη μια αδιαφορεί για την κομματική ηγεσία και όλο και πιο συχνά της επιβάλλει τη θέλησή του και από την άλλη δείχνει ακλόνητη κομματικότητα στην κάλπη, όποιος και αν είναι κάθε φορά ο υποψήφιος. Το γεγονός ότι ο ίδιος ο Τραμπ ελάχιστα στήριξε την εκστρατεία του στα άλλοτε προσφιλή στους Ρεπουμπλικανούς θέματα των “πολιτιστικών πολέμων” (άμβλωση, οπλοφορία, γκέι γάμος, θανατική ποινή κ.ο.κ.) είναι πολύ χαρακτηριστικό. Αντίθετα, η αθυροστομία που του εξασφάλισε τη διεθνή κατακραυγή εισπράχθηκε από το αμερικανικό ακροατήριο ως τεκμήριο αυθεντικότητας, σε αντίστιξη προς ένα πολιτικό σκηνικό “αποστειρωμένο” και πάντως ήδη εκτεθειμένο στη λαϊκή οργή.
ΧΙΛΑΡΙ: ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΑΠΟΤΥΧΙΑΣ
Αυτό, άλλωστε, είναι και το κυριότερο “μυστικό” της 8ης Νοεμβρίου: Δεν κέρδισε ο Τραμπ, αλλά έχασε η Κλίντον. Ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος όχι μόνο συγκέντρωσε αθροιστικά λιγότερες ψήφους από τη Χίλαρι Κλίντον, αλλά ακόμα και από τον Μιτ Ρόμνι το 2012 – και απλώς τις ίδιες με τον Τζον ΜακΚέιν το 2008. Όμως η υποχώρηση των Δημοκρατικών (προς όφελος κυρίως της αποχής) ήταν πραγματικά θεαματική και συνεχίζει την κακή “παράδοση” που δημιουργήθηκε στην επανεκλογή του Μπαράκ Ομπάμα, αλλά και στα καταστροφικά αποτελέσματα των εκλογών του 2014 για το Κογκρέσο. Ειδικότερα, η Χίλαρι Κλίντον υπολείπεται κατά 5,6 εκατομμύρια ψήφους του αθροίσματος του Ομπάμα το 2012 και κατά 9,6 εκατομμύρια των επιδόσεων του νυν προέδρου το 2008. Πρόκειται για έναν απολογισμό διόλου κολακευτικό και για τους δύο και αποτυπώνει τη διάψευση κατά την τελευταία οκταετία των προσδοκιών των κοινωνικών στρωμάτων που κατά παράδοση στρέφονται προς τους Δημοκρατικούς. Το αποτέλεσμα ήταν η κοινωνική συμμαχία της Κλίντον (που πόνταρε κυρίως στις μειονότητες και τις γυναίκες) να αποδειχθεί μικρότερη του νομιζομένου, καθώς το προβάδισμα στη γυναικεία ψήφο περιορίστηκε στο 2%, η προσέλευση των Αφροαμερικανών υποχώρησε και το 33%των Ισπανόφωνων ανδρών προτίμησε τον Τραμπ. Μάλιστα, τουλάχιστον 12%-18% όσων στις προκριματικές είχαν προτιμήσει τον Μπέρνι Σάντερς φαίνεται πως πέρασε απευθείας στον Τραμπ.
Η «ΑΜΕΡΙΚΗ ΠΟΥ ΠΕΘΑΙΝΕΙ»
Παράλληλα, η απόκλιση αστικών κέντρων και περιφέρειας αναδείχθηκε με τον πιο έντονο τρόπο, φέρνοντας στο προσκήνιο την πολυσυζητημένη “οργισμένη λευκή (πρώην) εργατική τάξη” της αποβιομηχανισμένης αμερικανικής ενδοχώρας, δηλαδή την “Αμερική που πεθαίνει” – κατά κυριολεξία, εφόσον αποτελεί τη δημογραφική κατηγορία των ΗΠΑ με τη μεγαλύτερη υποχώρηση στο προσδόκιμο επιβίωσης… Προφανώς, έχοντας αυτή την Αμερική κατά νου, το επιτελείο Τραμπ ξεδίπλωσε μια στρατηγική που έφερε τις νίκες σε Πενσιλβάνια, Μίσιγκαν και Οχάιο. Όμως, όπως αποδεικνύεται, δεν ήταν μόνο αυτό το πρόβλημα της Κλίντον…
Η «ΟΜΑΔΑ ΜΕΤΑΒΑΣΗΣ» ΤΡΑΜΠ ΠΗΓΑΙΝΕΙ ΣΤΟΝ ΛΕΥΚΟ ΟΙΚΟ
Η περίοδος των δυόμισι μηνών ανάμεσα στην ολοκλήρωση των προεδρικών εκλογών και την ορκωμοσία του νέου προέδρου (που τελείται πάντα στις 20 Ιανουαρίου) είναι μια από τις πιο λεπτές στην αμερικανική πολιτική ζωή. Και αυτό, διότι ο νεοεκλεγείς δεν έχει νομικά καμία εξουσία ακόμη, ενώ ο αποχωρών πρόεδρος δεν νομιμοποιείται για μεγάλες αποφάσεις. Πολλά εξαρτώνται από τον βαθμό συνεννόησης του “πρώην” με τον “επόμενο”. Λ.χ., το 2008 ο Τζορτζ Μπους Τζούνιορεπέτρεψε στον Μπαράκ Ομπάμα να ζητήσει από το Κογκρέσο τη διάθεση 350 δισ. δολαρίων για τη διάσωση των τραπεζών. Αντίθετα, με φόντο και πάλι μια μεγάλη οικονομική κρίση, ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ δεν είχε καμία συνεργασία με τον αποχωρούντα Χέρμπερτ Χούβερ, με αποτέλεσμα οι χρεοκοπίες να πολλαπλασιαστούν, ενώ τον 19ο αιώνα η περίοδος μετάβασης από τον Μπιουκάνανστον Λίνκολν σημαδεύτηκε από την απόσχιση 7 νότιων Πολιτειών.
Για τον λόγο αυτό, οι διεκδικητές της προεδρίας συγκροτούν, πριν καν τις εκλογές, “ομάδα μετάβασης“, η οποία ενημερώνεται από το απερχόμενο κυβερνητικό επιτελείο και προετοιμάζει το έδαφος για την έλευση του νέου. Μάλιστα, κατά τη νομοθεσία, η “ομάδα μετάβασης” έχει δικαίωμα σε κρατική χρηματοδότηση για τη λειτουργία της.
Πολιτικά, οι περίοδοι μετάβασης σημαδεύονται από τη σταδιακή ανακοίνωση των ονομάτων των νέων υπουργών και στελεχών του Λευκού Οίκου, διαδικασία που ξεκαθαρίζει τις προθέσεις και τις συμμαχίες του νεοεκλεγέντος προέδρου.
*Πηγή: Capital.gr, εφημερίδα ΚΕΦΑΛΑΙΟ