Υπολογίζει σε €9,4 δισ. τη «βόμβα» των αναδρομικών και ζητά προληπτικό σχέδιο αντιμετώπισής της – «Πολύ ευάλωτο» το τραπεζικό σύστημα – Να μειωθεί το αφορολόγητο το 2020, να υπάρξει μεγαλύτερη ευελιξία στην αγορά εργασίας
Πολλαπλούς κινδύνους εκτροχιασμού της ελληνικής οικονομίας, κυρίως εξαιτίας των δικαστικών αποφάσεων για τις μνημονιακές περικοπές συντάξεων και την κατάργηση των Δώρων στο Δημόσιο, της εκλογικής αβεβαιότητας και της ακύρωσης μνημονιακών παρεμβάσεων, βλέπει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) στην πρώτη μεταμνημονιακή έκθεσή του για τη χώρα μας, η οποία περιλαμβάνει ακόμα και «σενάριο καταστροφής», που θα οδηγούσε σε νέο Μνημόνιο!
Το ΔΝΤ ζητεί να προετοιμαστεί προληπτικό σχέδιο αντιμετώπισης των δημοσιονομικών απειλών από τις δικαστικές αποφάσεις, να εφαρμοστεί κανονικά η μείωση του αφορολογήτου ορίου από το 2020, ώστε να υπάρξει μείωση άμεσων φόρων και να επανεξεταστεί η επεκτασιμότητα των κλαδικών συμβάσεων. Παράλληλα, επικρίνει την αύξηση του κατώτατου μισθού και χαρακτηρίζει ευάλωτη την κατάσταση των τραπεζών, ζητώντας να υπάρξει κεφαλαιακή ενίσχυσή τους (είτε μέσω αύξησης κεφαλαίου είτε, δεδομένης της έλλειψης ζήτησης για μετοχές, με τη χρήση κεφαλαιακών εργαλείων που δεν προκαλούν διάχυση -non diluting capital instruments) και να δοθεί προτεραιότητα σε μέτρα μείωσης των «κόκκινων» δανείων χωρίς κρατική βοήθεια, προτού εξεταστεί η προοπτική χρήσης κρατικής βοήθειας.
Το βασικό σενάριο της έκθεσης προβλέπει επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 3,5% του ΑΕΠ έως και το 2022 και στη συνέχεια πρωτογενές πλεόνασμα 3% το 2023 και 2,8% το 2024, ενώ σημειώνει ότι η Ελλάδα έχει την πρόθεση να αποπληρώσει πρόωρα μέρος του χρέους της προς το Ταμείο. Εντούτοις, οι τεχνοκράτες του ΔΝΤ έχουν αφιερώσει ειδική ενότητα σε ένα «καθοδικό σενάριο» (downside scenario), στο οποίο η Ελλάδα θα δυσκολευτεί να καλύψει τις χρηματοδοτικές ανάγκες της από το 2021 και θα χρειαστεί δραστικά δημοσιονομικά μέτρα, αναδιάρθρωση χρέους ή νέα χρηματοδοτική στήριξη, δηλαδή νέο Μνημόνιο! Το επίμαχο σενάριο προβλέπει χρηματοδοτική τρύπα 4,7 δισ. ευρώ το 2021, που θα διευρυνθεί στα 15,2 δισ. ευρώ το 2024.
Η «βόμβα» των δικαστικών αποφάσεων
Η έκθεση υπολογίζει το πιθανό δημοσιονομικό κόστος των δικαστικών αποφάσεων σε 9,4 δισ. ευρώ (4,9% του ΑΕΠ) για την καταβολή αναδρομικών, ενώ η πρόσθετη ετήσια δημοσιονομική επιβάρυνση που θα προκύψει εκτιμάται ότι θα φθάσει τα 1,5 δισ. ευρώ (0,8% του ΑΕΠ). Από τα 9,4 δισ. ευρώ:
– 6,4 δισ. ευρώ αντιστοιχούν στο δημοσιονομικό κόστος που θα προκύψει εάν κριθεί αντισυνταγματική η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση του 2012 (νόμος 4093/2012)
– 2,6 δισ. ευρώ αφορούν τα αναδρομικά για την αποκατάσταση του 13ου και του 14ου μισθού στο Δημόσιο
– 0,4 δισ. ευρώ έχουν προβλεφθεί ως πιθανό εφάπαξ δημοσιονομικό κόστος «λοιπών διεκδικήσεων».
Μείωση ΦΠΑ και καταπτώσεις εγγυήσεων
Οι αναλυτές του ΔΝΤ ξεχωρίζουν άλλους δύο δημοσιονομικούς κινδύνους, πέραν των δικαστικών αποφάσεων:
– Τις εξαγγελίες για μείωση του ΦΠΑ, οι οποίες εκτιμάται ότι θα επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό με 0,4% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου 750 εκατ. ευρώ, από το 2021.
– Τις καταπτώσεις κρατικών εγγυήσεων ύψους 2,1 δισ. ευρώ φέτος και 500 εκατ. ευρώ ετησίως την περίοδο 2020-2024.
Οι 5 απειλές για την ανάκαμψη
Οι τεχνοκράτες του ΔΝΤ αναγνωρίζουν ότι «η οικονομική ανάκαμψη στην Ελλάδα επιταχύνεται και διευρύνεται», ότι «η ικανότητα αποπληρωμής του χρέους είναι επαρκής» και ότι «οι χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου παραμένουν διαχειρίσιμες στο βασικό σενάριο», αλλά προσθέτουν ότι «εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές αδυναμίες και αυξανόμενα καθοδικά ρίσκα» και ότι «εάν ορισμένοι δημοσιονομικοί κίνδυνοι επιβεβαιωθούν, η ικανότητα αποπληρωμής θα μπορούσε να αντιμετωπίσει προκλήσεις σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα». Στο πλαίσιο αυτό, εντοπίζουν πέντε βασικούς κινδύνους:
1. Πισωγυρίσματα έναντι προηγούμενων μεταρρυθμίσεων (υψηλός κίνδυνος, με πιθανότητες από 30% έως 50%): Η μεταρρυθμιστική κόπωση μπορεί να επιβραδύνει την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων ή να οδηγήσει σε πισωγυρίσματα, ιδίως λόγω πολιτικών πιέσεων ενόψει των επικείμενων εκλογών. Οι δικαστικές αποφάσεις για ακύρωση μνημονιακών μέτρων μπορεί να λάβουν χαρακτήρα χιονοστιβάδας.
2. Έντονη επιδείνωση της εμπιστοσύνης προς τις τράπεζες (μεσαίου μεγέθους κίνδυνος με πιθανότητες 10%-30%): Καθυστερήσεις στην εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών μπορεί να επιδεινώσουν δραστικά το επενδυτικό και καταθετικό κλίμα.
3. Μικρότερη ανάκαμψη της εγχώριας ζήτησης (μεσαίος κίνδυνος με πιθανότητες 10%-30%): Μεγαλύτερες των προβλεπομένων αρνητικές επιδράσεις των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων στην ανάπτυξη και καθυστερήσεις στις επενδύσεις λόγω πολιτικής αβεβαιότητας υπάρχει κίνδυνος να περιορίσουν την ανάκαμψη της εγχώριας ζήτησης.
4. Ραγδαία επιδείνωση των παγκόσμιων οικονομικών συνθηκών (υψηλός κίνδυνος με πιθανότητες από 30% έως 50%).
5. Αύξηση του διεθνούς προστατευτισμού με ενίσχυση των εμπορικών πολέμων (υψηλός κίνδυνος με πιθανότητες 30%-50%).
Οι βασικές συστάσεις
Το ΔΝΤ εξακολουθεί να προβλέπει για την Ελλάδα ισχνή μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη που οριακά θα ξεπερνά το 1% σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα και συνιστά και πάλι να εφαρμοστεί η προνομοθετημένη μείωση του αφορολόγητου ορίου το 2020, προκειμένου να δημιουργηθεί χώρος για μειώσεις φορολογικών συντελεστών στο εισόδημα των φυσικών προσώπων και τα κέρδη των επιχειρήσεων.
Επιπλέον, το Ταμείο συνιστά για άλλη μια φορά μεγαλύτερη ευελιξία στην αγορά εργασίας, μεταρρυθμίσεις για περαιτέρω άνοιγμα των αγορών προϊόντων και ενίσχυση του επιχειρηματικού και επενδυτικού κλίματος. Εξάλλου, όπως αναμενόταν, τάσσεται κατά μιας νέας ρύθμισης οφειλών προς το Δημόσιο με πολλές δόσεις.
Οι τράπεζες «να χτίσουν κεφάλαια»
«Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα παραμένει πολύ ευάλωτο» είναι η εκτίμηση του ΔΝΤ, η οποία συνοδεύεται από σειρά συστάσεων για «χτίσιμο κεφαλαίων», ενίσχυση του υφιστάμενου οπλοστασίου μείωσης των «κόκκινων» δανείων χωρίς κρατική συνδρομή και εν συνεχεία προσεκτική αξιολόγηση των διαθέσιμων επιλογών για μείωση των «κόκκινων» δανείων με τη χρήση κρατικής βοήθειας. Μάλιστα, επισημαίνεται ότι τα σχέδια του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) και της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων πρέπει να εξεταστεί εάν είναι συμβατά με τους ευρωπαϊκούς κανόνες περί κρατικής στήριξης και να υπολογιστούν οι επιπτώσεις τους στους τραπεζικούς ισολογισμούς και το δημόσιο χρέος.
Η έκθεση του διεθνούς οργανισμού υποστηρίζει ότι τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα παραμένουν σε υψηλά επίπεδα και η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου που εξυπηρετείται είναι αμφίβολη, εξαιτίας, μεταξύ άλλων, και της «αδύναμης κουλτούρας πληρωμών». Προχωρά δε σε 5 συστάσεις για την ενίσχυση του τραπεζικού τομέα:
1. Οι τράπεζες «να χτίσουν κεφάλαια», προκειμένου να στηρίξουν τους φιλόδοξους στόχους μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. «Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει την έκδοση μετοχών ή, δεδομένης της έλλειψης ζήτησης στην παρούσα φάση, τη χρήση κεφαλαιακών εργαλείων που δεν προκαλούν διάχυση (non-dilutive capital instruments)».
2. Την ενίσχυση των υφιστάμενων εργαλείων μείωσης των «κόκκινων» δανείων, με στόχο τη διευκόλυνση των ιδιωτικών λύσεων. Στο πλαίσιο αυτό, το ΔΝΤ κάλεσε τις ελληνικές αρχές να διαμορφώσουν το ταχύτερο το νέο πλαίσιο προστασίας της Α΄ κατοικίας και να μειώσουν τον όγκο των υποθέσεων του νόμου Κατσέλη που έχουν «κολλήσει» στα δικαστήρια. Επίσης, ζητήθηκε να ξεπεραστούν τα εμπόδια στους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς και τον εξωδικαστικό μηχανισμό και να συνεχιστεί η προσπάθεια βελτίωσης της διατραπεζικής συνεργασίας.
3. Την προσεκτική εξέταση των σχεδίων μείωσης των «κόκκινων» δανείων με κρατική στήριξη. «Τέτοιες στρατηγικές μπορεί να γίνουν αναπόφευκτες, εάν οι ιδιωτικές λύσεις αποτύχουν να επιταχύνουν τη βιώσιμη μείωση των ‘κόκκινων’ δανείων», σημειώνεται στην έκθεση. Αναφέρεται ακόμα ότι τα στελέχη του ΔΝΤ κάλεσαν τις ελληνικές αρχές και τους Ευρωπαίους να εξετάσουν με προσοχή το κόστος και την αποτελεσματικότητα των διαφόρων προτάσεων, συμπεριλαμβανομένης της επίπτωσης τους στους τραπεζικούς ισολογισμούς, τον κρατικό προϋπολογισμό, την ανάπτυξη και τον ηθικό κίνδυνο.
4. Τη βελτίωση των πρακτικών διακυβέρνησης των τραπεζών. Χρειάζονται περαιτέρω προσπάθειες αποκατάστασης της ικανότητας των τραπεζών για οργανική κερδοφορία και πρόσθετα βήματα μείωσης του κόστους τους, ώστε να δημιουργηθούν προοπτικές για την προσέλκυση νέων ιδιωτικών κεφαλαίων.
5. Εφαρμογή του οδικού χάρτη για την πλήρη άρση των capital controls.