Στο πλαίσιο του προγράμματος μετεγκατάστασης προσφύγων από την Ελλάδα η Γερμανία έχει δεχθεί μόλις το 31% του αριθμού που είχε συμφωνηθεί. Αυτό προκύπτει από απάντηση του γερμανικού υπ. Εξωτερικών σε επερώτηση βουλευτή.
Η γερμανική κυβέρνηση δεν τηρεί τις δεσμεύσεις της απέναντι στην Ελλάδα σε ό,τι αφορά την μετεγκατάσταση προσφύγων. Μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου δέχτηκε μόλις 5332 πρόσφυγες από την Ελλάδα. Σύμφωνα με αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου το 2015, η Γερμανία υποχρεούτο να δεχτεί 17.209 άτομα. Αυτό προκύπτει από απάντηση του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών σε επερώτηση της βουλευτού των Πρασίνων Φιλίζ Πόλατ. Όπως δήλωσε η κ. Πόλατ στο δημοσιογραφικό δίκτυο RND, “η Γερμανία θα πρέπει να τηρήσει τις δεσμεύσεις της. Η γερμανική κυβέρνηση έχει αναλάβει υποχρεώσεις απέναντι στην Ελλάδα.
Εξηγήσεις του γερμανικού ΥΠΕΞ
Εξηγώντας στην απάντηση του το υπουργείο Εξωτερικών τη γερμανική στάση, επισημαίνει πως ο αριθμός που είχε συμφωνηθεί στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το 2015 είχε βασιστεί σε μια υπόθεση που δεν επιβεβαιώθηκε. Μετά τη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας το 2016 έρχονται λιγότεροι πρόσφυγες στα ελληνικά νησιά από ό,τι αρχικά αναμενόταν. Επίσης είχε συμφωνηθεί ότι στο πρόγραμμα μετεγκατάστασης θα συμπεριλαμβάνονται μόνον άτομα με υπηκοότητες που το ποσοστό αναγνώρισης τους ως πρόσφυγες σε ολόκληρη την ΕΕ θα είναι τουλάχιστον 75%. Ένα υψηλό ποσοστό αναγνώρισης αιτήσεων ασύλου διαπιστώνεται προπαντός στην περίπτωση των Σύρων. Αυτό αφορά πλέον μόνον περίπου 500 άτομα στην Ελλάδα, υποστηρίζει το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών και παραπέμπει σε αριθμούς της Κομισιόν.
Πάντως, από τα στοιχεία που δημοσίευσε χθες η αντιπροσωπεία της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε για τους Πρόσφυγες (UNHCR) στην Αθήνα, προκύπτει μια διαφορετική εικόνα ως προς τον αριθμό των ανθρώπων με υψηλό ποσοστό αναγνώρισης των αιτήσεων ασύλου: Από τον Ιούλιο έχουν φθάσει στη Λέσβο, τη Χίο και τη Σάμο περί τους 19.800 πρόσφυγες – 1700 άτομα μόνο το Δεκέμβριο. Πάνω από το 70% των αφιχθέντων όλου του χρόνου είναι Σύροι, Ιρακινοί και Αφγανοί.
*Πηγή: Deutsche Welle, Παναγιώτης Κουπαράνης, Βερολίνο