Η χρονική σύμπτωση διαφορετικών (αλλά όχι άσχετων μεταξύ τους) γεγονότων, έφεραν στο επίκεντρο της δημοσιότητας τη Σαουδική Αραβία: Εξελίσσεται ένα κύμα συλλήψεων στην «κορυφή» της σαουδαραβικής κοινωνίας.
Ο πρωθυπουργός του Λιβάνου, Χαρίρι, ανακοινώνει την παραίτησή του, ενώ βρισκόταν στο Ριάντ. Μια πυραυλική επίθεση από τους Υεμενίτες αντάρτες Χούτι απειλεί κεντρικό αεροδρόμιο της Σαουδικής Αραβίας. Όλα στο φόντο της ραγδαίας ανόδου στην εξουσία του νεαρού «πρίγκιπα του στέμματος», Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν, ενός υπερφιλόδοξου ηγέτη που επιχειρεί να μεταμορφώσει «βίαια» και το βασίλειο των Σαούντ και την ευρύτερη περιοχή.
Ο γιος του βασιλιά Σαλμάν, διάδοχός του και ντε φάκτο αρχηγός του κράτους, έχει έρθει σε ρήξη με μια σειρά παραδόσεις, όπως την τάση των Σαούντ να κάνουν προσεκτική εξωτερική πολιτική «στα σκοτάδια», να διατηρούν ευαίσθητες «ενδο-οικογενειακές» ισορροπίες στην διανομή εξουσίας και να συντηρούν ένα «παγωμένο» καθεστώς οικονομικής-πολιτικής-κοινωνικής «σταθερότητας» που αποδείχθηκε αποτελεσματικό για δεκαετίες.
Αυτές οι σκοπούμενες μεγάλες αλλαγές δεν προκύπτουν φυσικά μόνο από την ιδιοσυγκρασία του νεαρού επίδοξου μονάρχη. Βρισκόμαστε σε μια συγκυρία όπου η Σαουδική Αραβία αντιμετωπίζει μια σειρά από μεγάλες προκλήσεις, στο εσωτερικό (οικονομικά προβλήματα) και στο εξωτερικό (αύξηση της ιρανικής επιρροής). Το να συνεχίσουν να κυβερνούν «όπως πριν» δεν αποτελεί πλέον βιώσιμη επιλογή για τους Σαούντ. Ο Μπιν Σαλμάν επιχειρεί να χαράξει μια αλλαγή πορείας, αλλά με κίνδυνο να οδηγήσει τελικά σε έκρηξη τις αντιφάσεις που σιγοβράζουν…
Λίβανος
Ο Σαάντ Χαρίρι, ο «άνθρωπος των Σαούντ» στο Λίβανο, κλήθηκε εκτάκτως να επισκεφτεί τον Σαουδάραβα βασιλιά. Λίγο μετά, ανακοίνωσε απολύτως αιφνιδιαστικά την παραίτησή του από την πρωθυπουργία του Λιβάνου, κατηγορώντας το Ιράν και τη Χεζμπολά για σχέδιο δολοφονίας του. Η πολιτική σκοπιμότητα της καταγγελίας ήταν εμφανής, και επιβεβαιώθηκε από όλες τις κρατικές υπηρεσίες του Λιβάνου που αρνούνται την ύπαρξη οποιασδήποτε σχετικής ένδειξης. Ο «Independent» περιγραφεί ουσιαστικά «απαγωγή» του Χαρίρι από τις σαουδαραβικές δυνάμεις ασφαλείας. Ακόμα κι αν αυτό το σενάριο «αιχμαλωσίας» είναι υπερβολικό, είναι δεδομένο ότι η παραίτηση του Χαρίρι αποτελεί απόφαση των Σαούντ -είτε κατόπιν συνεννόησης μαζί του, είτε κατόπιν πιέσεων, «βελούδινων» ή πιο σκληρών.
Ο Χαρίρι είχε δεχτεί σκληρές επικρίσεις από τους Σαούντ όταν -για να τερματιστεί η πολυετής ακυβερνησία- δέχτηκε τη συγκρότηση κυβέρνησης εθνικής ενότητας, που ένωνε τα δύο μεγάλα ανταγωνιστικά μπλοκ του Λιβάνου (το «σουνιτικό» φιλο-σαουδαραβικό και το «σιιτικό» φιλο-ιρανικό με κορμό τη Χεζμπολά). Για τους Σαούντ, η ενίσχυση της ιρανικής επιρροής στο Λίβανο θα ήταν μια πολύ βαριά ήττα στον περιφερειακό ανταγωνισμό, στον οποίο ήδη μετράνε σημαντικές ήττες: Στο Ιράκ και τη Συρία η επιρροή της Τεχεράνης έχει ενισχυθεί κατακόρυφα, με τη μορφή και άμεσης στρατιωτικής παρουσίας.
Η παραίτηση Χαρίρι αποτελεί μάλλον το πρώτο βήμα σε μια εκστρατεία «αντιστροφής» των πολιτικών εξελίξεων στο Λίβανο προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της σαουδαραβικής επιρροής. Ο υπουργός Εξωτερικών Ταμέρ Αλ Σαμπάν δήλωσε πως «η κυβέρνηση του Λιβάνου κήρυξε τον πόλεμο στη Σαουδική Αραβία» (!) και θα αντιμετωπιστεί αντίστοιχα. Για να το κάνει ακόμα πιο σαφές, συμπλήρωσε πως «υπάρχουν αυτοί που θα σταματήσουν τη Χεζμπολά και θα την υποχρεώσουν να επιστρέψει στις σπηλιές του νότιου Λιβάνου».
Η αλαζονεία του Μπιν Σαλμάν προειδοποιεί ότι δεν θα μείνει στα λόγια, και τα σενάρια είναι πολλά: η σαουδαραβική κυβέρνηση μπορεί να ετοιμάζει μια «εσωτερική» κρίση, αναζητώντας κάποιον σουνίτη φιλόδοξο πολιτικό να αποφασίσει ότι ήρθε η ώρα του να κάνει καριέρα ως το νέο τσιράκι των Σαούντ. Μπορεί επίσης να αναλάβει το ίδιο το Ισραήλ να κάνει τη βρόμικη δουλειά, αφού οι Σαούντ θα έχουν προκαλέσει ένα κλίμα «απομόνωσης» και στιγματισμού της Χεζμπολά και της λιβανέζικης κυβέρνησης.
Επιθετικότητα
Τα επιθετικά σχέδια ενάντια στο Λίβανο, έρχονται σε συνέχεια άλλων επιθετικών κινήσεων της Σαουδικής Αραβίας. Στην Υεμένη, έχει εξαπολύσει ένα βάρβαρο πόλεμο με τακτικές «καμένης γης» που έχει προκαλέσει μια ανείπωτη ανθρωπιστική καταστροφή, προκειμένου να αντιμετωπίσει τους αντάρτες Χούθι και να επαναφέρει στην εξουσία τον έκπτωτο πρόεδρο Χάντι, που βρίσκεται στο Ριάντ.
Το Κατάρ παραμένει σε καθεστώς απομόνωσης και ασφυκτικών κυρώσεων, όσο αρνείται να αποδεχτεί το ταπεινωτικό τελεσίγραφο που του επέδωσαν οι Σαούντ, για να πειθαρχήσει απόλυτα στην «γραμμή» του Ριάντ (όσον αφορά τις σχέσεις με το Ιράν, τη Χαμάς, τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, διάφορες τζιχαντιστικές οργανώσεις, αλλά και κάθε φωνή αμφισβήτησης -με το αίτημα να φιμωθεί το Αλ Τζαζίρα).
Στο Μπαχρέιν το σουνιτικό καθεστώς παραμένει στη θέση του ύστερα από τη στρατιωτική επέμβαση-εισβολή της Σαουδικής Αραβίας, ενάντια στη σιιτική εξέγερση.
Ο Μπιν Σαλμάν καλεί τον ένα Άραβα ηγέτη μετά τον άλλο στο Ριάντ για να «πάρει εντολές». Μετά τον Χαρίρι, σειρά πήρε ο Μαχμούντ Αμπάς, για να πιεστεί να αφήσει στην άκρη τη διαπραγμάτευση με τη Χαμάς (η οποία έχει κολλήσει στην απολύτως σωστή άρνηση της οργάνωσης να διαλύσει το ένοπλο τμήμα της) και να ρίξει όλο του το βάρος στην υποστήριξη της «ειρηνευτικής διαδικασίας» που ετοιμάζουν Τραμπ και Νετανιάχου.
Η αύξηση της ιρανικής επιρροής έχει φέρει ακόμα πιο κοντά τους Σαούντ με το κράτος του Ισραήλ, που δείχνουν να συντονίζονται πλέον απόλυτα. Σε αυτό το μίγμα προστίθεται η προεδρία Τραμπ ως ευνοϊκή συγκυρία για να ξεδιπλωθεί το σαουδαραβικό σχέδιο. Ο Μπάρακ Ομπάμα είχε κληθεί να διαχειριστεί τις καταστροφικές συνέπειες που είχε για τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό η «καουμπόικη» εξωτερική πολιτική του Μπους, και το έπραξε κάνοντας πράξη το δόγμα του διαβόητου Κίσινγκερ «οι ΗΠΑ δεν έχουν ούτε μόνιμους φίλους, ούτε μόνιμους εχθρούς, έχουν μόνο συμφέροντα». Αυτή η προσέγγιση, που είχε ως συνέπεια π.χ. την σχετική εξομάλυνση των σχέσεων με το Ιράν προς όφελος μιας πιο μακροπρόθεσμης διασφάλισης της ιμπεριαλιστικής σταθερότητας, προκάλεσε «καβγαδάκια» στο παρελθόν και με το Ισραήλ και με τη Σαουδική Αραβία. Η πολιτική Τραμπ -που ιεραρχεί τον «ισλαμικό εξτρεμισμό» και το Ιράν ως απόλυτη απειλή και που πριμοδοτεί ανοιχτά το κράτος του Ισραήλ- λειτουργεί «απελευθερωτικά» για τις πρωτοβουλίες που παίρνει ο Μπιν Σαλμάν, τις οποίες σπεύδει διαρκώς να στηρίζει ένθερμα και δημόσια ο Τραμπ.
Αντίσταση
Όμως πέρα από το ευνοϊκό κλίμα στην Ουάσινγκτον, το γενικότερο περιβάλλον δεν δείχνει ιδιαίτερα ευνοϊκό για τις σαουδαραβικές φιλοδοξίες. Το Ιράκ έχει χαθεί. Στον πόλεμο στη Συρία, το Ιράν ενίσχυσε το ρόλο του κατακόρυφα, ενώ στις γραμμές των αντικαθεστωτικών επικράτησαν φονταμενταλιστικές δυνάμεις που κινούνται ανεξέλεγκτα από το Ριάντ. Στην Υεμένη, παρ’ όλη την καταστροφή, οι Χούθι όχι μόνο αντέχουν, αλλά απέδειξαν πως έχουν την ικανότητα να μεταφέρουν -έστω στιγμιαία- τον πόλεμο και μέσα σε σαουδαραβικό έδαφος. Την ίδια ώρα η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού της Υεμένης στέκεται αποφασιστικά ενάντια στην ξένη, βάρβαρη επέμβαση. Το Κατάρ, μετά από μήνες κυρώσεων, όχι μόνο δεν «γονάτισε», αλλά κατέληξε να έρθει εκ των πραγμάτων πιο κοντά με το Ιράν και την Τουρκία. Στο Λίβανο, η ωμή εξωτερική παρέμβαση έχει προκαλέσει ένα κύμα «εθνικής ενότητας» χωρίς προηγούμενο. Όλα τα πολιτικά κόμματα, από τη Χεζμπολά ως το κόμμα του ίδιου του Χαρίρι, στέκονται ενωμένα γύρω από το αίτημα «να επιστρέψει ο Χαρίρι στο Λίβανο». Η στάση αντανακλά και τις διαθέσεις της λιβανέζικης κοινωνίας, που αντιμετωπίζει το περιστατικό ως «παρέμβαση των Σαούντ». Βέβαια, σύμφωνα με τα ρεπορτάζ, στο «αραβικό πεζοδρόμιο», ο Χαρίρι παραμένει αντιπαθής και θεωρείται θλιβερή προσωπικότητα. Το κύμα που απαιτεί την επιστροφή του, αποτελεί περισσότερο απάντηση στους Σαούντ και αγανάκτηση για την διαρκή μετατροπή του Λιβάνου σε πεδίο ανταγωνισμών ξένων δυνάμεων.
Εσωτερικό μέτωπο
Μια αποτυχία στο «τζογάρισμα» που γίνεται στην εξωτερική πολιτική, μπορεί να έχει ως τίμημα την εσωτερική αποσταθεροποίηση. Το μίγμα «ρευστότητα-πελατειακές σχέσεις-καταστολή» διασφάλιζε την σταθερότητα στο Βασίλειο των Σαούντ για δεκαετίες, με κορυφαίο δείγμα την «εξαγορά» της κοινωνικής ειρήνης το 2011 (που διευκόλυνε την άγρια καταστολή σε μαχητικές -κυρίως σιιτικές- μειοψηφίες). Με την πτώση των τιμών του πετρελαίου και τον αντίκτυπο της οικονομικής κρίσης στη Σαουδική Αραβία, αυτά τα περιθώρια ελιγμών έχουν μειωθεί.
Το «Όραμα 2030» αποτελεί την απάντηση του Μπιν Σαλμάν στην οικονομική κρίση. Αυτό έγινε διάσημο κυρίως χάρη στο σχέδιο μιας φουτουριστικής πόλης βγαλμένης από ταινία επιστημονικής φαντασίας. Περιλαμβάνει και άλλα πράγματα, όπως η ιδιωτικοποίηση τμήματος της κρατικής πετρελαϊκής Aramco και η προσπάθεια «απεξάρτησης» από το πετρέλαιο. Πρόκειται για σχέδια επί χάρτου που ίσως αποδειχθούν δύσκολα στην υλοποίηση και τα οφέλη τους είναι αμφιλεγόμενα.
Αυτή η αλλαγή πορείας θα προκαλέσει αναταράξεις, και γι’ αυτό ο Μπιν Σαλμάν οχυρώνει τη θέση του. Πάνω απ’ όλα είναι η οικογένεια -ακόμα και στις διώξεις. Τουλάχιστον 11 πρίγκιπες συνελήφθησαν. Είναι μικρό δείγμα, αν σκεφτεί κανείς ότι οι Σαούντ έχουν στις τάξεις τους 15.000 περίπου παράσιτα, αλλά οι συλληφθέντες ανήκουν στην «αφρόκρεμα» της βασιλικής οικογένειας. Ακολούθησε η κυβέρνηση, με τουλάχιστον 38 πρώην και νυν υπουργούς να φυλακίζονται, με πολλούς από αυτούς να έχουν σχέση με την οικονομία και την Aramco. Συνελήφθησαν επίσης στρατιωτικοί, ανάμεσα στους οποίους ο ανώτατος διοικητής του Βασιλικού Ναυτικού αλλά και ο Μιτάμπ Μπιν Αμπντάλα, γιος του πρώην βασιλιά, ηγετικό μέλος της οικογένειας των Σαούντ και επικεφαλής της Εθνοφρουράς, δηλαδή της «ελίτ» των ενόπλων δυνάμεων και του μόνου σώματος που είχε μείνει εκτός ελέγχου του Μπιν Σαλμάν. Θύματα έπεσαν και πολλοί «σκληροπυρηνικοί» κληρικοί, σε συνέχεια της πολιτικής του Σαλμάν να «βάλει χέρι» στα όρια της θρησκευτικής εξουσίας (περιορισμός των εξουσιών της θρησκευτικής αστυνομίας, δειλά μέτρα αυτονόητου «εκμοντερνισμού» που παρουσιάζονται ως τάχα ριζοσπαστικές τομές από τα δυτικά ΜΜΕ κ.λπ.). Τέλος, στη φυλακή βρέθηκαν και ισχυροί της οικονομίας, όπως οι ιδιοκτήτες των ξενόγλωσσων σαουδαραβικών μιντιακών δικτύων.
Βραχυπρόθεσμα, ο Μπιν Σαλμάν οχυρώνει την εξουσία του απέναντι σε κάθε επίδοξο ανταγωνιστή. Αλλά κάνοντάς το, ανοίγει μέτωπα που μπορεί να προκαλέσουν μεγάλες κρίσεις στο μέλλον. Διαλύει την παράδοση «συνεννόησης και μοιρασιάς» που κρατούσε ενωμένες τις 6 οικογένειες που απαρτίζουν τη μεγάλη φαμίλια των Σαούντ. Αποξενώνει τμήματα της κρατικής και της οικονομικής εξουσίας. Βάζει τέλος στον άβολο «γάμο συμφέροντος» ανάμεσα στη βασιλική οικογένεια και τους ουαχαμπίτες κληρικούς -με ένα επιθετικό τρόπο που μπορεί να προκαλέσει σοβαρές ρήξεις.
Προοπτικές
Όλα αυτά κυοφορούν εσωτερικές συγκρούσεις. Και η αστάθεια στην κορυφή της κοινωνίας μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά για να εκφραστεί πιο εύκολα η δυσαρέσκεια στη βάση της. Και για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια, στην κοινωνία της Σαουδικής Αραβίας υπάρχει έντονη δυσαρέσκεια.
Η αγοραστική δύναμη βρίσκεται στην χειρότερη θέση εδώ και δεκαετίες -και χειροτερεύει. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα, ενώ μέτρα όπως η εισαγωγή ΦΠΑ, για πρώτη φορά στην ιστορία, και ένα σχέδιο για «χαράτσι» στα 7 εκατομμύρια μετανάστες εργάτες και τις οικογένειές τους (προκειμένου να ανανεώνουν τη παρουσία τους στη χώρα) περισσότερα προβλήματα δημιουργεί παρά έσοδα στα κρατικά ταμεία.
Αυτά αντανακλούνται στις λαϊκές διαθέσεις. Το «Όραμα 2030» είναι βαθιά αντιδημοφιλές και θεωρείται «εκτός πραγματικότητας» από τα λαϊκά στρώματα. Η αντίληψη πως «η κυβέρνηση φροντίζει για μας» υποχωρεί, και αυτό αλλάζει τις διαθέσεις και απέναντι στην εξωτερική πολιτική. Η αγορά όπλων αντί 350 δισ. δολ. από τις ΗΠΑ, ή ο πακτωλός χρημάτων στην Αίγυπτο του Σίσι για να σταθεροποιηθεί η αντεπανάσταση εκεί, αντιμετωπίζονται όλο και περισσότερο ως προκλήσεις. Αν μετά το 2011, το σαουδαραβικό χρήμα στήριξε την αντεπανάσταση και στο εσωτερικό αλλά και σε όλο τον αραβικό κόσμο, τώρα η κατάσταση αντιστρέφεται και το οικονομικό τίμημα που πληρώνουν οι Σαούντ μπορεί να μετατραπεί σε πολιτικό.
Ένα ανυπόγραφο άρθρο στο «Middle East Eye», γραμμένο όχι από μαρξιστή ή αντικαθεστωτικό, αλλά από τη σκοπιά της «φιλικής προειδοποίησης» προς τους Σαούντ, έχει τον προκλητικό τίτλο «Ο ερχόμενος εμφύλιος πόλεμος» και ρισκάρει μια πρόβλεψη:
«Για την σαουδαραβική κοινωνία κάτι τέτοιο (σ.σ.: η διάψευση των παλιών προσδοκιών και η ανατροπή της παλιάς οικονομικής κανονικότητας) μπορεί να σημαίνει μόνο ένα πράγμα: επανάσταση… Θα χρειαστεί να κατέβουν μόνο μερικές χιλιάδες στους δρόμους και να απαντήσουν επιθετικά οι δυνάμεις καταστολής για να ξεφύγουν τα πράγματα προς αυτό που μπορούμε να περιγράψουμε ως τις αρχικές φάσεις ενός εμφυλίου πολέμου».
Προς το παρόν, η Αριστερά διεθνώς έχει να σταθεί απέναντι στην περιφερειακή επιθετικότητα των Σαούντ -στο Λίβανο, στην Υεμένη, την Παλαιστίνη. Το να ματαιωθούν τα σχέδιά τους θα είναι σωτήριο για τους εργάτες σε όλη την περιοχή, αλλά θα οξύνει και την κρίση στο εσωτερικό. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει αν και πώς θα ξεσπάσει αυτή. Ούτε μπορεί να ξέρει κανείς τη μορφή που θα πάρει. Αλλά όπως και να έχει, κάθε κρίση στο «κάστρο της αντεπανάστασης» είναι καλό νέο για όλο τον αραβικό κόσμο, και τις προοπτικές μιας «ρεβάνς» για την ήττα του 2011-13.
*Αναδημοσίευση από “Εργατική Αριστερά”, φ.396 (22/112017)
Ο γιος του βασιλιά Σαλμάν, διάδοχός του και ντε φάκτο αρχηγός του κράτους, έχει έρθει σε ρήξη με μια σειρά παραδόσεις, όπως την τάση των Σαούντ να κάνουν προσεκτική εξωτερική πολιτική «στα σκοτάδια», να διατηρούν ευαίσθητες «ενδο-οικογενειακές» ισορροπίες στην διανομή εξουσίας και να συντηρούν ένα «παγωμένο» καθεστώς οικονομικής-πολιτικής-κοινωνικής «σταθερότητας» που αποδείχθηκε αποτελεσματικό για δεκαετίες.
Αυτές οι σκοπούμενες μεγάλες αλλαγές δεν προκύπτουν φυσικά μόνο από την ιδιοσυγκρασία του νεαρού επίδοξου μονάρχη. Βρισκόμαστε σε μια συγκυρία όπου η Σαουδική Αραβία αντιμετωπίζει μια σειρά από μεγάλες προκλήσεις, στο εσωτερικό (οικονομικά προβλήματα) και στο εξωτερικό (αύξηση της ιρανικής επιρροής). Το να συνεχίσουν να κυβερνούν «όπως πριν» δεν αποτελεί πλέον βιώσιμη επιλογή για τους Σαούντ. Ο Μπιν Σαλμάν επιχειρεί να χαράξει μια αλλαγή πορείας, αλλά με κίνδυνο να οδηγήσει τελικά σε έκρηξη τις αντιφάσεις που σιγοβράζουν…
Λίβανος
Ο Σαάντ Χαρίρι, ο «άνθρωπος των Σαούντ» στο Λίβανο, κλήθηκε εκτάκτως να επισκεφτεί τον Σαουδάραβα βασιλιά. Λίγο μετά, ανακοίνωσε απολύτως αιφνιδιαστικά την παραίτησή του από την πρωθυπουργία του Λιβάνου, κατηγορώντας το Ιράν και τη Χεζμπολά για σχέδιο δολοφονίας του. Η πολιτική σκοπιμότητα της καταγγελίας ήταν εμφανής, και επιβεβαιώθηκε από όλες τις κρατικές υπηρεσίες του Λιβάνου που αρνούνται την ύπαρξη οποιασδήποτε σχετικής ένδειξης. Ο «Independent» περιγραφεί ουσιαστικά «απαγωγή» του Χαρίρι από τις σαουδαραβικές δυνάμεις ασφαλείας. Ακόμα κι αν αυτό το σενάριο «αιχμαλωσίας» είναι υπερβολικό, είναι δεδομένο ότι η παραίτηση του Χαρίρι αποτελεί απόφαση των Σαούντ -είτε κατόπιν συνεννόησης μαζί του, είτε κατόπιν πιέσεων, «βελούδινων» ή πιο σκληρών.
Ο Χαρίρι είχε δεχτεί σκληρές επικρίσεις από τους Σαούντ όταν -για να τερματιστεί η πολυετής ακυβερνησία- δέχτηκε τη συγκρότηση κυβέρνησης εθνικής ενότητας, που ένωνε τα δύο μεγάλα ανταγωνιστικά μπλοκ του Λιβάνου (το «σουνιτικό» φιλο-σαουδαραβικό και το «σιιτικό» φιλο-ιρανικό με κορμό τη Χεζμπολά). Για τους Σαούντ, η ενίσχυση της ιρανικής επιρροής στο Λίβανο θα ήταν μια πολύ βαριά ήττα στον περιφερειακό ανταγωνισμό, στον οποίο ήδη μετράνε σημαντικές ήττες: Στο Ιράκ και τη Συρία η επιρροή της Τεχεράνης έχει ενισχυθεί κατακόρυφα, με τη μορφή και άμεσης στρατιωτικής παρουσίας.
Η παραίτηση Χαρίρι αποτελεί μάλλον το πρώτο βήμα σε μια εκστρατεία «αντιστροφής» των πολιτικών εξελίξεων στο Λίβανο προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της σαουδαραβικής επιρροής. Ο υπουργός Εξωτερικών Ταμέρ Αλ Σαμπάν δήλωσε πως «η κυβέρνηση του Λιβάνου κήρυξε τον πόλεμο στη Σαουδική Αραβία» (!) και θα αντιμετωπιστεί αντίστοιχα. Για να το κάνει ακόμα πιο σαφές, συμπλήρωσε πως «υπάρχουν αυτοί που θα σταματήσουν τη Χεζμπολά και θα την υποχρεώσουν να επιστρέψει στις σπηλιές του νότιου Λιβάνου».
Η αλαζονεία του Μπιν Σαλμάν προειδοποιεί ότι δεν θα μείνει στα λόγια, και τα σενάρια είναι πολλά: η σαουδαραβική κυβέρνηση μπορεί να ετοιμάζει μια «εσωτερική» κρίση, αναζητώντας κάποιον σουνίτη φιλόδοξο πολιτικό να αποφασίσει ότι ήρθε η ώρα του να κάνει καριέρα ως το νέο τσιράκι των Σαούντ. Μπορεί επίσης να αναλάβει το ίδιο το Ισραήλ να κάνει τη βρόμικη δουλειά, αφού οι Σαούντ θα έχουν προκαλέσει ένα κλίμα «απομόνωσης» και στιγματισμού της Χεζμπολά και της λιβανέζικης κυβέρνησης.
Επιθετικότητα
Τα επιθετικά σχέδια ενάντια στο Λίβανο, έρχονται σε συνέχεια άλλων επιθετικών κινήσεων της Σαουδικής Αραβίας. Στην Υεμένη, έχει εξαπολύσει ένα βάρβαρο πόλεμο με τακτικές «καμένης γης» που έχει προκαλέσει μια ανείπωτη ανθρωπιστική καταστροφή, προκειμένου να αντιμετωπίσει τους αντάρτες Χούθι και να επαναφέρει στην εξουσία τον έκπτωτο πρόεδρο Χάντι, που βρίσκεται στο Ριάντ.
Το Κατάρ παραμένει σε καθεστώς απομόνωσης και ασφυκτικών κυρώσεων, όσο αρνείται να αποδεχτεί το ταπεινωτικό τελεσίγραφο που του επέδωσαν οι Σαούντ, για να πειθαρχήσει απόλυτα στην «γραμμή» του Ριάντ (όσον αφορά τις σχέσεις με το Ιράν, τη Χαμάς, τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, διάφορες τζιχαντιστικές οργανώσεις, αλλά και κάθε φωνή αμφισβήτησης -με το αίτημα να φιμωθεί το Αλ Τζαζίρα).
Στο Μπαχρέιν το σουνιτικό καθεστώς παραμένει στη θέση του ύστερα από τη στρατιωτική επέμβαση-εισβολή της Σαουδικής Αραβίας, ενάντια στη σιιτική εξέγερση.
Ο Μπιν Σαλμάν καλεί τον ένα Άραβα ηγέτη μετά τον άλλο στο Ριάντ για να «πάρει εντολές». Μετά τον Χαρίρι, σειρά πήρε ο Μαχμούντ Αμπάς, για να πιεστεί να αφήσει στην άκρη τη διαπραγμάτευση με τη Χαμάς (η οποία έχει κολλήσει στην απολύτως σωστή άρνηση της οργάνωσης να διαλύσει το ένοπλο τμήμα της) και να ρίξει όλο του το βάρος στην υποστήριξη της «ειρηνευτικής διαδικασίας» που ετοιμάζουν Τραμπ και Νετανιάχου.
Η αύξηση της ιρανικής επιρροής έχει φέρει ακόμα πιο κοντά τους Σαούντ με το κράτος του Ισραήλ, που δείχνουν να συντονίζονται πλέον απόλυτα. Σε αυτό το μίγμα προστίθεται η προεδρία Τραμπ ως ευνοϊκή συγκυρία για να ξεδιπλωθεί το σαουδαραβικό σχέδιο. Ο Μπάρακ Ομπάμα είχε κληθεί να διαχειριστεί τις καταστροφικές συνέπειες που είχε για τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό η «καουμπόικη» εξωτερική πολιτική του Μπους, και το έπραξε κάνοντας πράξη το δόγμα του διαβόητου Κίσινγκερ «οι ΗΠΑ δεν έχουν ούτε μόνιμους φίλους, ούτε μόνιμους εχθρούς, έχουν μόνο συμφέροντα». Αυτή η προσέγγιση, που είχε ως συνέπεια π.χ. την σχετική εξομάλυνση των σχέσεων με το Ιράν προς όφελος μιας πιο μακροπρόθεσμης διασφάλισης της ιμπεριαλιστικής σταθερότητας, προκάλεσε «καβγαδάκια» στο παρελθόν και με το Ισραήλ και με τη Σαουδική Αραβία. Η πολιτική Τραμπ -που ιεραρχεί τον «ισλαμικό εξτρεμισμό» και το Ιράν ως απόλυτη απειλή και που πριμοδοτεί ανοιχτά το κράτος του Ισραήλ- λειτουργεί «απελευθερωτικά» για τις πρωτοβουλίες που παίρνει ο Μπιν Σαλμάν, τις οποίες σπεύδει διαρκώς να στηρίζει ένθερμα και δημόσια ο Τραμπ.
Αντίσταση
Όμως πέρα από το ευνοϊκό κλίμα στην Ουάσινγκτον, το γενικότερο περιβάλλον δεν δείχνει ιδιαίτερα ευνοϊκό για τις σαουδαραβικές φιλοδοξίες. Το Ιράκ έχει χαθεί. Στον πόλεμο στη Συρία, το Ιράν ενίσχυσε το ρόλο του κατακόρυφα, ενώ στις γραμμές των αντικαθεστωτικών επικράτησαν φονταμενταλιστικές δυνάμεις που κινούνται ανεξέλεγκτα από το Ριάντ. Στην Υεμένη, παρ’ όλη την καταστροφή, οι Χούθι όχι μόνο αντέχουν, αλλά απέδειξαν πως έχουν την ικανότητα να μεταφέρουν -έστω στιγμιαία- τον πόλεμο και μέσα σε σαουδαραβικό έδαφος. Την ίδια ώρα η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού της Υεμένης στέκεται αποφασιστικά ενάντια στην ξένη, βάρβαρη επέμβαση. Το Κατάρ, μετά από μήνες κυρώσεων, όχι μόνο δεν «γονάτισε», αλλά κατέληξε να έρθει εκ των πραγμάτων πιο κοντά με το Ιράν και την Τουρκία. Στο Λίβανο, η ωμή εξωτερική παρέμβαση έχει προκαλέσει ένα κύμα «εθνικής ενότητας» χωρίς προηγούμενο. Όλα τα πολιτικά κόμματα, από τη Χεζμπολά ως το κόμμα του ίδιου του Χαρίρι, στέκονται ενωμένα γύρω από το αίτημα «να επιστρέψει ο Χαρίρι στο Λίβανο». Η στάση αντανακλά και τις διαθέσεις της λιβανέζικης κοινωνίας, που αντιμετωπίζει το περιστατικό ως «παρέμβαση των Σαούντ». Βέβαια, σύμφωνα με τα ρεπορτάζ, στο «αραβικό πεζοδρόμιο», ο Χαρίρι παραμένει αντιπαθής και θεωρείται θλιβερή προσωπικότητα. Το κύμα που απαιτεί την επιστροφή του, αποτελεί περισσότερο απάντηση στους Σαούντ και αγανάκτηση για την διαρκή μετατροπή του Λιβάνου σε πεδίο ανταγωνισμών ξένων δυνάμεων.
Εσωτερικό μέτωπο
Μια αποτυχία στο «τζογάρισμα» που γίνεται στην εξωτερική πολιτική, μπορεί να έχει ως τίμημα την εσωτερική αποσταθεροποίηση. Το μίγμα «ρευστότητα-πελατειακές σχέσεις-καταστολή» διασφάλιζε την σταθερότητα στο Βασίλειο των Σαούντ για δεκαετίες, με κορυφαίο δείγμα την «εξαγορά» της κοινωνικής ειρήνης το 2011 (που διευκόλυνε την άγρια καταστολή σε μαχητικές -κυρίως σιιτικές- μειοψηφίες). Με την πτώση των τιμών του πετρελαίου και τον αντίκτυπο της οικονομικής κρίσης στη Σαουδική Αραβία, αυτά τα περιθώρια ελιγμών έχουν μειωθεί.
Το «Όραμα 2030» αποτελεί την απάντηση του Μπιν Σαλμάν στην οικονομική κρίση. Αυτό έγινε διάσημο κυρίως χάρη στο σχέδιο μιας φουτουριστικής πόλης βγαλμένης από ταινία επιστημονικής φαντασίας. Περιλαμβάνει και άλλα πράγματα, όπως η ιδιωτικοποίηση τμήματος της κρατικής πετρελαϊκής Aramco και η προσπάθεια «απεξάρτησης» από το πετρέλαιο. Πρόκειται για σχέδια επί χάρτου που ίσως αποδειχθούν δύσκολα στην υλοποίηση και τα οφέλη τους είναι αμφιλεγόμενα.
Αυτή η αλλαγή πορείας θα προκαλέσει αναταράξεις, και γι’ αυτό ο Μπιν Σαλμάν οχυρώνει τη θέση του. Πάνω απ’ όλα είναι η οικογένεια -ακόμα και στις διώξεις. Τουλάχιστον 11 πρίγκιπες συνελήφθησαν. Είναι μικρό δείγμα, αν σκεφτεί κανείς ότι οι Σαούντ έχουν στις τάξεις τους 15.000 περίπου παράσιτα, αλλά οι συλληφθέντες ανήκουν στην «αφρόκρεμα» της βασιλικής οικογένειας. Ακολούθησε η κυβέρνηση, με τουλάχιστον 38 πρώην και νυν υπουργούς να φυλακίζονται, με πολλούς από αυτούς να έχουν σχέση με την οικονομία και την Aramco. Συνελήφθησαν επίσης στρατιωτικοί, ανάμεσα στους οποίους ο ανώτατος διοικητής του Βασιλικού Ναυτικού αλλά και ο Μιτάμπ Μπιν Αμπντάλα, γιος του πρώην βασιλιά, ηγετικό μέλος της οικογένειας των Σαούντ και επικεφαλής της Εθνοφρουράς, δηλαδή της «ελίτ» των ενόπλων δυνάμεων και του μόνου σώματος που είχε μείνει εκτός ελέγχου του Μπιν Σαλμάν. Θύματα έπεσαν και πολλοί «σκληροπυρηνικοί» κληρικοί, σε συνέχεια της πολιτικής του Σαλμάν να «βάλει χέρι» στα όρια της θρησκευτικής εξουσίας (περιορισμός των εξουσιών της θρησκευτικής αστυνομίας, δειλά μέτρα αυτονόητου «εκμοντερνισμού» που παρουσιάζονται ως τάχα ριζοσπαστικές τομές από τα δυτικά ΜΜΕ κ.λπ.). Τέλος, στη φυλακή βρέθηκαν και ισχυροί της οικονομίας, όπως οι ιδιοκτήτες των ξενόγλωσσων σαουδαραβικών μιντιακών δικτύων.
Βραχυπρόθεσμα, ο Μπιν Σαλμάν οχυρώνει την εξουσία του απέναντι σε κάθε επίδοξο ανταγωνιστή. Αλλά κάνοντάς το, ανοίγει μέτωπα που μπορεί να προκαλέσουν μεγάλες κρίσεις στο μέλλον. Διαλύει την παράδοση «συνεννόησης και μοιρασιάς» που κρατούσε ενωμένες τις 6 οικογένειες που απαρτίζουν τη μεγάλη φαμίλια των Σαούντ. Αποξενώνει τμήματα της κρατικής και της οικονομικής εξουσίας. Βάζει τέλος στον άβολο «γάμο συμφέροντος» ανάμεσα στη βασιλική οικογένεια και τους ουαχαμπίτες κληρικούς -με ένα επιθετικό τρόπο που μπορεί να προκαλέσει σοβαρές ρήξεις.
Προοπτικές
Όλα αυτά κυοφορούν εσωτερικές συγκρούσεις. Και η αστάθεια στην κορυφή της κοινωνίας μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά για να εκφραστεί πιο εύκολα η δυσαρέσκεια στη βάση της. Και για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια, στην κοινωνία της Σαουδικής Αραβίας υπάρχει έντονη δυσαρέσκεια.
Η αγοραστική δύναμη βρίσκεται στην χειρότερη θέση εδώ και δεκαετίες -και χειροτερεύει. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα, ενώ μέτρα όπως η εισαγωγή ΦΠΑ, για πρώτη φορά στην ιστορία, και ένα σχέδιο για «χαράτσι» στα 7 εκατομμύρια μετανάστες εργάτες και τις οικογένειές τους (προκειμένου να ανανεώνουν τη παρουσία τους στη χώρα) περισσότερα προβλήματα δημιουργεί παρά έσοδα στα κρατικά ταμεία.
Αυτά αντανακλούνται στις λαϊκές διαθέσεις. Το «Όραμα 2030» είναι βαθιά αντιδημοφιλές και θεωρείται «εκτός πραγματικότητας» από τα λαϊκά στρώματα. Η αντίληψη πως «η κυβέρνηση φροντίζει για μας» υποχωρεί, και αυτό αλλάζει τις διαθέσεις και απέναντι στην εξωτερική πολιτική. Η αγορά όπλων αντί 350 δισ. δολ. από τις ΗΠΑ, ή ο πακτωλός χρημάτων στην Αίγυπτο του Σίσι για να σταθεροποιηθεί η αντεπανάσταση εκεί, αντιμετωπίζονται όλο και περισσότερο ως προκλήσεις. Αν μετά το 2011, το σαουδαραβικό χρήμα στήριξε την αντεπανάσταση και στο εσωτερικό αλλά και σε όλο τον αραβικό κόσμο, τώρα η κατάσταση αντιστρέφεται και το οικονομικό τίμημα που πληρώνουν οι Σαούντ μπορεί να μετατραπεί σε πολιτικό.
Ένα ανυπόγραφο άρθρο στο «Middle East Eye», γραμμένο όχι από μαρξιστή ή αντικαθεστωτικό, αλλά από τη σκοπιά της «φιλικής προειδοποίησης» προς τους Σαούντ, έχει τον προκλητικό τίτλο «Ο ερχόμενος εμφύλιος πόλεμος» και ρισκάρει μια πρόβλεψη:
«Για την σαουδαραβική κοινωνία κάτι τέτοιο (σ.σ.: η διάψευση των παλιών προσδοκιών και η ανατροπή της παλιάς οικονομικής κανονικότητας) μπορεί να σημαίνει μόνο ένα πράγμα: επανάσταση… Θα χρειαστεί να κατέβουν μόνο μερικές χιλιάδες στους δρόμους και να απαντήσουν επιθετικά οι δυνάμεις καταστολής για να ξεφύγουν τα πράγματα προς αυτό που μπορούμε να περιγράψουμε ως τις αρχικές φάσεις ενός εμφυλίου πολέμου».
Προς το παρόν, η Αριστερά διεθνώς έχει να σταθεί απέναντι στην περιφερειακή επιθετικότητα των Σαούντ -στο Λίβανο, στην Υεμένη, την Παλαιστίνη. Το να ματαιωθούν τα σχέδιά τους θα είναι σωτήριο για τους εργάτες σε όλη την περιοχή, αλλά θα οξύνει και την κρίση στο εσωτερικό. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει αν και πώς θα ξεσπάσει αυτή. Ούτε μπορεί να ξέρει κανείς τη μορφή που θα πάρει. Αλλά όπως και να έχει, κάθε κρίση στο «κάστρο της αντεπανάστασης» είναι καλό νέο για όλο τον αραβικό κόσμο, και τις προοπτικές μιας «ρεβάνς» για την ήττα του 2011-13.
*Αναδημοσίευση από “Εργατική Αριστερά”, φ.396 (22/112017)