Το βαθύ κράτος και οι σκοτεινές τέχνες. Η μεγάλη εικόνα πίσω από την αντιρωσική υστερία

1724
κράτος
Υπάρχει μια υπέροχη σκηνή στην κινηματογραφική ταινία «Συριάνα» όπου οι γραφειοκράτες της CIA αποστασιοποιούνται από τον πράκτορά τους Μπομπ, ρόλο που παίζει ο Τζορτζ Κλούνεϊ, ο οποίος τους δημιουργεί προβλήματα. Ο επικεφαλής αρχίζει να αυτοσχεδιάζει μια αφήγηση για τους υφισταμένους του και με ψυχρή αδιαφορία τούς λέει: «Δημιουργείστε απόσταση ανάμεσα σ’ εμάς και τον Μπομπ. Ο Μπομπ έχει πολύχρονη ιστορία επιχειρησιακών δράσεων. Στην πραγματικότητα, δεν τον ελέγχουμε εδώ και πολλά χρόνια. Μετά τις 11/9, κάποιοι άνθρωποι απέκτησαν μεγάλη ελευθερία κινήσεων, αφέθηκαν να λειτουργούν συναισθηματικά. Οι καιροί είναι περίπλοκοι. Διεξάγεται ήδη έρευνα για τις δραστηριότητες του Μπομπ … βοηθήστε με να λύσουμε το πρόβλημα».
 
Σ’ αυτό το σημείο, η ομάδα συμπληρώνει τις λεπτομέρειες για το πώς θα καταστρέψει  τις διασυνδέσεις της CIA με τον Μπομπ, περιγράφοντάς τον ως έναν πράκτορα που έγινε απατεώνας, ξεγλιστρώντας από το δίχτυ εποπτείας της CIA, αρνούμενος τα πρωτόκολλα και τελικά ξεπουλώντας τον εαυτό του σε αηδιαστικούς ανθρώπους που θέλουν νεκρούς τους  πράκτορες των ΗΠΑ.  Με αυτό τον τρόπο, το κτήνος αποβάλλει έναν αφοσιωμένο υπηρέτη, με ψεύδη και συκοφαντίες, καθαγιασμένα με τη σφραγίδα της επίσημης αρχής.
 
Θα πρέπει να σημειώσουμε τη σημασία των ΜΜΕ σ’ όλη αυτή την ιστορία, παρόλο που είναι φανταστική. Οι σκοτεινές τέχνες της προπαγάνδας δεν αναφέρονται ρητώς, αλλά αποτελούν βασικά εργαλεία που θα δώσουν σάρκα και οστά στην καταστροφή της καριέρας του Μπομπ.  Μήπως όλα αυτά ακούγονται οικεία; Θα έπρεπε. Είναι εκείνο ακριβώς το σενάριο που χρησιμοποιούν οι μυστικές υπηρεσίες ως modus operandi τους, όταν χρειάζεται να αντιμετωπίσουν έναν μη βολικό δημόσιο υπάλληλο.
Θέατρο του παραλόγου
Με τις φήμες της ύφεσης να κροταλίζουν στους αιθέρες, ο ιμπεριαλιστικός μηχανισμός της αντιρωσικής εξωτερικής πολιτικής άρχισε να γυρίζει τα γρανάζια του με ταχύτητα, χρησιμοποιώντας διαρροές και τον Τύπο για να  αποσοβήσει τα κάποια ανοίγματα ειρήνης του Τραμπ. Τον περασμένο μήνα, οι διαρροές προς την Washington Post  οδήγησαν στην αποπομπή του Μάικλ Φλιν από τη θέση του συμβούλου εθνικής ασφαλείας. Τον Φλιν τον «άδειασε»  μάλλον εύκολα  μια διαρροή που προήλθε από το εσωτερικό των μυστικών υπηρεσιών που τον κατηγορούσε ως συνομιλητή και στην πιο κομψή εκδοχή της ως άνθρωπο ευάλωτο στους εκβιασμούς του Κρεμλίνου.
Μετά την απότομη εκδίωξη του Φλιν, επόμενος στόχος ήταν ο υπουργός Δικαιοσύνης Τζεφ Σέσιονς, που τον διαπομπεύουν οι Δημοκρατικοί για τις επαφές του με τον Ρώσο πρέσβη Σεργκέι Κισλιάκ, επαφές τις οποίες δεν ανέφερε στις ακροάσεις για την επικύρωση του διορισμού του.  Εξαπολύονται επίμονες φήμες ότι ο Σέσιονς βρέθηκε στην ίδια αίθουσα με τον Κισλιάκ, στη διάρκεια ενός κοκτέιλ πάρτι.  Συνωμοτούσαν πάνω από τα καναπεδάκια; Αντάλλασσαν κρυφά οδηγίες τυλιγμένες σε προσούτο;  Πιπεριές παραγεμισμένες με πυρηνικούς κωδικούς;  Οι εικασίες φουσκώνουν σαν πυρηνικό μανιτάρι. Δεν αισθάνεστε το ρίγος της προδοσίας;
Βεβαίως, το  FBI  ερευνά τις πιο πεζές επαφές μεταξύ της ομάδας του Τραμπ και της Μόσχας,  ένα σχέδιο που θα καταλήξει είτε στην παραπομπή του Τραμπ για κάποιο είδος προδοσίας ή στην πλήρη και απόλυτη υποταγή του στις επιθυμίες του κατεστημένου της εξωτερικής πολιτικής. Ένα άρθρο των  Times ανέφερε ότι η κυβέρνηση Ομπάμα, τις τελευταίες ημέρες της προεδρίας  του «ειρηνοποιού», έβαλε με σπουδή τα θεμέλια γι’ αυτή την έρευνα διασπείροντας υπαινιγμούς  ότι ο Τραμπ ήταν υπό ρωσική επιρροή. Ως συνήθως, πρόκειται για ανεπίσημα σχόλια που επαινούν τον πατριωτισμό του Ομπάμα, παρόλο που  αυτός ο πιστός υπηρέτης της Γουόλ Στριτ δεν έκανε τίποτε άλλο από το να προσφέρει υπηρεσίες συντήρησης της τελευταίας στιγμής στο επιρρεπές στο χρηματισμό κόμμα του.
Λίγες εβδομάδες πριν, ένας βουλευτής (Ρεπουμπλικάνος, Ντάρελ Άισα) μίλησε αορίστως για το διορισμό ειδικού εισαγγελέα. Τη θέση  του υιοθέτησε ο (Ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής) Λίντσεϊ Γκρέιαμ, προτείνοντας να διοριστεί ειδικός εισαγγελέας,  εάν βρεθεί ότι έγιναν επαφές ανάμεσα σε βοηθούς του Τραμπ και τη Μόσχα, ανεξαρτήτως του περιεχομένου τους. Θυμίζει την παροιμία ότι η γυναίκα του Καίσαρα πρέπει να είναι υπεράνω και αβάσιμων υποψιών, όχι απλώς πραγματικών ατοπημάτων. Εν πάση περιπτώσει, ο Γκρέιαμ και ο μονομανής φίλος του Τζον Μακέιν συνεχίζουν τις έντονες δηλώσεις στον Τύπο, επιδιώκοντας τώρα να κλητεύσουν τις μυστικές υπηρεσίες, προκειμένου να αποδειχθεί εάν ισχύουν οι ισχυρισμοί του Τραμπ  για την παγίδευση των τηλεφώνων του από την κυβέρνηση Ομπάμα, αν και ο πρώην διευθυντής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (DNI) Τζέιμς Κλάπερ διέψευσε τη φήμη για την παγίδευση, όπως και ο διευθυντής του FBI Τζέιμς Κομέι,  ζητώντας όμως πλαγίως να  κάνει το ίδιο και  το υπουργείο Δικαιοσύνης. Όπως και να έχει, η απαγόρευση του Φλιν, ο στιγματισμός του Σέσιονς και το πέπλο υποψίας που απλώνεται σε όλη την κυβέρνηση του Τραμπ αποτελούν ισχυρές προειδοποιήσεις των αναστατωμένων παραγόντων της εξωτερικής πολιτικής, ένα σύγχρονο ισοδύναμο των κομμένων κεφαλιών Ρωμαίων στρατιωτών που καρφώνονταν πάνω σε δόρατα σαν μήνυμα από τις ορδές των Βησιγότθων.
Η κακοφωνία υπαινιγμών που περιβάλλει τον Τραμπ είναι  πιθανώς αποτέλεσμα μιας συνεργασίας ανάμεσα στο  υπουργείο Δικαιοσύνης, την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, τη CIA και, αυτό είναι κρίσιμο,  τον κατεστημένο Τύπο. Πέρα από τους διαδρόμους του Καπιτωλίου, οργανώσεις όπως η χρηματοδοτούμενη από τον Τζ. Σόρος MoveOn.org  και η ισχυρή Organizing for Action (OFA) του Μπαράκ Ομπάμα ανεβάζουν τη θερμοκρασία στους δρόμους, δημιουργώντας ορατά σημάδια αναταραχής, μερικές φορές βίαιης, του τύπου που έχει ανατρέψει κυβερνήσεις από τη Βενεζουέλα μέχρι την Ουκρανία εξ ονόματος των δυτικών ολιγαρχών.
Τις τελευταίες εβδομάδες, ο διορισμός από τον Τραμπ του πολεμοκάπηλου  Χ. Ρ. ΜακΜάστερ ως συμβούλου εθνικής ασφαλείας, η ανακοίνωση για την  αχρείαστη αύξηση του στρατιωτικού προϋπολογισμού κατά 54 δισ. δολάρια, η αιφνίδια απαίτηση του Τραμπ για επιστροφή της Κριμαίας στην Ουκρανία, η επικίνδυνη επαναφορά της υστερίας της κυβέρνησης Μπους για το Ιράν, ανάμεσα σε αρκετές άλλες πολεμοχαρείς εκδηλώσεις, μπορούν να ερμηνευτούν ως προσπάθειες ενός νευρικού προέδρου να κατευνάσει το κατεστημένο της εξωτερικής πολιτικής  που χρησιμοποιεί ανελέητα τα ΜΜΕ για να υπονομεύσει και να κυριαρχήσει  ως μόνιμος φύλακας της αυτοκρατορίας.
Απόλυτη κυριαρχία εναντίον της διορατικής ύφεσης
Γιατί, όμως, η Ρωσία αποτελεί μόνιμο στόχο της Ουάσιγκτον; Γιατί λοιδορούνται τα ειρηνικά ανοίγματα προς τη Μόσχα; Όπως διαπίστωσε η ομάδα του Τραμπ, η αποκλιμάκωση της έντασης είναι μη αποδεκτή στην Ουάσιγκτον. Η Ρωσία, μαζί με την Κίνα, αποτελούν τους κορυφαίους στόχους της μακροπρόθεσμης αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Αντιπροσωπεύουν τις δύο μοναδικές χώρες που θα μπορούσαν να ανταγωνιστούν σοβαρά τις ΗΠΑ στην Ευρασία, η οποία θεωρείται το επίκεντρο της παγκόσμιας οικονομίας του 21 ου αιώνα. Η αποτροπή της εμφάνισης νέων αντιπάλων αποτελεί μακροχρόνια αμερικανική πολιτική, που διατυπώθηκε σαφώς από τον Πολ Γούλφοβιτς εκ μέρους της κυβέρνησης Κλίντον στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Τίποτε απ’ αυτά δεν εκπλήσσει. Ας αναλογιστούμε απλώς τι διακυβεύεται. Στο μακρο-επίπεδο, το συνολικό πρόγραμμα για την παγκόσμια ηγεμονία απειλείται. Όπως έχει σκιαγραφηθεί επί δεκαετίες από τους φωστήρες της εξωτερικής πολιτικής όπως οι Τζορτζ Κέναν, Άλεν Ντάλες, Γούλφοβιτς και  Ζ. Μπρεζίνσκι, το γενικό σχέδιο είναι η απόλυτη  κυριαρχία σε όλο το φάσμα , που σημαίνει έλεγχο της γης, της θάλασσας, του αέρα και του διαστήματος σε πλανητική βάση, με ιδιαίτερη έμφαση στη «μεγάλη ευρασιατική περιοχή», όπως την αποκάλεσε ο αποκρουστικός ΜακΜάστερ σε μια πρόσφατη αντιρωσική ομιλία του.
Εάν η ιστορία αποτελεί οδηγό, για τον Αμερικανό πρόεδρο είναι απαράδεκτο να ξεπαγώσει τις σχέσεις με τη Ρωσία, παρεκτός αν αυτό  συνεπάγεται την παράδοση της Ρωσίας στις αμερικανικές απαιτήσεις. Η εμπιστοσύνη που έδειξε ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ διαλύοντας τη Σοβιετική Ένωση και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας οδήγησε σε μια δεκαετία δυτικής λεηλασίας της χώρας του. Ο Βλάντιμιρ Πούτιν έκτοτε αποκατέστησε εν μέρει την οικονομική και στρατιωτική δύναμη της Ρωσίας. Εκεί όπου ο Γκορμπατσόφ ήταν εκμεταλλεύσιμος, ο Πούτιν αποδεικνύεται ανθεκτικός και ανθιστάμενος σε τέτοιες πιέσεις, εκτός από το πεδίο της οικονομίας όπου φαίνεται να έχει υιοθετήσει εν μέρει τη δυτική νεοφιλελεύθερη πολιτική.
Συνεπώς, ο Πούτιν αποτελεί μια απειλή για το προχώρημα της νεοσυντηρητικής εξωτερικής πολιτικής της Ουάσιγκτον. Προώθησε πολλά σχέδια αγωγών που επιταχύνουν τη μεταφορά ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου στη Δυτική Ευρώπη, μειώνοντας τα κέρδη των δυτικών πολυεθνικών εταιρειών και  εθίζοντας χώρες του ΝΑΤΟ στην κατανάλωση ενέργειας από τη Ρωσική Ομοσπονδία.   Και έχει κάνει κάποιους στρατιωτικούς ελιγμούς που εξόργισαν την ελίτ της Ουάσιγκτον η οποία είχε συνηθίσει να τη γλείφουν οι παρακμασμένες ελίτ των αναπτυσσόμενων χωρών. Εδώ πρόκειται για κάτι διαφορετικό. Για μια χώρα με πυρηνική ισχύ που δεν μπορεί να κατακτηθεί ή να βομβαρδιστεί μέχρι να υποταχθεί. Και το δείχνει.
Μετά τον πετυχημένο διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας, του Κονγκό, του Αφγανιστάν, του Ιράκ, της Λιβύης, της Υεμένης, το χάος που έσπειρε η Δύση στη Μέση Ανατολή εμποδίστηκε στη Συρία. Ύστερα από την επιτυχή επέκταση του ΝΑΤΟ σ’ όλη την Ανατολική Ευρώπη με ελάχιστη εναντίωση, η εξάπλωσή του βρήκε τοίχο στην Ουκρανία. Και στις δύο περιπτώσεις, πίσω από την παρακώλυση της προώθησης του αμερικανικού σχεδίου για παγκόσμια κυριαρχία βρίσκεται η Ρωσία. Γι’ αυτό ακριβώς ο Πούτιν πήρε τη θέση του  Τσάβες ως η πιο δαιμονοποιημένη δημόσια προσωπικότητα στη Δύση.
Ανησυχητικό για τους πλεονέκτες πολιτικούς σχεδιαστές της Ουάσιγκτον είναι το ότι υπάρχει πλήθος νέων οικονομικών δραστηριοτήτων στην Ευρασία σε ελάχιστες εκ των οποίων συμμετέχουν οι ΗΠΑ. Αυτές οι δραστηριότητες περιλαμβάνουν σχέδια για μια Ευρασιατική Ένωση με επικεφαλής τη Ρωσία, ως εξέλιξη του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης, και το όραμα των Κινέζων για τη γρήγορη ανάπτυξη μιας Ενιαίας ζώνης, και ενός Δρόμου. Αυτός θα ήταν στην ουσία ο νέος Δρόμος του Μεταξιού  που εκτείνεται από το Βλαδιβοστόκ μέχρι τη Λισαβόνα, δίνοντας δυναμική στην κινεζική και ρωσική οικονομική επιρροή στην ασιατική και ευρωπαϊκή ήπειρο και ανυψώνοντας χώρες όπως το Κιργιστάν, το Καζαχστάν, το Τατζικιστάν, το Τουρκμενιστάν και το Ουζμπεκιστάν. Αυτό είναι εφιαλτικό σενάριο για την Ουάσιγκτον, εφόσον κανένας σοβαρός γεωστρατηγικός αναλυτής δεν πιστεύει ότι είναι εφικτή η παγκόσμια ηγεμονία χωρίς την κυριαρχία στην Κεντρική Ασία. Αυτή η κατανόηση τροφοδοτεί την υποκείμενη εχθρότητα απέναντι στη Μόσχα και το Πεκίνο. Δεν έχει καμιά σχέση με τα ακαταπαύστως επαναλαμβανόμενα ψεύδη σχετικά με τη ρωσική επιθετικότητα στην Ανατολική Ευρώπη και την κινεζική επιθετικότητα στη Θάλασσα της  Νότιας Κίνας.  Και δεν έχει καμιά σχέση με τα ψεύδη σχετικά με την παρέμβαση της Μόσχας στις αμερικανικές εκλογές υπέρ του Ντόναλντ Τραμπ ή με το ότι ο Μάικλ Φλιν θα καταργούσε τις κυρώσεις ως ανόσιο αντάλλαγμα.
Το βαθύ κράτος εναντίον του έθνους – κράτους
Ο Μάικλ Λόφγκριν, επί μακρόν μέλος του προσωπικού του Κογκρέσου, ονομάζει  τις σκοτεινές υπηρεσίες που εργάζονται για να διασφαλίσουν αυτό το πλανητικό σχέδιο, ακολουθώντας το με επιμονή, «βαθύ κράτος», στο ομότιτλο βιβλίο του.
Γράφει ότι το «βαθύ κράτος» περιλαμβάνει βασικά στοιχεία του κράτους εθνικής ασφάλειας, το οποίο εξασφαλίζει τη συνέχιση της πολιτικής παρά τις επιφανειακές αλλαγές από τη μια κυβέρνηση στην επόμενη. Το βαθύ κράτος είναι μια πολεμοχαρής ολιγαρχία, φανατικά προσηλωμένη στην πλήρη κυριαρχία, ορμώμενη από τον πόθο για πλούτο και δύναμη και με το άγχος να χαράξει το όνομά της στην ιστορία. Πιο συγκεκριμένα, λέει ο Λόφγκριν, το βαθύ κράτος περιλαμβάνει το υπουργείο Άμυνας, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, τις Εθνικές Υπηρεσίες Πληροφοριών, τη Γουόλ Στριτ, την πολεμική βιομηχανία και το κονσόρτσιουμ της ενέργειας μεταξύ άλλων μεγάλων ιδιωτών παραγόντων.  Μοιράζονται κοινές ατζέντες, λειτουργούν με το σύστημα εναλλαγής υπαλλήλων και όλοι απεχθάνονται τη δημοκρατία, τη διαφάνεια και τη ρύθμιση. Το βαθύ κράτος είναι ο σύνδεσμος ανάμεσα στις στρατιωτικές επεμβάσεις και  τις εμπορικές συμφωνίες  του Ειρηνικού, ανάμεσα στην επιβολή κυρώσεων και στα δάνεια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Όλα αυτά τα εργαλεία, είτε είναι όπλα, δάνεια ή νομικές δομές, υπηρετούν έναν και μοναδικό σκοπό: τον έλεγχο των  πόρων του πλανήτη  από μια παγκόσμια ομάδα εταιρικών ελίτ. Μπορεί κανείς να διαπιστώσει πώς αυτά τα τρία εργαλεία πολιτικής και ισχύος προκαλούν τεράστια ζημιά σε μια συγκεκριμένη οντότητα, το έθνος- κράτος. Διότι το έθνος-κράτος θεωρείται πλέον από τις ελίτ ως το μοναδικό εναπομένον οδόφραγμα ανάμεσα στους πληθυσμούς των κατ’ όνομα δημοκρατιών και την ανεμπόδιστη εκμετάλλευσή τους από τις πολυεθνικές, παρόλο που θα μπορούσε λογικά να υποστηρίξουμε ότι το κράτος πιο συχνά υποθάλπει την εκμετάλλευση παρά την αποτρέπει.
Η Δυστοπία που έρχεται
Ποια είναι,  λοιπόν,  η κατεύθυνση όλων αυτών; Ας αφήσουμε στην άκρη τους θεατρινισμούς της προεδρίας Τραμπ και την απομόνωση ή εξάλειψή της.  Με τι θα έμοιαζε μια απόλυτη κυριαρχία αυτών των ελίτ; Πιθανώς θα ήταν σαν μια ενιαία παγκόσμια αγορά, με αδύναμα κράτη, που κυβερνιέται από μια σειρά συνυφασμένων συμφωνιών για τα δικαιώματα των επενδυτών, οι οποίες θα δίνουν τη δυνατότητα στο ιδιωτικό κεφάλαιο να λεηλατεί τους φυσικούς πόρους απελευθερωμένο από κρατικούς περιορισμούς, όπως τα εργατικά δικαιώματα, η περιβαλλοντική προστασία, η φορολόγηση, οι έλεγχοι κεφαλαίων ή οι συνοριακοί δασμοί. Απρόσωπες πολυεθνικές θα ρήμαζαν τον πλανήτη, οι ανώνυμοι διορισμένοι τους θα επάνδρωναν τους μοχλούς της εξουσίας πίσω από τα αντανακλαστικά τζάμια των τυλιγμένων στα σύννεφα πύργων τους, απρόσιτοι και μη εκλεγμένοι από τις στρατιές των άπορων που θα περιφέρονται στις κατεστραμμένες εκτάσεις από κάτω τους. Οι συγχωνευμένες δυνάμεις του εταιρικού ελιτισμού θα μετακινούσαν ψυχρά εργαζόμενους μεταξύ των ηπείρων, θα απειλούσαν και θα κατέστρεφαν τις απείθαρχες οικονομίες μέσω της νομισματικής φυγής και του ελέγχου των τροφίμων και θα συνέχιζαν να καταναλώνουν ένα υπερμέγεθες ποσοστό των παγκόσμιων πόρων. Αυτό θα εκπλήρωνε τα ηγεμονικά όνειρα του πάλαι ποτέ διευθυντή πολιτικού σχεδιασμού του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Τζορτζ Κέναν, ο οποίος κάποτε υποστήριξε ότι πρέπει να αφήσουμε στην άκρη τις ανθρωπιστικές ανησυχίες και  να «ασχοληθούμε με τις έννοιες της καθαρής ισχύος», ώστε να ελέγχουμε καλύτερα και να καταναλώνουμε το μέγιστο μέρος των παγκόσμιων πόρων, προφανώς ένα προνόμιο που το αξίζουν οι ελίτ των λευκών  και κάποιοι επιλεγμένοι μανδαρίνοι από τις άλλες εθνότητες με ειδική άδεια.
Μια εγκληματική εταιρική κοινοπολιτεία, που θα στηρίζεται στο δολάριο ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, ενισχυμένο με την απειλή του πολέμου και της οικονομικής κατάρρευσης, θα κωφεύει στις διαμαρτυρίες των από κάτω και οι οπλισμένοι δορυφόροι της θα στοχεύουν τους πληθυσμούς όπως οι ηλιόλουστοι μεγεθυντικοί φακοί πάνω σε μια φάλαγγα μυρμηγκιών. Το νόμισμα θα ήταν εξ ολοκλήρου ψηφιοποιημένο. Αυτή η ενέργεια θα πλασαριζόταν ως θετική, εφόσον θα εξασφάλιζε καλύτερη φορολογική λογοδοσία και συνεπώς χρηματοδότηση μελλοντικών προγραμμάτων κοινωνικής ανάτασης. Μάλλον θα χρησιμοποιηθεί ως μέσο ολοκληρωτικού οικονομικού ελέγχου των πληθυσμών. Ο πλούτος των ελίτ θα θεσμοποιηθεί. Η ιδέα ότι μπορεί κάποιος να πάρει τα χρήματά του θα σβήσει μαζί με την πλασματική ιδιοκτησία τους.
Το επιλεγμένο εργαλείο εξουσίας αυτής της εταιρικής ελίτ θα είναι η τρομοκρατία (στο βαθμό που δεν είναι ήδη). Πλήγματα χειρουργικής ακρίβειας, στρατιωτικά, οικονομικά ή ειδησεογραφικά, θα «κρατούν πειθαρχημένο τον όχλο» , καθώς όλες οι κοινωνίες υποδουλώνονται  στους οιωνούς του πολέμου, στο φόβο της μη πρόσβασης σε χρήματα και στη λάσπη των ανήθικων ΜΜΕ. Το «βαθύ κράτος» θα γίνει ένας όρος  παρωχημένος, καθώς το έθνος-κράτος θα υποχωρεί στη μνήμη ως κατάλοιπο μιας σκοτεινής εποχής αλληλοσπαραγμών.
Σε τελική ανάλυση, η θρησκεία της ελεύθερης αγοράς που επικρατεί στα κέντρα εξουσίας πραγματικά πρεσβεύει πως ο πλανήτης θα ευημερούσε χωρίς τα έθνη-κράτη. Όπως  μας θυμίζει μια άλλη σκηνή του «Συριάνα», το κεφάλαιο έχει μια πολύ διαφορετική κοσμοθεώρηση από την πλειονότητα των εργαζομένων που συνεχίζουν να πιστεύουν ότι το κράτος μπορεί να παίξει κάποιο  ρόλο στην υπεράσπιση των συμφερόντων τους.  Σε κάποιο σημείο της ταινίας, ένας πετρελαιάς του Τέξας ονόματι Ντάνι Ντάλτον  κάνει διάλεξη  στον δικηγόρο Μπένετ Χόλιντεϊ για  τον αληθινό ορισμό της διαφθοράς. «Η διαφθορά!; Διαφθορά είναι η κυβερνητική παρέμβαση στην αγορά με τη μορφή των κρατικών ρυθμίσεων. Αυτό λέει ο Μίλτον Φρίντμαν. Και πήρε Νόμπελ!».
Οι ΗΠΑ ήδη εφαρμόζουν το μιλιταρισμό της ελεύθερης αγοράς, αρνούνται να αναγνωρίσουν σύνορα, νομικούς περιορισμούς ή γεωστρατηγικές δικαιοδοσίες. Γιατί να μην το κάνει η ελεύθερη αγορά και το εμπόριο;
Τα καλά νέα είναι ότι, αν κανείς σκαρφάλωνε στο υπερπρονομιούχο 1% του αμερικανικού πληθυσμού, υπηρετώντας  σαν παράσιτο στα γκριζομάλλικα οπίσθια του εταιρικού κτήνους, θα μπορούσε να έχει ένα μερίδιο αφάνταστης πολυτέλειας, εκεί ψηλά στα σύννεφα, ρουφώντας σαμπάνια με χυμό πορτοκάλι καθώς ταξιδεύει ανάμεσα στις περιφραγμένες μητροπόλεις του κόσμου, όπου αναμειγνύονται οι απάτριδες ελίτ.
 
*Ο Jason Hirthler είναι βετεράνος του κλάδου των επικοινωνιών
και συγγραφέας του The Sins of Empire: Unmasking American Imperialism. Ζει στη Νέα Υόρκη.

** Πηγή: ιστοσελίδα Counterpunch 10/3/2017
*** Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας