Το πρώτο κρίσιμο ερώτημα των ομοσπονδιακών βουλευτικών εκλογών της Γερμανίας έχει ήδη απαντηθεί προτού ανοίξουν οι κάλπες: η Angela Merkel έχει εξασφαλίσει άλλη μία θητεία στην καγκελαρία. Και αυτό διότι το κόμμα της εμφανίζεται τις δημοσκοπήσεις σταθερά πρώτο και με μεγάλη διαφορά, ενώ δεν προκύπτουν τα πολιτικά, αλλά ούτε καν τα αριθμητικά δεδομένα για μια εναλλακτική κυβερνητική πλειοψηφία, με κορμό άλλον από τη Χριστιανοδημοκρατία.
Το δεύτερο ερώτημα, που αφορά τη σύνθεση και την κατεύθυνση του επόμενου κυβερνητικού συνασπισμού, δεν θα απαντηθεί παρά μετά από διαβουλεύσεις αρκετών εβδομάδων μεταξύ των κομμάτων. Ωστόσο, ορισμένες κρίσιμες παράμετροι μας είναι γνωστές εκ των προτέρων.
Η όποια επόμενη κυβέρνηση θα είναι ασφαλώς συμμαχική, εφόσον οι αυτοδύναμες μονοκομματικές κυβερνήσεις στη Γερμανία εξέλιπαν από τον καιρό του Adenauer. Από την άλλη πλευρά, ο σχηματισμός κυβερνήσεων μειοψηφίας (όπως π.χ. αυτή τη στιγμή στη Βρετανία) ή η διενέργεια αλλεπάλληλων εκλογών (όπως πέρσι στην Ισπανία) είναι κάτι το ξένο στην γερμανική πολιτική παράδοση. Αντιθέτως, θεωρείται δεδομένο ότι το εκλογικό σώμα θα τιμωρήσει όποια πολιτική δύναμη χρεωθεί την πρόκληση αδιεξόδου. Συνεπώς οι πολιτικές δυνάμεις θα κινηθούν τις επόμενες εβδομάδες υπό την πίεση αυτήν.
Η κυρίαρχη τάση των τελευταίων ετών είναι ο σταδιακός κατακερματισμός του πολιτικού σκηνικού: η παλαιά διάταξη του “δικομματισμού με μπαλαντέρ” δεν υπάρχει πια. Η Bundestag πρόκειται από τετρακομματική να μετατραπεί σε εξακομματική, καθώς αναμένεται να επανακάμψουν οι Φιλελεύθεροι του FDP και να εξασφαλίσει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση η “Εναλλακτική για τη Γερμανία” – πρώτο ακροδεξιό κόμμα που επιτυγχάνει κάτι τέτοιο μεταπολεμικά.
Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι η Angela Merkel πρόκειται να εξασφαλίσει τέταρτη θητεία στην καγκελαρία, με το κόμμα της να καταγράφει, εάν επαληθευτούν οι τελευταίες δημοσκοπήσεις, την δεύτερη χειρότερη επίδοση όλων των εποχών, ενώ η Σοσιαλδημοκρατία, που η ιστορία της ανάγεται στην εποχή του Bismarck, παλεύει να ξεφύγει από το ιστορικό χαμηλό των εκλογών του 2013.
Πιθανότατα, η κυβερνητική συνεργασία των δύο αυτών δυνάμεων (όπως συνέβη το 2005-2009 και 2013-2017) να αποτελεί τον μόνο δικομμματικό συνδυασμό ο οποίος να εξασφαλίζει την δεδηλωμένη στην αυριανή Bundestag. Όμως η χρήση του όρου “μεγάλος συνασπισμός” γίνεται, όσο περνά ο καιρός, όλο και πιο άστοχη, αν αναλογιστεί κανείς ότι το άθροισμα των δύο παρατάξεων που δέσποσαν μεταπολεμικά στην Γερμανία, μετά βίας θα φθάνει το 60% της ψήφου.
Ο τρικομματικός κυβερνητικός συνασπισμός, σενάριο που δεν έχει ξαναδοκιμαστεί στο παρελθόν, είναι ένα ενδεχόμενο που εκ των πραγμάτων προβάλλει εντονότερα στον ορίζοντα. Ένας τέτοιος συνασπισμός (πιθανότατα με τη μορφή της “Τζαμάικα”, δηλ. της σύμπραξης Χριστιανοδημοκρατών, Φιλελευθέρων και Πρασίνων, παρά την αμοιβαία δυσανεξία των δύο τελευταίων δυνάμεων) θα αποτελεί την εναλλακτική στην επανάληψη του “μεγάλου συνασπισμού” – ιδίως αν οι εκλογικές επιδόσεις των Σοσιαλδημοκρατών είναι τόσο απογοητευτικές, ώστε να καταστεί ακατανίκητη η απαρέσκεια (προ πολλού δεδομένη στην κομματική βάση) για τη συνέχιση της φθοροποιού συνεργασίας με την Merkel.
Το υπαρξιακό αδιέξοδο της Σοσιαλδημοκρατίας είναι το κυριότερο πρόβλημα της γερμανικής πολιτικής αυτή τη στιγμή, καθώς πίσω όψη του αποτελεί η ανάδυση της “Εναλλακτικής για τη Γερμανία”, η οποία, παρά τα προηγούμενα εσωτερικά της προβλήματα, φέρεται πλέον ικανή για την κατάληψη της τρίτης θέσης με διψήφιο ποσοστό.
Σε ένα τοπίο όπου η καγκελάριος Merkel μπορεί να είναι “τα πάντα για τους πάντες”, αφαιρώντας το “οξυγόνο” τριγύρω της από κάθε άλλη πολιτική δύναμη, η Σοσιαλδημοκρατία έχει μετατοπισθεί, πολιτικά και αριθμητικά, από επίκεντρο μιας εναλλακτικής διακυβέρνησης, σε ελλάσσονα δύναμη με μεγαλύτερη δυνατή φιλοδοξία τη συγκυβέρνηση με τους Χριστιανοδημοκράτες.
Όμως παρά την κυρίαρχη ρητορική της “Γερμανίας ήρεμου λιμανιού σε μια ταραγμένη Ευρώπη”, είναι όλο και μεγαλύτερα τα στρώματα του πληθυσμού που αποζητούν την αλλαγή, είτε γιατί βιώνουν οδυνηρά την ενίσχυση των κοινωνικών και γεωγραφικών ανισοτήτων είτε γιατί αισθάνονται ότι μένουν χωρίς φωνή από την αυταρέσκεια της πολιτικής τάξης.
Αυτή η επιθυμία αλλαγής έγινε αισθητή με την δημοσκοπική εκτίναξη των Σοσιαλδημοκρατών, όταν ανέλαβε την ηγεσία τους ο Martin Schulz – όμως η αδυναμία του να διαφοροποιηθεί προγραμματικά από την Merkel οδήγησε στο “ξεφούσκωμα”.
Η διάχυτη δυσαρέσκεια και η ακύρωση των δυνατοτήτων κυβερνητικής εναλλαγής που ίσχυαν προηγουμένως, τροφοδοτούν το φαινόμενο της “Εναλλακτικής για τη Γερμανία” – της μόνης πολιτικής δύναμης η οποία φαντάζει σε μερικούς ψηφοφόρους ως πραγματικά ξένη προς ένα σύστημα όπου όλα τα κόμματα ορίζονται δορυφορικά προς την πολιτική Merkel.
Ωστόσο, η εκτίναξη της “Εναλλακτικής για τη Γερμανία” θα δυναμώσει τις φωνές για συσπείρωση των δημοκρατικών, συμβατικών πολιτικών δυνάμεων. Όμως η συνέχιση της συμμετοχής των Σοσιαλδημοκρατών σε μία κυβέρνηση υπό τη Merkel εγγυάται την περαιτέρω συρρίκνωσή τους, άρα και τη διεύρυνση του πολιτικού κενού εντός του οποίου θάλλει η κάθε “Εναλλακτική για τη Γερμανία”. Πρόκειται για φαύλο κύκλο.
*Πηγή: Capital.gr
Το δεύτερο ερώτημα, που αφορά τη σύνθεση και την κατεύθυνση του επόμενου κυβερνητικού συνασπισμού, δεν θα απαντηθεί παρά μετά από διαβουλεύσεις αρκετών εβδομάδων μεταξύ των κομμάτων. Ωστόσο, ορισμένες κρίσιμες παράμετροι μας είναι γνωστές εκ των προτέρων.
Η όποια επόμενη κυβέρνηση θα είναι ασφαλώς συμμαχική, εφόσον οι αυτοδύναμες μονοκομματικές κυβερνήσεις στη Γερμανία εξέλιπαν από τον καιρό του Adenauer. Από την άλλη πλευρά, ο σχηματισμός κυβερνήσεων μειοψηφίας (όπως π.χ. αυτή τη στιγμή στη Βρετανία) ή η διενέργεια αλλεπάλληλων εκλογών (όπως πέρσι στην Ισπανία) είναι κάτι το ξένο στην γερμανική πολιτική παράδοση. Αντιθέτως, θεωρείται δεδομένο ότι το εκλογικό σώμα θα τιμωρήσει όποια πολιτική δύναμη χρεωθεί την πρόκληση αδιεξόδου. Συνεπώς οι πολιτικές δυνάμεις θα κινηθούν τις επόμενες εβδομάδες υπό την πίεση αυτήν.
Η κυρίαρχη τάση των τελευταίων ετών είναι ο σταδιακός κατακερματισμός του πολιτικού σκηνικού: η παλαιά διάταξη του “δικομματισμού με μπαλαντέρ” δεν υπάρχει πια. Η Bundestag πρόκειται από τετρακομματική να μετατραπεί σε εξακομματική, καθώς αναμένεται να επανακάμψουν οι Φιλελεύθεροι του FDP και να εξασφαλίσει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση η “Εναλλακτική για τη Γερμανία” – πρώτο ακροδεξιό κόμμα που επιτυγχάνει κάτι τέτοιο μεταπολεμικά.
Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι η Angela Merkel πρόκειται να εξασφαλίσει τέταρτη θητεία στην καγκελαρία, με το κόμμα της να καταγράφει, εάν επαληθευτούν οι τελευταίες δημοσκοπήσεις, την δεύτερη χειρότερη επίδοση όλων των εποχών, ενώ η Σοσιαλδημοκρατία, που η ιστορία της ανάγεται στην εποχή του Bismarck, παλεύει να ξεφύγει από το ιστορικό χαμηλό των εκλογών του 2013.
Πιθανότατα, η κυβερνητική συνεργασία των δύο αυτών δυνάμεων (όπως συνέβη το 2005-2009 και 2013-2017) να αποτελεί τον μόνο δικομμματικό συνδυασμό ο οποίος να εξασφαλίζει την δεδηλωμένη στην αυριανή Bundestag. Όμως η χρήση του όρου “μεγάλος συνασπισμός” γίνεται, όσο περνά ο καιρός, όλο και πιο άστοχη, αν αναλογιστεί κανείς ότι το άθροισμα των δύο παρατάξεων που δέσποσαν μεταπολεμικά στην Γερμανία, μετά βίας θα φθάνει το 60% της ψήφου.
Ο τρικομματικός κυβερνητικός συνασπισμός, σενάριο που δεν έχει ξαναδοκιμαστεί στο παρελθόν, είναι ένα ενδεχόμενο που εκ των πραγμάτων προβάλλει εντονότερα στον ορίζοντα. Ένας τέτοιος συνασπισμός (πιθανότατα με τη μορφή της “Τζαμάικα”, δηλ. της σύμπραξης Χριστιανοδημοκρατών, Φιλελευθέρων και Πρασίνων, παρά την αμοιβαία δυσανεξία των δύο τελευταίων δυνάμεων) θα αποτελεί την εναλλακτική στην επανάληψη του “μεγάλου συνασπισμού” – ιδίως αν οι εκλογικές επιδόσεις των Σοσιαλδημοκρατών είναι τόσο απογοητευτικές, ώστε να καταστεί ακατανίκητη η απαρέσκεια (προ πολλού δεδομένη στην κομματική βάση) για τη συνέχιση της φθοροποιού συνεργασίας με την Merkel.
Το υπαρξιακό αδιέξοδο της Σοσιαλδημοκρατίας είναι το κυριότερο πρόβλημα της γερμανικής πολιτικής αυτή τη στιγμή, καθώς πίσω όψη του αποτελεί η ανάδυση της “Εναλλακτικής για τη Γερμανία”, η οποία, παρά τα προηγούμενα εσωτερικά της προβλήματα, φέρεται πλέον ικανή για την κατάληψη της τρίτης θέσης με διψήφιο ποσοστό.
Σε ένα τοπίο όπου η καγκελάριος Merkel μπορεί να είναι “τα πάντα για τους πάντες”, αφαιρώντας το “οξυγόνο” τριγύρω της από κάθε άλλη πολιτική δύναμη, η Σοσιαλδημοκρατία έχει μετατοπισθεί, πολιτικά και αριθμητικά, από επίκεντρο μιας εναλλακτικής διακυβέρνησης, σε ελλάσσονα δύναμη με μεγαλύτερη δυνατή φιλοδοξία τη συγκυβέρνηση με τους Χριστιανοδημοκράτες.
Όμως παρά την κυρίαρχη ρητορική της “Γερμανίας ήρεμου λιμανιού σε μια ταραγμένη Ευρώπη”, είναι όλο και μεγαλύτερα τα στρώματα του πληθυσμού που αποζητούν την αλλαγή, είτε γιατί βιώνουν οδυνηρά την ενίσχυση των κοινωνικών και γεωγραφικών ανισοτήτων είτε γιατί αισθάνονται ότι μένουν χωρίς φωνή από την αυταρέσκεια της πολιτικής τάξης.
Αυτή η επιθυμία αλλαγής έγινε αισθητή με την δημοσκοπική εκτίναξη των Σοσιαλδημοκρατών, όταν ανέλαβε την ηγεσία τους ο Martin Schulz – όμως η αδυναμία του να διαφοροποιηθεί προγραμματικά από την Merkel οδήγησε στο “ξεφούσκωμα”.
Η διάχυτη δυσαρέσκεια και η ακύρωση των δυνατοτήτων κυβερνητικής εναλλαγής που ίσχυαν προηγουμένως, τροφοδοτούν το φαινόμενο της “Εναλλακτικής για τη Γερμανία” – της μόνης πολιτικής δύναμης η οποία φαντάζει σε μερικούς ψηφοφόρους ως πραγματικά ξένη προς ένα σύστημα όπου όλα τα κόμματα ορίζονται δορυφορικά προς την πολιτική Merkel.
Ωστόσο, η εκτίναξη της “Εναλλακτικής για τη Γερμανία” θα δυναμώσει τις φωνές για συσπείρωση των δημοκρατικών, συμβατικών πολιτικών δυνάμεων. Όμως η συνέχιση της συμμετοχής των Σοσιαλδημοκρατών σε μία κυβέρνηση υπό τη Merkel εγγυάται την περαιτέρω συρρίκνωσή τους, άρα και τη διεύρυνση του πολιτικού κενού εντός του οποίου θάλλει η κάθε “Εναλλακτική για τη Γερμανία”. Πρόκειται για φαύλο κύκλο.
*Πηγή: Capital.gr