Η τουρκική οικονομία, παρά την σχεδιασμένη πίεση των αγορών και κυρίως των ΗΠΑ, έχει καταφέρει μέχρι στιγμής να αντέξει τη ραγδαία υποτίμηση της λίρας, χωρίς να υποστεί πιστωτική ασφυξία. Ωστόσο η πίεση για τις τράπεζες της χώρας εντείνεται, με τους επόμενους τέσσερις μήνες να θεωρούνται εξαιρετικά κρίσιμοι.
Σύμφωνα με στοιχεία του Βloomberg και της Capital Economics, κυβέρνηση, τράπεζες και επιχειρήσεις καλούνται να αποπληρώσουν ομόλογα ύψους 44 δισ. δολαρίων, που λήγουν από σήμερα έως και τα τέλη του 2019.
Οι υποχρεώσεις κράτους και εταιρειών είναι σχετικά μικρές, 9 δισ. και 3 δισ. δολάρια αντίστοιχα. Το μεγάλο βάρος αφορά τις τράπεζες, που καλούνται να βρουν κεφάλαια για αναχρηματοδότηση χρέους ύψους 32 δισ. δολαρίων έως τα τέλη της επόμενης χρονιάς, κάτι το οποίο, όμως, είναι αντιμετωπίσιμο.
Έως το Δεκέμβριο θα πρέπει να αποπληρώνουν εξωτερικό χρέος ύψους 2 δισ. δολαρίων μηνιαίως. Την επόμενη χρονιά τα πράγματα θα είναι ακόμη πιο δύσκολα, καθώς τον Απρίλιο και τον Μάιο το βάρος ανέρχεται στα 4,5 δισ. δολάρια μηνιαίως.
Θα πρέπει δε να συνυπολογίσει κανείς το γεγονός ότι τα επιτόκια των ομολόγων ανεβαίνουν συνεχώς και επομένως η αναχρηματοδότηση του χρέους καθίσταται ολοένα και πιο ακριβή υπόθεση όσο η κρίση επιμένει.
Η Άγκυρα δεν υποχωρεί μέχρι τώρα έναντι των αμερικανικών πιέσεων και περιμένει από την Ουάσιγκτον να προβεί εκείνη πρώτη σε μία κίνηση καλής θελήσεως, όπως για παράδειγμα να κλείσει την έρευνα για τουρκική τράπεζα, που αντιμετωπίζει πρόστιμα πολλών δισ. δολαρίων για συναλλαγές με το Ιράν.
Σε μία τέτοια περίπτωση θα μπορούσε να ανταποδώσει με την απελευθέρωση του πάστορα. Ωστόσο η αμερικανική κυβέρνηση απορρίπτει κατηγορηματικά την όποια συναλλαγή.
Φαίνεται, όμως, ότι το ενδιαφέρον των ΗΠΑ δεν είναι ο Μπράνσον, αλλά η σχέση συνεργασίας Τουρκίας – Ιράν και φυσικά η συνεργασία και των δύο με την Ρωσία.