Την διενέργεια κοινοβουλευτικής εξεταστικής επιτροπής για το πογκρόμ εναντίον των Ρωμιών και λοιπών μειονοτικών της Κωνσταντινούπολης στις 6 και 7 Σεπτεμβρίου του 1955 ζήτησε επισήμως από την Τουρκική Εθνοσυνέλευση, ο αρμενικής καταγωγής βουλευτής Ντιγιάρμπακιρ του φιλοκουρδικού Κόμματος Δημοκρατίας των Λαών (HDP) Γκάρο Παϊλάν με αφορμή την 66η επέτειο των γεγονότων.
Τα “Σεπτεμβριανά”, όμως έμειναν στη μνήμη, ξέσπασαν στο φόντο των τότε διεργασιών για το Κυπριακό και είχαν ως θλιβερό απολογισμό την καταστροφή 73 ελληνορθόδοξων εκκλησιών της Πόλης (από τις περίπου 80), οκτώ αγιασμάτων, δύο μοναστηριών και 5.538 οικιών και καταστημάτων (εκ των οποίων 3.584 ανήκαν σε Έλληνες), ενώ καταγράφηκαν και φόνοι, καθώς και 60 βιασμοί, σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο Παϊλάν, υποσημειώνοντας ότι η πραγματικότητα υπήρξε οπωσδήποτε χειρότερη όσων καταγράφηκαν επισήμως.
Ο βουλευτής του HDP σημειώνει ότι οι αυτουργοί του πογκρόμ όχι μόνο δεν διώχθηκαν ποτέ αλλά και προήχθησαν σε κυβερνητικές θέσεις. Και προσθέτει: “Μολονότι 66 χρόνια έχουν περάσει αφότου διαπράχθηκε στη χώρα μας αυτό το μεγάλο έγκλημα, το τουρκικό κοινοβούλιο δεν έχει κάνει κάποιο βήμα για να αποκαλύψει τους δράστες”, ώστε να αποδοθεί δικαιοσύνη έστω και καθυστερημένα.
“Για να εξασφαλίσουμε ίσα δικαιώματα μεταξύ των πολιτών και να οικοδομήσουμε ένα μέλλον απαλλαγμένο από το μίσος και τις διακρίσεις, αλλά και για να διαφυλάξουμε την κοινωνική ειρήνη, το αίσχος αυτό που διαπράχθηκε εναντίον αρχαίων λαών της χώρας πρέπει να αντιμετωπισθεί” σημειώνεται χαρακτηριστικά στην επιστολή Παϊλάν προς την Εθνοσυνέλευση.
Το γεγονός ότι το ίδιο το κόμμα του Παϊλάν βρίσκεται ουσιαστικά υπό διωγμόν, με εκκρεμή δικαστική έρευνα για την απαγόρευση λειτουργίας του, δεν είναι ασφαλώς τυχαίο. Ούτε οι υπαινιγμοί του Παϊλάν για το τουρκικό “βαθύ κράτος” (ειδικότερα τη συνδεδεμένη με τη Gladio Διευθύνση Ειδικών Επιχειρήσεων) ως διοργανωτή του πογκρόμ του 1955. Δεν πρόκειται για ζήτημα ελληνο-τουρκικών σχέσεων (απλώς), αλλά αυτοσυνειδησίας της ίδιας της Τουρκίας και απαλλαγής της από τις σκοτεινές κηδεμονίες του παρελθόντος.
Σε παλαιότερη ανάλυση για τα “Σεπτεμβριανά” σημειωνόταν:
(…) Η προσδοκία του αυθεντικού εκδημοκρατισμού της γείτονος, που επέτρεψε τα προηγούμενα χρόνια και μια πιο ανοικτή προσέγγιση στις πληγές της νεότερης τουρκικής ιστορίας, έχει πια ακυρωθεί.
Και οι πληγές αυτές είναι πολλές: δεν περιορίζονται στα “Σεπτεμβριανά”, για τα οποία η τουρκική κοινή γνώμη είναι πλέον ενήμερη, αλλά αφορούν και άλλες, λιγότερο γνωστές πτυχές, όπως το αντισημιτικό πογκρόμ της ανατολικής Θράκης το 1933, ο “φόρος περιουσίας” του 1942, οι απελάσεις Ελλήνων υπηκόων το 1964 ή το κλείσιμο της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης το 1971. Άλλωστε, δεν περιορίζονται στον διωγμό των μη μουσουλμανικών κοινοτήτων, αλλά απλώνονται μέχρι λ.χ. τη ματωμένη Εργατική Πρωτομαγιά του 1977 στην πλατεία Ταξίμ ή τη σφαγή της Σεβάστειας το 1993, όταν στο στόχαστρο του όχλου βρέθηκε συνέδριο Αλεβιτών διανοουμένων.
Η λογική του “εσωτερικού εχθρού”, του αυταρχικού κράτους και της βίαιης ομογενοποίησης της κοινωνίας παραμένει πάντοτε παρούσα – και με αυτή την έννοια η σημερινή επέτειος διατηρεί πλήρως την επικαιρότητά της.
Οι Τούρκοι ιθύνοντες βέβαια αρέσκονται πλέον σε εκδηλώσεις “μεγαλοθυμίας” οθωμανικού τύπου απέναντι στις συρρικνωμένες μη μουσουλμανικές μειονότητες – όμως και μόνο η ανοικτή επιστολή που υπέγραψε πρόσφατα το συμβούλιο των μειονοτήτων, προφανώς με άνωθεν υπόδειξη, για να υποστηρίξει ότι, παρά τον σάλο της υπόθεσης Μπράνσον, στη γείτονα επικρατεί θρησκευτική ελευθερία, λέει πολλά.
Μπορεί εξάλλου τον σχεδιασμό των “Σεπτεμβριανών” να είχε το πάλαι ποτέ “βαθύ κράτος”, που οι οι νυν κυβερνώντες ήρθαν να αντικαταστήσουν, ωστόσο, ο Αντνάν Μεντερές, πρωθυπουργός της Τουρκίας το 1955, αποτελεί έναν από τους ήρωές τους και μπορεί να θεωρηθεί προπάτορας των τωρινών “ισλαμοδημοκρατών”.
Τα αναδυόμενα ισλαμίζοντα κοινωνικά στρώματα της Ανατολίας που ανέδειξαν τον Μεντερές και πρωτοστάτησαν τότε στη βίαιη εκτόπιση των μειονοτήτων από την τουρκική οικονομία, αποτελούν τη βάση και τον κορμό της σημερινής εξουσίας. Και συνεχίζουν τον ιδιόμορφο πόλεμό τους απέναντι στην ιστορικά διαμορφωμένη φυσιογνωμία της Κωνσταντινούπολης με όπλο όχι τα λοστάρια του 1955 αλλά την (εύθραυστη, όπως αποδείχθηκε) κατασκευαστική φρενίτιδα που αντικαθιστά τα ίχνη των μειονοτήτων με τον “πολιτισμό” των εμπορικών κέντρων και των κραυγαλέων τζαμιών.