Τι σημαίνει (και τι δεν σημαίνει) η αναγνώριση του Γκουαϊδό από την Ελλάδα

1817
μητσοτάκης

Στο ερώτημα γιατί τώρα, η απάντηση είναι ίσως σαφής: Ο Μητσοτάκης αναγνωρίζει τον Γκουαϊδό σαν μεταβατικό πρόεδρο της Βενεζουέλας, γιατί τώρα μπορεί να το κάνει από τη θέση του νέου πρωθυπουργού. Αυτό που είναι σαφές όμως, δεν είναι αναγκαστικά και λογικό.

Θεωρητικά, η κίνηση δεν αναμένεται να έχει καμία άμεση συνέπεια. Άλλωστε το σκεπτικό της ανακοίνωσης, ότι δηλαδή η Ελληνική Κυβέρνηση ακολουθεί σχετικές αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι ίδιο με αυτό που πρόβαλε και η προηγούμενη κυβέρνηση. Οι παλαιότερες δηλώσεις του πρώην υπουργού Εξωτερικών, Γιώργου Κατρούγκαλου, ότι «η Ελλάδα συντάσσεται με την Ευρώπη και τις θέσεις της Ύπατης Εκπροσώπου για Θέματα Εξωτερικής Πολιτικής, Φεντερίκα Μογκερίνι», αποτελούσαν μια συγκαλυμμένη στήριξη στην ακραία αντιδημοκρατική στάση που τηρεί η ΕΕ απέναντι στη Βενεζουέλα.

Η ρητή αναγνώριση όμως του Γκουαϊδό, στην οποία προχώρησε η κυβέρνηση Μητσοτάκη, στέλνει σαφή μηνύματα προς κάθε κατεύθυνση. Ακόμη όμως και για τους οπαδούς της πραξικοπηματικής ανατροπής του Μαδούρο, αυτά είναι τα λάθος μηνύματα, τη λάθος στιγμή.

Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, αλλά και ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Ισπανία, οι οποίες έχουν σαφή ενεργειακά και εμπορικά συμφέροντα σε σχέση με τη Βενεζουέλα, η στάση της ελληνικής κυβέρνησης καθορίζεται από αμιγώς ιδεολογικά κριτήρια – αποτελεί μια «ιδεοληψία», για να χρησιμοποιήσουμε μια αγαπημένη λέξη αρκετών στελεχών της. Στη διεθνή διπλωματία, όμως, αυτό είναι ασυγχώρητο λάθος. Μια χώρα που έχει ανοιχτό μέτωπο με την Τουρκία και (σύμφωνα τουλάχιστον με την κυβέρνηση) θα ήθελε να ανατρέψει τη Συμφωνία των Πρεσπών, δεν μπορεί να παρουσιάζει σαν πρώτη απόφασή της στην εξωτερική πολιτική την αναγνώριση ενός ασήμαντου πολιτικού στην άλλη άκρη του πλανήτη. Η κίνηση δείχνει ότι η διπλωματία της θα κινηθεί μόνο με στοιχεία εντυπωσιασμού για το εσωτερικό της ακροατήριο, χωρίς συνοχή και συνέχεια.

Η στιγμή της αναγνώρισης είναι επίσης καταστροφική για το διεθνές κύρος της χώρας. Ο Γκουαϊδό, όχι μόνο έχει χάσει το momentum που είχε τις ημέρες του αποτυχημένου πραξικοπήματος, αλλά δίνει καθημερινή μάχη για να μην τον ξεχάσουν ολοκληρωτικά τα διεθνή μέσα ενημέρωσης. Οι χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης φαίνεται ότι αναγνωρίζουν αυτή την κατάσταση και έχουν μετριάσει (έστω και σιωπηρά) την παρεμβατική τους πολιτική στα εσωτερικά ζητήματα της Βενεζουέλας. Η κίνηση, λοιπόν, της κυβέρνησης Μητσοτάκη, αν και επικαλείται την Ευρωπαϊκή Ένωση, δείχνει αναντιστοιχία με το διεθνές κλίμα και τη στάση της Ένωσης. Για την ακρίβεια, βρίσκεται σε σύγκρουση μαζί του από τη στιγμή που η γερμανική κυβέρνηση ξεκίνησε την εξομάλυνση των διπλωματικών σχέσεων με το Καράκας, την 1η Ιουλίου.

Προφανώς, το Μαξίμου επιδιώκει με την κίνησή του να προσφέρει τα διαπιστευτήριά του στην Ουάσιγκτον, αποδεικνύοντας ότι η ΝΔ παραμένει το κόμμα που βρίσκεται πιο κοντά στις ΗΠΑ– ένα όχι και τόσο εύκολο έργο αν σκεφτεί κανείς τους ισχυρότατους δεσμούς που ανέπτυξε με τον αμερικανικό παράγοντα ο ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμη και για τις ΗΠΑ, όμως, η Βενεζουέλα δεν βρίσκεται πλέον στα βασικά θέματα της ατζέντας. Ο διπλωματικά απρόβλεπτος Ντόναλντ Τραμπ, και το ακόμη πιο απρόβλεπτο περιβάλλον του (όπως ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας Τζον Μπόλτον και ο υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο) έχουν βρει ένα καινούργιο «παιχνιδάκι» στο Ιράν και άφησαν, προς το παρόν, τη Βενεζουέλα κατά μέρος.

Υπό αυτές τις συνθήκες, εσωτερικής και διεθνούς απομόνωσης ο Γκουαϊδό οδηγήθηκε παρά την θέλησή του στις διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση Μαδούρο, που βρίσκονται σε εξέλιξη στα νησιά Μπαρμπάντος – αυτό δηλαδή που είχε υποσχεθεί στους υποστηρικτές του ότι δεν θα έκανε ποτέ. Με τη στάση του όμως προκαλεί ακόμη μεγαλύτερα ρήγματα στο εσωτερικό της, ούτως ή άλλως, διαλυμένης δεξιάς αντιπολίτευσης. Η εσωτερική ανατροπή της κυβέρνησης Μαδούρο, λοιπόν, είναι πρακτικά αδύνατη και η μόνη άλλη επιλογή θα ήταν μια στρατιωτική επέμβαση από το εξωτερικό – ένα ενδεχόμενο στο οποίο η Ελλάδα δεν πρέπει να έχει καμία συμμετοχή.

Ακόμη και αν παραβλέψουμε, λοιπόν, τα ζητήματα ηθικής, δημοκρατίας και διεθνούς δικαίου που προκύπτουν από τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης με τη στήριξη ενός επίδοξου πραξικοπηματία, η απόφαση δείχνει αδυναμία χάραξης μιας ρεαλιστικής εξωτερικής πολιτικής. Η Ελλάδα μόλις πόνταρε τα λεφτά της σε ένα ψόφιο άλογο…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας