Σε ανάρτησή του στο Twitter στις 29 Νοεμβρίου του 2011 o ιδιώτης τότε Ντόναλντ Τραμπ υποστήριζε: “Προκειμένου να επανεκλεγεί, ο Μπαράκ Ομπάμα θα ξεκινήσει πόλεμο με το Ιράν”.
Όμως η εκτίμηση αυτή ουδέποτε επαληθεύτηκε – αντιθέτως κατά την δεύτερη θητεία του ο Ομπάμα πρωταγωνίστησε στην συνυπογραφή της συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης, αυτήν από την οποία ο Τραμπ ως πρόεδρος έσπευσε, παρά τη διεθνή αποδοκιμασία, να αποσύρει τις ΗΠΑ εγκαινιάζοντας την πολιτική της “μέγιστης πίεσης” κατά της Ισλαμικής Δημοκρατίας.
Η πολιτική αυτή απέτυχε. Παρά τις εξοντωτικές κυρώσεις, το Ιράν αρνήθηκε να επαναδιαπραγματευτεί τη συμφωνία από θέση αδυναμίας. Για την ακρίβεια, αρνείται και να συνομιλήσει καν με τις ΗΠΑ, όσο οι νέες κυρώσεις παραμένουν στη θέση τους.
Αντιθέτως, προέβη είτε ευθέως είτε δια περιφερειακών συμμάχων του, όπως οι αντάρτες Χούθι της Υεμένης, σε επιθετικές κινήσεις όπως τα, υποτίθεται “αδιευκρίνιστης πατρότητας”, πλήγματα εναντίον δεξαμενόπλοιων στον Περσικό Κόλπο και η επίθεση στις εγκαταστάσεις της Aramco που διέκοψαν προς στιγμήν το ήμισυ της σαουδαραβικής πετρελαϊκής παραγωγής.
Το μήνυμα ήταν διπλό: Αν το Ιράν δεν είναι σε θέση να εξάγει το πετρέλαιο του από τον Περσικό Κόλπο, δεν θα μπορεί και άλλος κανείς. Και οποιοδήποτε πλήγμα, οσοδήποτε συμβολικό, εναντίον ιρανικού στόχου θα απαντηθεί σε όλη τη γραμμή του μετώπου.
Είναι για αυτό τον λόγο που ο Τραμπ υπέμεινε χωρίς απάντηση την κατάρριψη από τους Ιρανούς Φρουρούς της Επανάστασης του ακριβότερου drone του αμερικανικού πολεμικού Ναυτικού και που τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (χώρα-“οδηγός” για τις λοιπές αραβικές μοναρχίες) προχώρησε σε διακριτικές επαφές με την Τεχεράνη και ανακοίνωσε απεμπλοκή από τον πόλεμο της Υεμένης.
Ένας πόλεμος με το Ιράν ευκολότερα λέγεται παρά γίνεται. Μια μεγάλη σε έκταση χώρα, με ορεινή γεωμορφολογία, οχυρωμένες ακτές, ισχυρές ένοπλες δυνάμεις, πληθυσμό 80 εκατομμυρίων, συνεκτική κρατική ιδεολογία και (μη κρατικούς) συμμάχους σε όλη την περιοχή δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εύκολων ασκήσεων “αλλαγής καθεστώτος”.
Επί 15 χρόνια, αφότου η ανατροπή του Σαντάμ Χουσεϊν αντικειμενικά ανέτρεψε το αμερικανικό δόγμα της “διπλής ανάσχεσης” Ιράν-Ιράκ, βοηθώντας την Ισλαμική Δημοκρατία να καλύψει το κενό, είναι πολλοί αυτοί οι οποίοι οραματίζονται την “ολοκλήρωση” του έργου, με μια πολεμική περιπέτεια εναντίον της Τεχεράνης. Το ότι δεν εισακούονται, δεν είναι τυχαίο – αλλά δεν τους κάμπτει επίσης.
Η μεταστροφή του Τραμπ
Ο Ντόναλντ Τραμπ είχε πάντοτε ευήκοον ους στους δύο κυριότερους φορείς της επιθετικότητας εναντίον του Ιράν: τους στρατηγούς (για τους οποίους η ταπείνωση του 1979, με την ομηρία 50 Αμερικανών επί 444 ημέρες, αποτελεί “υπαρξιακό απωθημένο”) και το Ισραήλ, του οποίου ο αρχηγός ενόπλων δυνάμεων Αβίβ Κοτσαβί μόλις τα Χριστούγεννα προειδοποίησε ότι η χώρα του πρέπει να είναι έτοιμη για το ενδεχόμενο μιας αναμέτρησης “περιορισμένης έκτασης” με την Ισλαμική Δημοκρατία.
Όμως ο ένοικος του Λευκού Οίκου μέχρι και προχθές έδειχνε απολύτως απρόθυμος για πολεμικές περιπέτειες και μάλιστα σε προεκλογική περίοδο.
Η αιφνίδια μεταστροφή που συνιστά η αμερικανική επιδρομή στο αεροδρόμιο της Βαγδάτης, από την οποία έχασαν τη ζωή τους ο αρχηγός της δύναμης “Αλ Κοντς” των Ιρανών της Επανάστασης, υποστράτηγος Κάσεμ Σολεϊμανί, ο υπαρχηγός των ιρακινών σιιτικών “Μονάδων Λαϊκής Κινητοποίησης” και οι συνοδοί τους, παραπέμπει συνεπώς σε σπασμωδική αντίδραση.
Ποιος ήταν
Είναι βέβαια γνωστό ότι ο Σολεϊμανί βρισκόταν παλαιόθεν στο στόχαστρο ΗΠΑ και Ισραήλ. Ο άλλοτε οικοδόμος από το Κερμάν, ο οποίος αναδείχθηκε μέσα από τη φλόγα της Ιρανικής Επανάστασης και του οκταετούς πολέμου Ιράν-Ιράκ, ήταν ίσως ο πλέον ικανός στρατιωτικός των ημερών μας και είχε μεγάλη δεξιότητα στο να διαπραγματεύεται συμμαχίες με περιφερειακούς και διεθνείς παίκτες. Ήδη το 2001 αποτελούσε τον κύριο συνομιλητή των Αμερικανών από ιρανικής πλευράς κατά την επέμβαση στο Αφγανιστάν, ενώ θεωρείται ο άνθρωπος που έπεισε το 2015 τον Βλαντίμιρ Πούτιν να εμπλακεί στη Συρία.
Όπως επιβάλλει ο ρόλος της δύναμης “Αλ Κοντς” (ήτοι Ιερουσαλήμ), που αφορά την “εξαγωγή επανάστασης” εκτός συνόρων, ο Σολεϊμανί υπήρξε ο αρχιτέκτονας της ήττας του Ισλαμικού Κράτους σε Ιράκ και Συρία, ο οργανωτής των “Μονάδων Λαϊκής Κινητοποίησης”, ο κύριος σύμβουλος της Χεζμπολλάχ του Λιβάνου στην νικηφόρο αναμέτρησή της με το Ισραήλ το 2006 και πιθανότατα ο άνθρωπος που συνέδεσε τους Χούθι της Υεμένης με τους ιρανικούς σχεδιασμούς.
Έχοντας άμεση συνεργασία με τον “Οδηγητή” του Ιράν, Αγιατολλάχ Χαμενεϊ και δημοτικότητα της τάξης του 83% στην ιρανική κοινή γνώμη, ο Σολεϊμανί ακουγόταν συχνά το τελευταίο διάστημα ως πιθανός μελλοντικός πρόεδρος της Δημοκρατίας. Για τους περισσότερους Ιρανούς είναι σαν να δολοφονήθηκε ο ηγέτης της χώρας – και για πολλούς άλλους στην περιοχή σαν να εκδικήθηκε η Δύση τη “νέμεση” των τζιχαντιστών.
Στο Ιράν ο έλεγχος του ημερολογίου
Διατάσσοντας την εξόντωση του Σολεϊμανί, ο Τραμπ παίρνει το μεγαλύτερο ρίσκο της προεδρίας του. Και αυτό διότι παραδίδει τον έλεγχο του προεκλογικού του ημερολογίου στο Ιράν, το οποίο αναμφίβολα θα απαντήσει σε χρόνο και με τρόπο της δικής του επιλογής. Επιπλέον, ο ένοικος του Λευκού Οίκου βρίσκεται στην ιδιόμορφη θέση να καταγγέλλεται όχι μόνο από τη Ρωσία και την Κίνα, αλλά και από τους Δημοκρατικούς του Κογκρέσου, οι οποίοι παραπονούνται για το ότι δεν είχαν ενημερωθεί και κάνουν λόγο λ.χ. δια στόματος της Νάνσι Πελόζι για “προκλητική και δυσανάλογη” ενέργεια, που “κινδυνεύει να προκαλέσει περαιτέρω επικίνδυνη κλιμάκωση της βίας”, μέχρι το “σημείο όπου δεν υπάρχει επιστροφή”.
Όμως η προσωπική πολιτική τύχη του Τραμπ είναι το έλασσον όταν διακυβεύεται η ειρήνη σε μια τόσο κρίσιμη περιοχή του κόσμου. Το ότι ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Βενιαμίν Νετανιάχου διέκοψε εσπευσμένα την επίσκεψή του στην Αθήνα δίνει ένα δείγμα. Όπως η εντολή στους Αμερικανούς πολίτες που βρίσκονται στο Ιράκ, συμπεριλαμβανομένων και όσων εργάζονται στις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις της Βασόρας, να εγκαταλείψουν τη χώρα.
Διακύβευμα το Ιράκ
Στην πραγματικότητα, το άμεσο κίνητρο για την δολοφονία του Σολεϊμανί έδωσε η διακύβευση το προηγούμενο διάστημα της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στο Ιράκ, καθώς οι “Μονάδες Λαϊκής Κινητοποίησης” αναδεικνύονταν, υπό την καθοδήγηση του Ιρανού στρατηγού, σε έναν παίκτη εξίσου επίφοβο για τις ΗΠΑ και το Ισραήλ με την Χεζμπολλάχ του Λιβάνου.
Είναι όμως χαρακτηριστικό το πώς, μέσα από ενέργειες όλο και πιο “δυναμικές”, οι ΗΠΑ επιταχύνουν τις εξελίξεις που θέλουν να αποτρέψουν. Η πολύνεκρη αεροπορική επιδρομή της Κυριακής εναντίον των “Μονάδων Λαϊκής Κινητοποίησης” στην συρο-ιρακινή μεθόριο οδήγησε στην κατάληψη της αμερικανικής πρεσβείας της Βαγδάτης από διαδηλωτές που πείσθηκαν να αποχωρήσουν, μόνο μετά τη δέσμευση των πολιτικών κομμάτων ότι θα υιοθετήσουν κοινοβουλευτικό ψήφισμα για την αποχώρηση της αμερικανικής παρουσίας.
Τώρα, μετά από άλλη μία παραβίαση της ιρακινής κυριαρχίας και με τον φόνο και ένστολου κρατικού λειτουργού (οι “Μονάδες Λαϊκής Κινητοποίησης” έχουν ενσωματωθεί στις ένοπλες δυνάμεις) το αίτημα της αμερικανικής αποχώρησης διατυπώνεται από τον πρωθυπουργό Αντίλ Αμπντούλ Μαχντί μέχρι τον ισχυρότατο (και συνήθως όχι επιρρεπή σε πολιτικές παρεμβάσεις) θρησκευτικό ηγέτη των ιρακινών Σιιτών, αγιατολλάχ Αλί αλ Σιστάνι.
Ακόμη και ο Μοκτάντα αλ-Σαντρ, σιίτης εθνικιστής ηγέτης με επαμφοτερίζουσα και τυχοδιωκτική στάση, ο οποίος πρωταγωνίστησε στις αιματηρές ενδοσιιτικές συγκρούσεις των προηγούμενων εβδομάδων, δηλώνει ότι ανασυγκροτεί το ένοπλο σκέλος της οργάνωσής του, το οποίο αποτέλεσε τον εφιάλτη των Αμερικανών κατά τα πρώτα χρόνια μετά την ανατροπή του Σαντάμ Χουσεϊν.
Οι επιδείξεις δύναμης, χωρίς στρατηγική επεξεργασία για το επόμενο βήμα, πέρα από τη δρομολόγηση ενός σπιράλ αποσταθεροποίησης, αποκαλύπτουν μιαν υπερδύναμη σε αποδρομή και όχι έναν πραγματικό παγκόσμιο ηγεμόνα.