Έναν αιώνα πριν, στη Σμύρνη, τα Χριστούγεννα άρχιζαν να φαίνονται από τις προετοιμασίες στα μαγαζιά, με πρώτα και καλύτερα αυτά στον Φραγκομαχαλά. Για παράδειγμα του Ξενόπουλου και του Μπον Μαρσέ, τα οποία ήταν γεμάτα από φίνα παιδικά παιχνίδια, ό,τι βάλει ο νους σας, όλα από την Ευρώπη και με πιστοποιητικό γνησιότητας μάλιστα! Παιχνίδια τα οποία εις Αθήνας ήταν άγνωστα! Μπερεκέτια, στην καθ’ ημάς Ανατολή!
Τις παραμονές των Χριστουγέννων στη Σμύρνη, εμφανίζονταν στα μαγαζιά τα τουμπελέκια (πήλινα τύμπανα), τα τρίγωνα, καθώς και τα χάρτινα πλισεδένια φαναράκια, τα οποία αγόραζαν τα παιδιά, αφού αυτός ήταν ο απαραίτητος “εξοπλισμός” τους για να πάνε να πουν τα κάλαντα των εορτών: Των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων. Κάποια παιδιά όμως έφτιαχναν μόνα τους τα τουμπελέκια. Αγόραζαν το πήλινο ηχείο από τα εργαστήρια αγγειοπλαστικής που ήταν στο όρος Πάγος (ή Λόφος του Καντιφεκαλέ, 2 χιιόμετρα απ’ την παραλία), το στόλιζαν με κομματάκια καθρέφτη, χάντρες και διάφορα σχέδια και μετά έβαζαν το τεντωμένο δέρμα, το οποίο θα χτυπούσαν.
Το καλύτερο δέρμα, πίστευαν, ότι ήταν το γατίσιο γιατί, λέει, είχε πολύ γλυκό ήχο. Ένεκα τούτου, όμως, επειδή κάποια αλανιαρόπαιδα της Σμύρνης κυνηγούσαν τέτοιες μέρες τις γάτες, οι νοικοκυρές τις πρόσεχαν σαν τα μάτια τους και δεν τις άφηναν να βγουν έξω! Τα κάλαντα τα έλεγαν παιδιά, κυρίως φτωχά, 8 με 12 χρονών. Έβγαιναν και τα έλεγαν την παραμονή μόλις βράδιαζε κι αυτό κρατούσε ως τις 10 η ώρα. Ο κόσμος λαχταρούσε ν’ ακούσει τα χαρούμενα κάλαντα από την παιδική παρέα με τα λαμπερά πρόσωπα και το αναμμένο φαναράκι!
Άλλωστε το θέαμα μες στο σκοτάδι ήταν θαυμάσιο κι έφερνε μία γαλήνη και ζεστασιά στην ψυχή. Όλοι φέρονταν με σεβασμό και αγάπη τους μικρούς καλαντιστές, τους έδιναν ένα μεταλλίκι (νόμισμα) για τον κόπο τους, αλλά τα φίλευαν και με κάνα φοινίκι για να το φάνε, έτσι που ήταν κουρασμένα από τη γύρα. Όμως κάποιοι σκατιάρηδες τσιγκούνηδες, δεν άνοιγαν στα παιδιά όταν χτύπαγαν την πόρτα και τους φώναζαν από μέσα, «να φύγετε, να μη μας τα πείτε, εμείς είμαστε Φράγκοι…».
Δίπλες, μελομακάρονα και νουγκάδες
Με την ευκαιρία να σας πω ότι επειδή οι ορθόδοξοι είχαν το παλιό ημερολόγιο, οι Φράγκοι γιόρταζαν τα Χριστούγεννα 13 μέρες πιο μπροστά και οι φραγκοκλησιές συνήθιζαν να στήνουν σε μία γωνία τη φάτνη με όλα τα σχετικά …αξεσουάρ, από αγαλματάκια. Κι αυτό ήταν ένα ζεστό θέαμα μέσα στη χειμωνιά. Αλλά οι σαλεπιτζήδες ήταν παρόντες παντού, ενάντια στο κρύο, με το μαγικό ζεστό, πηχτό, γλυκό, μυρωδάτο και πασπαλιστό με κανέλλα ρόφημά τους!
Μεγάλες προετοιμασίες είχαν τα κοσμηματοπωλεία γιατί από κει θα αγοράζονταν τα χρυσαφικά, για δώρα στις αρρεβωνιαστικές, στις συζύγους, στις κόρες και στα βαφτισιμιά. Τα ζαχαροπλαστεία, πάλι, ετοίμαζαν τα γλυκά τους, κυρίως τους νουγκάδες. Τους άσπρους, που ήταν σαν τα δικά μας μαντολάτα, όμως με πράσινα φιστίκια αντί για αμύγδαλα και τους κόκκινους νουγκάδες με μέλι, φουντούκια (ή αμύγδαλα) και φλούδα πορτοκαλιού… Πάντως τα κύρια χριστουγεννιάτικα γλυκά της Σμύρνης ήταν οι δίπλες, τα μελομακάρονα, οι λουκουμάδες και οι κουραμπιέδες.
Σε ειδικά μαγαζιά, πουλούσαν το σουσαμόλαδο, το οποίο έφτιαχναν τρίβοντας το περίφημο σουσάμι της Λήμνου, το οποίο ήταν απαραίτητο για τα μελομακάρονα, τις βασιλόπιτες και άλλα γλυκά. Μεγάλη κίνηση είχε και το Γεμίς Τσαρσί, η σκεπαστή αγορά! Εκεί πουλούσαν και τα πιο διαλεχτά φρούτα κι ό,τι βάλει ο νους. Πάντως όλα τα μαγαζιά ήταν σε μεγάλη κίνηση!
Υπό τον φόβο των… καλικάντζαρων
Το δωδεκαήμερο (από την παραμονή των Χριστουγέννων ως την παραμονή των Φώτων), οι γιαγιάδες της Σμύρνης, αλλά της κάτω τάξης”, μάζευαν τα εγγονάκια τους δίπλα στο τζάκι ή στο ζεστό μαγκάλι και τους διηγούνταν ιστορίες για καλικάντζαρους. Βαθύτερος στόχος τους ήταν να μη βγουν έξω, αφού δεν είχαν σχολείο και διαβάσματα, αλλά και για να κοιμηθούνε νωρίς.
Τα παιδιά της “άνω τάξης” (του High life, όπως λέγανε) μάθαιναν τις ίδιες ακριβώς ιστορίες, αλλά από τις παραμάνες και τις νταντάδες, αφού οι γιαγιάδες της αριστοκρατίας απαξιούσαν πλήρως και έλεγαν «Καλικάντζαροι; Πιφ, τσοκαρία…». Οι πλούσιοι δεν έκαναν τίποτε εναντίον των καλικάντζαρων, γιατί απλούστατα δεν τους πίστευαν!
Οι φτωχοί όμως έπαιρναν πολλές προφυλάξεις… -πού να σας τα λέω, θα μπορούσα να γράψω ένα ολόκληρο κείμενο! Περισσότερο για να γελάσετε (αλλά και για να κουνήσετε το κεφάλι σας…), θα σας πω ότι στη Σμύρνη (αλλά και στη λοιπή Ελλάδα), πίστευαν ότι τα παιδιά που θα γεννηθούν πεθαμένα μες στο δωδεκαήμερο, θα γίνουν καλικάντζαροι.
Το φοβερότερο από όλα, ήταν που πίστευαν ότι αν κάποιο παιδί γεννηθεί ανήμερα Χριστούγεννα, δηλαδή την ημέρα που γεννήθηκε ο Χριστός (το οποίο σημαίνει ότι η “σύλληψή” του έγινε στις 25 Μαρτίου, όπως και του Χριστού, -ημέρα που απαγορεύεται αυστηρότατα η …γουργουλαβίδα), το παιδί αυτό θα γινόταν τρισκατάρατος καλικάντζαρος! Για να μη γίνει λοιπόν (κι επειδή ήξεραν ότι η εκκλησία δε μπορούσε να κάνει απολύτως τίποτε για τους καλικατζαραίους…), έκαιγαν τα νυχάκια του μωρού στα χεράκια του και στα ποδαράκια του, γιατί καλικάντζαρος χωρίς νύχια δεν γίνεται! (Γίνιτι; Όχι, βάβου μ’, δε γίνιτι!).
Σμύρνη, μία ευτυχισμένη πόλη
Η Σμύρνη, όμως, ήταν πραγματικά μία ευτυχισμένη πόλη πριν το 1922. Όλοι οι Σμυρνιοί, πλούσιοι και φτωχοί, δουλεύανε και καλοπερνούσαν. Ακόμα και οι φτωχοί μπορούσαν να ξοδέψουν …κάτι, για το γλέντι τους. Ανάμεσά τους όμως ήταν κι αυτοί που τα βάσανα της μοίρας δεν τους άφηναν να σηκώσουν κεφάλι: οι χήρες, τα ορφανά και οι σακάτηδες.
Ο Σμυρνιός ήταν ανοιχτοχέρης και πονόψυχος, γι’ αυτό πολλοί το είχαν σαν …τάμα, πρωί-πρωί της παραμονής των Χριστουγέννων (και χωρίς να τους πάρει χαμπάρι κανένας) να πηγαίνουν και να βάζουν έξω από την πόρτα των δυστυχούντων, ένα καλάθι γεμάτο με χρήσιμα πράγματα για τις ημέρες: αλεύρι, ζάχαρη, ρύζι, κρέας, αλλά κι ένα μπουκαλάκι σουσαμόλαδο για τα γλυκά τους. Όμως κι ο Δεσπότης της Σμύρνης φρόντιζε για τους φτωχούς, ιδιαίτερα ο μάρτυρας Χρυσόστομος, μαζεύοντας χρήματα κυρίως από τους πάμπολλους μεγαλομαγαζάτορες.
Ανήμερα Χριστούγεννα, οι εκκλησιές της Σμύρνης χτυπούσαν τις καμπάνες τους από τις 5 το πρωί, που ήταν ακόμα σκοτεινά και τα αστεράκια λάμπανε στον ουρανό. Στα σπίτια, οι μεγάλοι ξυπνούσαν από τις τέσσερις για τις σχετικές προετοιμασίες. Οι επίσημοι της Σμύρνης πήγαιναν στη μητρόπολη, την Αγία Φωτεινή, όπου χοροστατούσε πάντα ο δεσπότης.
Μάλιστα έβγαινε κι ένας δίσκος για τους φτωχούς, στον οποίον οι παραλήδες έριχναν απλόχερα χρήματα, χρυσές λίρες και μετζίτια (ίσα με την τούρκικη λίρα), κυρίως για να ενισχυθούν οι οικογένειες των φυλακισμένων Ελλήνων και να πληρωθούν τα χρέη για τα οποία ήταν φυλακισμένοι, έτσι ώστε να μη μείνουν στις φυλακές, χρονιάρες μέρες!
Οι άντρες και τα μεγάλα αγόρια κοινωνούσαν απαραίτητα ανήμερα τα Χριστούγεννα, ενώ οι γυναίκες και τα κορίτσια την παραμονή. (Όχι, δεν είχανε εκεί σουφραζέτες, ήταν …απολίτιστοι -αλλά οι γυναίκες δε διαμαρτύρονταν καθόλου γι’ αυτό!). Οι μεγάλοι, πριν πάνε να μεταλάβουν, έπαιρναν συγχώρεση από όλους μέσα στο σπίτι, εκτός από τα μικρά παιδιά, για να μην παίρνουν αυτά θάρρος και μετά, τούς… -ας μην το πω!
Ως …ψαύση της μνήμης
Όταν οι οικογένειες γύριζαν στα σπίτια τους, μετά τη Χριστουγεννιάτικη λειτουργία (για να έχετε μία εικόνα για τα παρακάτω, η επιστροφή γινόταν γύρω στις 8:00 το πρωί…), όλοι έτρωγαν για πρωινό ένα πιάτο πατσά ή σούπα αυγολέμονο και μετά φρεσκοψημένους λουκουμάδες ή μελομακάρονα. Και έστελναν, από τα γλυκά αυτά, στους γείτονές τους, για το καλό της ημέρας, οπότε δέχονταν και τα δικά τους.
Οι νοικοκυράδες, πού να καθίσουν;! Μετά την εκκλησία έπρεπε να ετοιμάσουν το μεσημεριανό φαΐ: γαλοπούλα παραγεμισμένη ή μοσχάρι, γαρνιρισμένα με πατάτες, τα οποία έστελναν στο φούρνο της γειτονιάς. Και στο μεσημεριανό φαγητό, κάθε σπίτι στη Σμύρνη είχε κάνα δυο καλεσμένους, συγγενείς ή φίλους ή εργένηδες ή και ταξιδιώτες. Προτού ν’ αρχίσουν το φαγητό έψελναν πάντα έναν χριστουγεννιάτικο ύμνο.
Τα καφενεία και τα κέντρα στην Σμύρνη, ήταν ανοιχτά συνεχώς όλες τις μέρες των γιορτών, καθώς επίσης τα θέατρα και οι κινηματογράφοι (αυτά φυσικά μόνο το απόγευμα και το βράδυ). Έτσι λοιπόν μετά τη σούπα, ύστερα από τη λειτουργία, οι άνδρες έβγαιναν και πήγαιναν στα καφενεία και στις μπυραρίες της παραλίας (Και-Quai) για να βρούνε την παρέα τους και να παίξουνε κάνα μπιλιάρδο ή τάβλι και φυσικά να πουν τις ευχές για τη γέννηση του Χριστού. Γύρω στη μία το μεσημέρι επέστρεφαν στο σπίτι όπου είχε ήδη καταφτάσει το ψημένο φαγητό από το φούρνο. Τότε γινόταν το μεγάλο χριστουγεννιάτικο γεύμα.
Το απομεσήμερο, μετά το φαγητό, βρίσκανε την ευκαιρία να βγούνε στη γύρα οι Τουρκόγυφτοι (όπως τους έλεγαν τότε), οι αρκουδιάρηδες, καθώς και οι μαϊμουδιάρηδες με τις μαϊμούδες τους. Τις μικρές τις παιχνιδιάρικες και τις μεγάλες τις κοκκινοκώλες που χορεύανε! Κι όλα αυτά για να βγάλουν εκτάκτως κανέναν παρά. Τα παιδιά στις γειτονιές πήγαιναν για να δουν από κοντά αυτά τα ζώα που χόρευαν και κάνανε διάφορα σκέρτσα. Οι μεγάλοι βλέπανε από τα παράθυρα ή τα μπαλκόνια τους και κάνανε χάζι, ρίχνοντας κανένα μεταλλίκι. Το απόγευμα και το βράδυ γινόντουσαν οι επισκέψεις στους εορτάζοντας Χρήστους και Χριστίνες. Αυτά τα ολίγα, έτσι μόνο ως …ψαύση της μνήμης, με πολλές ευχές.
Πηγή: SLpress