Ο ρόλος της εργασίας στην διαδικασία παραγωγής περιορίζεται σημαντικά και ταυτόχρονα υφίσταται σοβαρές μεταβολές κατά την διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων. Αντίστοιχα, κατά την ίδια περίοδο σοβαρές μεταβολές έχουν σημειωθεί στη σύνθεση και τις μορφές του κεφαλαίου (π.χ. ακίνητα, γη, μηχανές, επιχειρήσεις, μετοχές, ομόλογα, ευρεσιτεχνίες, ζωϊκό κεφάλαιο, χρυσός, φυσικοί πόροι, κ.λ.π.).
Κινητήρια δύναμη αυτών των εξελίξεων, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, αποτέλεσε και αποτελεί η επέκταση της εφαρμογής των νέων τεχνολογιών ως στρατηγική επιλογή βελτίωσης του επιπέδου παραγωγικότητας και διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας των παραγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών των επιχειρήσεων και γενικότερα των οικονομικών σχηματισμών, ιδιαίτερα στα πλαίσια των συνθηκών ανταγωνισμού στο πεδίο του διεθνούς καταμερισμού εργασίας.
Από την άποψη αυτή, αξίζει να σημειωθεί ότι ο μετασχηματισμός της σχέσης τεχνολογίας/ εργασίας στο παραγόμενο προϊόν, που σημειώθηκε ιστορικά με τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό της παραγωγικής διαδικασίας δημιούργησε συνθήκες μετασχηματισμού των ανισοτήτων σε βάρος της εργασίας, όπως αποτυπώνεται, εξάλλου, και στον λόγο κεφαλαίου/εισοδήματος.
Ουσιαστικά, οι βαθιές αυτές αλλαγές που έχουν συντελεσθεί στις σχέσεις των παραγωγικών δυνάμεων, αποτυπώνουν τη διαδικασία συρρίκνωσης της “ζωντανής εργασίας”, σε όφελος της διεύρυνσης της “νεκρής εργασίας” (τεχνολογία, κανόνες οργάνωσης, λογισμικά συστήματα, κ.λ.π.), η οποία, μεταξύ των άλλων, επιβάλλει σημαντικές αλλαγές στην οργάνωση της εργασίας, τις εργασιακές σχέσεις και τη δημοκρατία στην παραγωγική διαδικασία.
Κι’ αυτό γιατί με την επέκταση της “νεκρής εργασίας” αναπτύσσονται τυποποιημένα συστήματα ελέγχου της εργασίας, περιορίζοντας τόσο την αυτόνομη και δημιουργική δραστηριότητα των εργαζομένων, όσο και τη δημοκρατική λειτουργία τους στους χώρους παραγωγής και εργασίας. Όμως, στις συνθήκες αυτές απώλειας της αυτονομίας των εργαζομένων στην παραγωγική διαδικασία και εφαρμογής αυτοματοποιημένων αυταρχικών μεθόδων, αναμένεται να αναπτυχθούν η εξατομίκευση, η αλλοτρίωση της εργασίας, η παθητικότητα στην προσαρμογή της νέας τεχνολογίας, με αποτέλεσμα να υπονομεύεται ο κεντρικός στόχος της βελτίωσης του επιπέδου της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων.
Ο στραγγαλισμός της “ζωντανής εργασίας”
Επιπλέον, κατά τις τελευταίες τρείς δεκαετίες, η ένταση της εισαγωγής των νέων τεχνολογιών του αυτοματισμού, της ρομποτικής, της τεχνητής νοημοσύνης και της νανοτεχνολογίας στην παραγωγική διαδικασία, σε συνδυασμό με τις ασκούμενες πολιτικές της απασχολησιμότητας, των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, της αποδιάρθρωσης των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και της συρρίκνωσης του κοινωνικού κράτους, προκαλούν μία πρόσθετη αντίφαση στον πυρήνα της παραγωγικής διαδικασίας σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η αντίφαση αυτή συνίσταται στον περιορισμό της “ζωντανής εργασίας” με όρους μείωσης της απασχόλησης, του εισοδήματος, της ζήτησης, κ.λ.π., υπονομεύοντας έτσι τις ανάγκες της παραγωγής, οι οποίες, αντίθετα, προϋποθέτουν την αύξηση τους.
Στις συνθήκες αυτές, αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την πρόσφατη (2019) Έκθεση «World Robotics» της Διεθνούς Ομοσπονδίας Ρομποτικής, το 2018 πωλήθηκαν 422.000 περίπου ρομποτικές μονάδες (αύξηση 6% έναντι του 2017), αξίας 16.5 δισεκ. δολαρίων. Από τον αριθμό αυτόν, τα 154.000 εργοστασιακά ρομπότ (ένα στα τρία βιομηχανικά ρομπότ) που πωλούνται διεθνώς, εγκαταστάθηκαν στην Κίνα, σε αριθμό μεγαλύτερο από τα ρομπότ που εγκαταστάθηκαν στις ΗΠΑ και την Ευρώπη μαζί.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι πέντε χώρες στις οποίες εγκαταστάθηκε η πλειονότητα (74% του συνόλου διεθνώς) των βιομηχανικών ρομπότ είναι: η Κίνα, η Ιαπωνία, η Ν.Κορέα, οι ΗΠΑ και η Γερμανία, η οποία ακολουθείται στην Ευρώπη από την Ιταλία και τη Γαλλία.
Με άλλα λόγια, αποδεικνύεται ότι η Ασία προηγείται από κάθε άλλη ήπειρο στην αυτοματοποίηση και την ρομποτοποίηση της βιομηχανικής παραγωγής, με την Ιαπωνία να κατέχει (52%) την πρώτη θέση στην παραγωγή βιομηχανικών ρομπότ σε διεθνές επίπεδο. Παράλληλα, από κλαδική άποψη η αυτοκινητοβιομηχανία (30%), η βιομηχανία ηλεκτρικών-ηλεκτρονικών και η βιομηχανία μηχανών-μετάλλων, αποτελούν τους βασικούς κλάδους εγκατάστασης των βιομηχανικών ρομπότ σε διεθνές επίπεδο.
“Εξυπνότερα” ρομπότ από εργαζόμενους
Επίσης, στον τομέα των υπηρεσιών το 2018, σύμφωνα με την Έκθεση της Διεθνούς Ομοσπονδίας Ρομποτικής, εγκαταστάθηκαν 271.000 ρομπότ ( αύξηση 61% σε σχέση με το 2017), τα οποία αφορούσαν (111.000 μονάδες) την εφοδιαστική αλυσίδα (logistics), αυτοματοποιώντας τις εργασίες των μεγάλων αποθηκών, ιδιαίτερα στις εταιρείες ηλεκτρονικού εμπορίου.
Το ίδιο έτος στον τομέα των υπηρεσιών παρατηρείται η εγκατάσταση 106.000 ρομποτικών συστημάτων επιθεώρησης και συντήρησης εξοπλισμού και 5.100 ιατρικών ρομποτικών συστημάτων (αύξηση 50% σε σχέση με το 2017). Τέλος, εγκατάσταση μικρότερου αριθμού ρομπότ παρατηρείται το 2018 στην κτηνοτροφία (άρμεγμα γαλακτοπαραγωγών ζώων), την γεωργία, τις οικιακές εργασίες (καθαρισμός οικιών, πισινών, κήπων) και τις προσωπικές υπηρεσίες.
Η ρομποτική αυτή πραγματικότητα και προοπτική επηρεάζει σημαντικά τη σχέση τεχνολογίας και εργασίας, σε βαθμό που μέχρι το 2030 εκτιμάται ότι τα ρομπότ θα υπερβούν την ευφυΐα και τη δεξιότητα του εργαζόμενου, θα αυτονομηθούν λειτουργικά, θα αυτο-επισκευάζονται και τέλος θα αντικαταστήσουν το 38% των θέσεων εργασίας, με αποτέλεσμα να απολεσθούν μισθοί της τάξης των 15 τρισ. ευρώ από τους εργαζόμενους, ανάλογοι φόροι από τους κρατικούς προϋπολογισμούς και ανάλογες ασφαλιστικές εισφορές από τα ασφαλιστικά ταμεία.
Μαζική απώλεια θέσεων εργασίας
Αξίζει να σημειωθεί ότι σε πρόσφατη (2018) μελέτη του ΟΟΣΑ προβλέπεται ότι κατά το διάστημα των επόμενων δεκαετιών στις 32 χώρες-μέλη του διεθνούς οργανισμού, το 48% των σημερινών θέσεων εργασίας (μία στις δύο) είναι πιθανόν να αυτοματοποιηθούν. Ειδικότερα στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της μελέτης, το 23% όλων των θέσεων εργασίας ανήκει στην ομάδα υψηλού κινδύνου, δηλαδή ενδέχεται να αυτοματοποιηθεί σε πολύ υψηλό ποσοστό (+70%). Αντίθετα, το αντίστοιχο ποσοστό στη Νορβηγία είναι μόνο 6%, στη Φιλανδία είναι 7% και στη Σουηδία 8%.
Με άλλα λόγια, οι εργαζόμενοι των ανεπτυγμένων χωρών φαίνεται ότι κινδυνεύουν λιγότερο από την αυτοματοποίηση (ρομπότ, τεχνητή νοημοσύνη, κ.λ.π.) σε σχέση με τους εργαζόμενους των υπανάπτυκτων ή αναπτυσσόμενων οικονομικά χωρών (π.χ.Ασία), δεδομένου ότι στις ανεπτυγμένες οικονομίες η αυτοματοποίηση έχει ήδη ξεκινήσει σταδιακά τις τελευταίες δεκαετίες.
Στις συνθήκες αυτές, η ουσιαστική και πλήρης άρση των συνεπειών “της απασχόλησης των ρομπότ”, ο πρόσθετος παραγωγικός πλούτος, λόγω της χρήσης των ρομπότ στη βιομηχανία και την οικονομία, προϋποθέτει την κατανομή ως κοινωνικό κεφάλαιο σε είδος (μείωση του χρόνου εργασίας χωρίς μείωση των αποδοχών) και σε χρήμα (χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφάλισης και του κράτους για την επανένταξη των ανέργων στην αγορά εργασίας).