Σαν σήμερα το 1982 πεθαίνει ο μεγάλος Γερμανός σκηνοθέτης. Πόσο βοήθησε η σκηνοθετική ματιά του το ομοφυλοφιλικό κίνημα και τα δικαιώματα της ΛΟΑΤ κοινότητας;
Όλοι οι άνθρωποι βλέπουν κινηματογράφο και τροφοδοτούνται με ό,τι ταιριάζει στη δική τους πραγματικότητα. Πόσο μάλλον που ο Φασμπίντερ, το αντικείμενο της κουβέντας μας με την Πάολα Ρεβενιώτη, σύμφωνα και με την ίδια, έφτιαξε ταινίες ενισχυτικές των δικαιωμάτων της ΛΟΑΤ κοινότητας παγκοσμίως – ταινίες απλοϊκές φαινομενικά, αλλά κατά βάθος πολιτικές και «ενοχλητικές», που μας δίνουν την ευκαιρία να κατανοήσουμε τους ανθρώπους μέσα από χαρακτήρες κάπως δεδομένους συνήθως και «σωστούς».
Η Πάολα ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά μου κι έτσι βρέθηκα στο διαμέρισμά της, όπου και έγινε η ακόλουθη συνέντευξη:
— Πάολα, ήσουν ήδη τρανς, όταν είδες για πρώτη φορά ταινία του Φασμπίντερ;
Ναι. Την πρώτη ταινία του Φασμπίντερ την είχα δει στο Γκαίτε με εκλεκτή παρέα, τον Δημήτρη Παπαϊωάννου και τον Αλέξη Μπίστικα. Εγώ τότε ήμουν ένα πολύ όμορφο παιδάκι, χαριτωμένο, που πήγαινε στην ΑΚΟΕ και δεν θυμάμαι αν είχα ξεκινήσει το «Κράξιμο» – πρέπει να ‘χα βγάλει μόνο ένα τεύχος. Με τρέχανε όλες οι κουλτουριάρες αδερφές κι εγώ ακολουθούσα. Είχα δει τότε τη «Χρονιά με τα 13 φεγγάρια».
— Ένιωσες ότι μπορούσες να χρησιμοποιήσεις την ταινία αυτή για να αντλήσεις πληροφορίες για τον ίδιο σου τον εαυτό;
Όχι, όχι, απλώς θα μπορούσα να είχα πνίξει τον σκηνοθέτη! Με έβαλε σε μια διαδικασία στην οποία εγώ, ως τρανς, έπρεπε να νιώθω κακομοίρα και δυστυχισμένη. Να τον κόψω, δηλαδή, για να κρατήσω έναν άντρα, που θα μου φύγει στο τέλος. Με έβαλε σε ένα παραμύθι. Η ζωή μιας τρανς δεν είναι μες στη δυστυχία. Έβλεπα τον εαυτό μου, που ήμουν 20 ετών, με όλα τα τεκνά δίπλα μου και κοιτούσα τις γριές κουλτουριάρες που έπρεπε να δώσουν κατοστάρικο στην Ομόνοια για να παρθούν. Τι δουλειά είχα ‘γω με αυτούς τότε;
— Ο κινηματογράφος, ωστόσο, πρόσφερε ασυνείδητα την αδιάκοπη εξέταση της ερωτικής όψης στην καθημερινότητά μας.
Συμφωνώ, και γι’ αυτό η ταινία μού άρεσε. Ως θεατής την απόλαυσα, ως τρανς όμως δεν με προχώρησε. Ξέρεις ποια σκηνή της με συγκλόνισε; Εκεί που ένας διέκοψε την αυτοκτονία του για να συνομιλήσει με κάποιον άλλον. Απ’ όλη την ταινία, αυτή η σκηνή μού έμεινε.
— Ίσως γιατί ήταν μια σκηνή που την έβλεπες ολότελα αποστασιοποιημένη.
Και που διαφοροποιούσε μέσα μου ολόκληρη την ταινία απ’ τη συνολική μιζέρια του χαρακτήρα, της δυστυχισμένης Ελβίρας. Καταρχάς, η «Χρονιά με τα 13 φεγγάρια» δεν είχε ερωτισμό και η ζωή μιας τρανς είναι άκρως ερωτική, αλλιώς δεν μπαίνεις στη διαδικασία να τα βάλεις με ολόκληρη την κοινωνία, με τους μπάτσους και με το ίδιο σου το σώμα! Γιατί; Για να βρεις έναν μαλάκα να σε οδηγήσει στην αυτοκτονία; Ε, όχι! Η χρονιά με τα 13 φεγγάρια
— Απ’ την άλλη, οι ταινίες του Φασμπίντερ, πέραν της φόρμας τους, είναι συνήθως ακραία προκλητικά μελοδράματα.
Που για μένα, πάντως, αναδείκνυαν την καταραμένη πλευρά της ομοφυλοφιλίας, η οποία ναι μεν είναι γοητευτική να τη βλέπεις ή να τη διαβάζεις, αλλά όταν τη ζεις… Μην ξεχνάς, εκείνα τα χρόνια προσπαθούσαμε να στήσουμε το ομοφυλοφιλικό κίνημα και να προτείνουμε, αν θες, μια νέα ιδεολογία. Ο Φασμπίντερ ερχόταν, λοιπόν, και μου έδειχνε συνέχεια τον θάνατο.
— Μιλάμε για τις αρχές της δεκαετίας του 1980 στην Αθήνα. Αν έφτιαχνε σήμερα τις ταινίες του ο Φασμπίντερ, θα θεωρούνταν τόσο ξεχωριστές;
Δεν το νομίζω. Άλλες εποχές, άλλα βιώματα. Ο κινηματογράφος τότε έκανε σ’ εμάς, περισσότερο ίσως από τις άλλες κοινωνικές ομάδες, έντονη την ανάγκη να δραπετεύσουμε. Γενικά μιλάω, αφού, όπως σου είπα, εγώ τα ‘χα βρει μια χαρά με τον εαυτό μου.
— Το ακριβώς αντίθετο του Φασμπίντερ θα έλεγες ότι είναι ο Αλμοδόβαρ;
Παρουσιάζει συνήθως τη χαρούμενη πλευρά της διαφορετικότητας. Τους θεωρώ ισάξιους σκηνοθέτες, καθέναν απ’ την πλευρά του. Κοίταξε, δεν μπορείς να αγνοήσεις τον Φασμπίντερ, είναι σημαντικός σκηνοθέτης. Ο Αλμοδόβαρ μού πάει καλύτερα, διότι το βλέπω και στη ζωή μου, είμαι αισιόδοξος άνθρωπος. Τα σκληρά πράγματα δεν τα θυμάμαι, τα ‘χω αποβάλει και μου τα θυμίζουν οι άλλοι. Μου αρέσει η αισιοδοξία, μου αρέσει η ζωή και όσες φορές είχα θλίψη, προσπάθησα να δημιουργήσω κάτι.
— Τελικά, ακούγεται κοινοτοπία, αλλά είναι αλήθεια πως η τέχνη γεννιέται μέσα από τον πόνο της ύπαρξης.
Εδώ θα σ’ το ανατρέψω αυτό, αφού, όταν δημιουργείς κάτι μέσα από τη θλίψη και τον πόνο, σκατά θα σου βγει. Αν δεν δημιουργείς μέσα από το περίσσευμα της καρδιάς σου, για να περνάς εσύ καλά, δεν θα περάσει ούτε ο άλλος καλά. Μια ζωή την έχουμε, δεν μπορούμε να τη θυσιάζουμε στο όνομα της τέχνης. Αυτός ήταν ο λόγος που σταμάτησα να γράφω ποίηση.
— Κάνεις ταινίες όμως.
Τέχνη είναι κι αυτή, και μάλιστα σύνθετη. Ναι, αλλά προσπαθώντας να κάνω καλύτερη τη ζωή των άλλων. Ξέρεις καλά πως ένα ντοκιμαντέρ δεν το φτιάχνεις μόνο σου. Πρέπει, για να βγει καλό, να είναι καλό και ολόκληρο το επιτελείο σου.
— Να πάμε στα «Πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Καντ»;
Εντάξει, την είχα δει. Μια μελοδραματική ταινία ήταν, που μου άρεσε πολύ. Την είχα δει και στο θέατρο με την Μπέτυ Αρβανίτη. Να, η συγκεκριμένη ταινία, ας πούμε, ήταν πρωτοποριακή για την εποχή της και δημιούργησε βάσεις για τα ΛΟΑΤ δικαιώματα. Η Πάολα φωτογραφημένη από τον Βασίλη Καρύδη
— Συμφωνείς πως ο Φασμπίντερ χειρίζεται διαφορετικά την ανδρική από τη γυναικεία ομοφυλοφιλία;
Θέλω να συγκρίνεις μέσα σου τα «Πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Καντ» με τον «Καβγατζή», την τελευταία ταινία του, και να το συζητήσουμε. (σκέφτεται) Στα «Πικρά Δάκρυα» οι ηρωίδες είναι έγκλειστες σε ένα διαμέρισμα, παραδομένες στην αρρωστημένη, ψυχωτική σχεδόν, φύση τους, μέσα σ’ ένα ερμητικά κλειστό περιβάλλον. Στον «Καβγατζή», πάλι, όλα γίνονται μέσα σε μπαρ ομοφυλοφίλων και σε μέρη όπου συχνάζουν ομοφυλόφιλοι. Έχω την αίσθηση πως ο Φασμπίντερ δεν συμπαθούσε τις λεσβίες περισσότερο από τους στρέιτ συναδέλφους του.
— Μέσα πέφτεις. Δεν είναι τυχαίο πως ο Φασμπίντερ κατηγορήθηκε έως και για ομοφοβία.
Με έβαλες στο τριπ τώρα να γίνω «φασμπιντερολόγισσα» (γέλια) και δεν ξέρω αν το ‘χω. Πιστεύω πως ο Φασμπίντερ πήρε κάποια στερεότυπα και τα συνδύασε με τους φόβους, προκειμένου να δώσει μορφή στους καταραμένους ομοφυλόφιλους χαρακτήρες του. Όσον αφορά τον «Καβγατζή», ο Ζενέ είναι για να διαβάζεται, όχι για να τον βλέπεις στη μεγάλη οθόνη. Δεν τρελάθηκα, ποτέ δεν τον θεώρησα ταινία εφάμιλλη των παλαιότερών του.
— Ξέρεις ότι η ταινία που ετοίμαζε ο Φασμπίντερ ήταν για τη ζωή της Ρόζα Λούξεμπουργκ;
Τον βρήκαν νεκρό, λέγεται, με το σενάριο δίπλα σε ένα βουναλάκι κοκαΐνης… Ο Φασμπίντερ ήταν ακραίος και γι’ αυτό μοναδικός. Λέγεται ακόμη πως έπαιρνε τσόλια, τα έσπαγε στο ξύλο και δεν τα πλήρωνε στο τέλος. Δεν λέω «αρβύλα» τώρα, μου τα ‘χαν πει άνθρωποι που τον ήξεραν και είχαν δουλέψει μαζί του. Πολύ καταραμένος τύπος και δεν νομίζω να τον έκανα παρέα.
— Τι θα σε ενοχλούσε;
Ο φαινομενικός μισανθρωπισμός του! Δεν μπορώ, δεν θέλω, εγώ είμαι έξω καρδιά. (γέλια)
— Μετά τη «Χρονιά με τα 13 φεγγάρια», αναζήτησες τις άλλες ταινίες του ή τις πετύχαινες απλώς;
Όχι, δεν θα καθόμουν να τον ψάξω. Τυχαία πήγαινα, με πήγαιναν δηλαδή, όποτε γινόταν κάποιο αφιέρωμα στο έργο του. Έτσι έχω δει σχεδόν όλες τις ταινίες του. Ήταν η εποχή των Ταρκόφσκι, Βισκόντι, Μπέργκμαν, των θερινών σινεμά, τρέχαμε παντού. Άσε με και με τον άλλον τον Μπέργκμαν! Με είχε πάει μια μικρούλα αδερφή να δούμε εκείνο εκεί με μια που είχε χτικιό! Όλος ο Φασμπίντερ που θέλατε να δείτε μέσα από ένα υπερπλήρες αφιέρωμα
— Την «Περσόνα» να λες άραγε;
Μεγάλη ταινία! Ναι, ήταν, δεν αντιλέγω, μιλάμε για την απόλυτη τέχνη, αλλά εμένα με τσάκισε η θλίψη της. Την είχα δει όλη, έπαιζε κι αυτή η καταπληκτική ηθοποιός, ενώ σε μια άλλη ταινία του Παρατζάνοφ είχα φύγει στη μέση. Εντάξει, καλή ταινία ήταν κι αυτή. Καθίστε εσείς, δείτε τη, συζητήστε πόσο ωραία είναι η ζωή και η τέχνη, αλλά εμένα αφήστε με να πάω να βρω κάνα τσόλι στο Περιστέρι να ‘χει ουσία το θέμα (γέλια). Για να μην αναλωνόμαστε όμως σε αστεία μόνο, πρέπει να πούμε ότι μορφωθήκαμε μ’ αυτές τις ταινίες, διαμορφώσαμε άποψη για την κοινωνία και τους μηχανισμούς της, γίναμε πιο ευφυείς ως άνθρωποι.
— Ήταν η εποχή του λεγόμενου «κινηματογράφου του δημιουργού». Οι σημερινοί έφηβοι έχουν τέτοιες σινεφιλικές αναφορές;
Όχι, δεν έχουν. Οι άνθρωποι αυτοί, είτε σκηνοθέτες είτε συγγραφείς, που διαβάζαμε μετά μανίας άλλαξαν τον κόσμο. Όχι πάντα προς το καλύτερο, βέβαια.
— Δηλαδή;
Ο Γκίνσμπεργκ, ας πούμε, που λατρεύεται, όπως και όλοι οι beat ποιητές, αποθέωσε την πρέζα, έφτιαξε τη «θρησκεία της ντρόγκας». Ξέρεις πόσους φίλους έχασα μέσα στα χρόνια απ’ αυτόν το διάολο;
— Μα, το έλεγε και ο ίδιος στο «Ουρλιαχτό»: «Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου χαλασμένα από την τρέλα…»
Ναι, το έλεγε, ίσως με άλλη πρόθεση. Εγώ ξέρω ότι ο Γκίνσμπεργκ ειδικά κατέστρεψε πολλά παιδιά της δικής μου γενιάς παγκοσμίως. Έτσι δεν πήγαν και ο Σιδηρόπουλος με τη Γώγου; Δυσκολεύομαι να μιλάω για ανθρώπους που τους έζησα και τους πόνεσα. Με τον Σιδηρόπουλο είχαμε κάνει και την πρώτη γκέι συναυλία στην Ελλάδα – την είχα οργανώσει εγώ με την ΑΚΟΕ στα τελειώματα της. Είχαν έρθει οι πάντες στο Σπόρτινγκ ο Κηλαηδόνης, η Αρλέτα, ο Άσιμος, οι Οπισθοδρομικοί κ.ά., αλλά ήταν σκέτη αποτυχία. Λίγος κόσμος και καμιά εικοσαριά γκέι μόνο. Πού να τολμούσαν τότε να πάνε σε συναυλία διαμαρτυρίας; Θυμάμαι, καθόμουν με τον Μπίστικα και πάνω ήταν ο Σιδηρόπουλος, ο οποίος είχε πιει και δεν κατέβαινε κι έτσι τραβάγαμε τον Άσιμο να ανέβει αυτός και τρέχα-γύρευε. Ξέρεις τι γίνεται; Θαυμάσιοι άνθρωποι, άφησαν κι ένα σημαντικό έργο, αλλά εγώ γυρνάω σ’ αυτό που σου ‘λεγα πριν: μια ζωή την έχουμε, δεν μπορούμε να την αναλώνουμε στην ταλαιπωρία, στην γκρίνια και σε ταινίες σαν τη «Χρονιά με τα 13 φεγγάρια» του Φασμπίντερ.
— Όσο κι αν θες να το παρουσιάσεις απλοϊκά, εγώ πιστεύω πως ο Φασμπίντερ σού έδωσε στοιχεία ώστε να υποτάξεις τις σημασίες του στους δικούς σου σκοπούς.
Η σχέση της ελαστικότητας με μια απελευθέρωση που μου έδωσαν σίγουρα οι ταινίες του Φασμπίντερ είναι αρκετά προβληματική, θα έλεγα, και χρειάζεται άμεση διερεύνηση τελικά. Ξέρεις, όμως, εγώ δεν έχω την πολυτέλεια μιας εύπορης ζωής, δεν είμαι βιομήχανος, ώστε να μπορώ ανά πάσα στιγμή να εμπλουτίζω τον εγκέφαλό μου με τη φαιά ουσία του άλλου. Είμαι ένας άνθρωπος που προσπαθεί να επιβιώσει μέσα σ’ έναν βαρύ ρατσισμό.
— Γι’ αυτό όμως το έργο του Φαμπίντερ είναι και βαθιά πολιτικό. Σκέψου τον απεγνωσμένο έρωτα της ηλικιωμένης καθαρίστριας με τον Άραβα στο «Ο φόβος τρώει τα σωθικά».
Άσε με κάτω πια, τι ήθελε κι αυτή γριά γυναίκα τώρα με τον παιδαρά τον Άραβα; Εντάξει, πήγαινε κυρά μου, βγάλε τα μάτια σου, αλλά μη θες και γάμους κι ιστορίες (γέλια). Θυμάμαι, στα χρόνια εκείνα της κουλτούρας, είχα έναν γκόμενο, Μάριο τον λέγανε. Ωραίο παιδί, λαϊκό, γυμνασμένο. Το πήγα το τσόλι, λοιπόν, να δούμε το «Ο φόβος τρώει τα σωθικά». Μου ‘φυγε στα μισά, πήγε να πάρει κόκα-κόλα είπε και δεν το ξανάδα από τότε. Πάει το τσόλι, καπνός έγινε (έχουμε σκάσει στα γέλια).
— Εγώ προσπαθώ να ξεπεράσω τη χαριτωμενιά αυτών που λες, αναμενόμενων κάπου, ομολογώ, ρωτώντας γιατί σε πείραξε η στάση της ηλικιωμένης ηρωίδας της ταινίας. Τα έβαλε με ένα ολόκληρο φοβικό σύστημα, δεν έχετε μεγάλη διαφορά.
Ο Φασμπίντερ παρουσίαζε υπερ-θεατροποιημένη τη ζωή. Σου έδειχνε τη ζωή που υπάρχει σαν να μην υπήρχε, σαν να την εφεύρισκε ο ίδιος.
— Καλό δεν είναι αυτό;
Ίσως, ναι, αν και σκέφτομαι καμιά φορά για τον Φασμπίντερ πως η δραματική, κωμική ή και τρομαχτική αξία που έδινε στα στερεότυπά του αποσκοπούσε τελικά στο να καταδείξει πόσο σπουδαία είναι η ζωή που συμφωνεί με τους κανόνες. Άσε που δεν μπορώ να βρω ίχνος κωμικού στον Φασμπίντερ.
— Εγώ, πάντως, βρίσκω υπαινικτικά κωμικό το ότι έπαιζε συχνά ο ίδιος στις ταινίες του μ’ αυτή την ιδιαίτερη βλογιοκομμένη φάτσα.
Τι άσχημος που ήτανε! Ξέρεις, δεν είχαν ερωτισμό οι χαρακτήρες του, με εξαίρεση ίσως τον Άραβα που λέγαμε πριν, με τον οποίο είχε σχέση.
— Γιατί πρέπει να είναι ερωτικοί οι άνθρωποι στον κινηματογράφο;
Θυμήσου και το εξαιρετικό «Δαμάζοντας τα κύματα» του Λαρς φον Τρίερ. Το ‘χω δει κι αυτό και μου άρεσε πάρα πολύ. Οι χαρακτήρες του Φασμπίντερ ήταν ενταγμένοι σε όλο αυτό που για μένα κυριαρχεί στο έργο του, στην καταραμένη όψη, στον πόνο των πραγμάτων.
— Θα τους έλεγες άφυλους;
Όχι. Και για να σε πάω εγώ αλλού τώρα, ξέρεις ποιος χρησιμοποιούσε άφυλους χαρακτήρες στις ταινίες του; Ο Δαλιανίδης, στα φαντεζί μιούζικαλ. Δες τη Μαίρη Χρονοπούλου, που ήταν και φίλη μου, δες ακόμα και τη Μάρθα Καραγιάννη, που χόρευε εξαιρετικά. Τις λες όμορφες, τις λες γοητευτικές, αλλά 100% γυναίκες δεν τις λες.
— Δεν το ‘χα σκεφτεί ποτέ αυτό! Εμένα, ας πούμε, αυτό μου το ‘βγαζε η Ρένα Βλαχοπούλου.
Κι αυτή, ναι! Εντελώς γυναίκα, αλλά χωρίς θηλυκότητα. Θα εξαιρούσα τη Λάσκαρη απ’ αυτές τις ταινίες του Δαλιανίδη που λέμε. Με την κατάκτηση μιας τέτοιας γυναίκας, καθησυχαζόταν η αβεβαιότητα του άντρα για τον αντρισμό του, που έτσι παρουσιαζόταν πιο πολύ «αληθινός» άντρας, λόγω της δυσκολίας που περιείχε ακριβώς η απόπειρα της κατάκτησης.
— Ομολογώ πως με έχεις εκπλήξει απίστευτα. Δεν την περίμενα τέτοια ανάλυση από τον Φασμπίντερ στον Δαλιανίδη.
Η κουβέντα μας γίνεται για τον κινηματογράφο γενικότερα και, πίστεψέ με, όπως κατάλαβες, έχω δει πολύ κινηματογράφο, τον έχω φάει με το κουτάλι. Δεν είναι τυχαίο ότι τόσο η Μαίρη Χρονοπούλου, όσο και η Χάνα Σιγκούλα, έγιναν gay icons για εμάς και τις επόμενες γενιές. Εγώ ξέρω ότι ο Γκίνσμπεργκ ειδικά κατέστρεψε πολλά παιδιά της δικής μου γενιάς παγκοσμίως. Έτσι δεν πήγαν και ο Σιδηρόπουλος με τη Γώγου; Δυσκολεύομαι να μιλάω για ανθρώπους που τους έζησα και τους πόνεσα…
— Εδώ μπαίνει καθόλου το θέμα διανομής της τέχνης;
Ο κινηματογράφος είναι ακριβό σπορ, δεν είναι σαν τη σύνθεση ενός ποιήματος στο χαρτί ή πλέον στην οθόνη ενός υπολογιστή. Ο μύθος στον οποίο βασίζεται ο κινηματογράφος συνδέεται με την αντιφατική μυθολογία των ανθρώπων, όπως ενεργεί στο σύνολο της κοινωνίας. Από κει και πέρα, η τέχνη γίνεται εμπόριο για να βρει τον αποδέκτη της αλλά και για να μπορέσει να πορευτεί ο εκάστοτε δημιουργός. Είναι αλληλένδετα αυτά τα πράγματα.
— Πάολα, θα ήθελα να κλείσουμε με δυο-τρία λόγια για τη Μαλβίνα Κάραλη και τον Μάνο Χατζιδάκι, ανθρώπους που δούλεψαν στο σινεμά και που είχες την ευκαιρία επίσης να ζήσεις από κοντά.
Τη Μαλβίνα δεν μπορείς να την αγνοήσεις. Σημαντική, έγραψε καλά σενάρια, είχε άποψη και δημόσιο λόγο. Στο τέλος, όμως, είχαμε ψυχρανθεί και μάλλον είχα δίκιο. Δεν μπορείς να βγαίνεις και να λανσάρεις ως σύνθημα το «Όξω πούστη απ’ την παράγκα». Είχα στείλει μια επιστολή στην «Ελευθεροτυπία» τότε, που έλεγα πως βγαίνω στην πιάτσα τα βράδια και περνάνε τα τσόλια και μας φωνάζουν «Όξω πούστη απ’ την παράγκα»! Δεν απάντησε ποτέ. Μια μέρα την πέτυχα στο Κολωνάκι και το μόνο που γύρισα και της είπα ήταν: «Δεν είναι ωραία πράγματα αυτά που κάνεις». Δεν την ξανάδα.
Ο Χατζιδάκις, απ’ την άλλη, είναι, ίσως, ο μοναδικός άνθρωπος που θυμάμαι με συγκίνηση. Δεν είχαμε μιλήσει ποτέ, αλλά ρώταγε και μάθαινε για μένα. Ένα βράδυ τον πέτυχα σε μια ταβέρνα με την παρέα του. Καθόμουν εγώ σε άλλο τραπέζι και είχα μαζί μου δύο δίδυμα 19χρονα, κουκλιά σκέτα! Ο Χατζιδάκις δεν είχε πάρει τα μάτια του από πάνω μου, όχι με ζήλια, αλλά με μια γενναιοδωρία που φαινότανε. Περισσότερο θαυμασμός ήτανε. Σου λέει «Τι κάνω εγώ εδώ μ’ αυτούς τους βαρετούς και η άλλη έχει μαζί της τα αγόρια τα όμορφα;» (γέλια). Αργότερα, όταν έβγαλα το «Κράξιμο», πήρα το θάρρος και του έκανα ένα πολύ ευγενικό τηλεφώνημα, ζητώντας του οικονομική ενίσχυση. Το ίδιο ευγενής απέναντί μου, μου έστειλε 30.000 δραχμές – ήταν λεφτά τότε…
Το άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στη LiFO το 2016, με αφορμή το μεγάλο αφιέρωμα στη φιλμογραφία του από το Ινστιτούτο Goethe, τις Νύχτες Πρεμιέρας και την Ταινιοθήκη της Ελλάδος.
Πηγή: lifo.gr – Αντώνης Μποσκοϊτης