Ενώ σε δύο μήνες συμπληρώνονται τέσσερα χρόνια από τα γεγονότα της πλατείας Μαϊντάν στο Κίεβο, την ανατροπή του προέδρου Γιανουκόβιτς και την έναρξη μιας οξύτατης –ακόμη και ένοπλης- αντιπαράθεσης ανάμεσα στο στηριζόμενο στη Δύση (ΗΠΑ, Ε.Ε. και ΝΑΤΟ) καθεστώς της Ουκρανίας και στις –έστω και με επιφυλάξεις- υποστηριζόμενες από τη Ρωσία δυνάμεις Αντίστασης, ένα βιβλίο έρχεται να φωτίσει σημαντικές πλευρές αυτών των γεγονότων.
Πρόκειται για το «Ουκρανία. Κοινωνικές, πολιτικές και γεωπολιτικές όψεις της σύρραξης στην Ουκρανία», με κείμενα της ιταλικής Συλλογικότητας Οδησσός 2 Μαΐου (αναφορά στην πυρπόληση του Κτιρίου των Συνδικάτων της Οδησσού από Ουκρανούς φασίστες και τη δολοφονία δεκάδων αντιφασιστών, στις 2 Μαΐου 2014), που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Κουκκίδα» σε μετάφραση του Αχιλλέα Καλαμάρα.
Το βιβλίο δομείται στη βάση της μελέτης τριών στοιχείων αναγκαίων για την κατανόηση της σύγχρονης ουκρανικής πραγματικότητας:
- Των κοινωνικών σχέσεων στο εσωτερικό της Ουκρανίας, που περιλαμβάνουν τα εθνικά ζητήματα και την επίδραση των ιστορικών γεγονότων από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι τώρα.
- Των παραγωγικών σχέσεων, με αναφορά στην ταξική κοινωνική σύνθεση, τη γεωγραφική κατανομή της εργατικής τάξης, τον ρόλο των μεγάλων ολιγαρχών, που εμφανίστηκαν μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ το 1991, και τη διαδικασία αποσύνθεσης του παραγωγικού ιστού.
- Των πολιτικών σχέσεων, άρα την πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, τον ρόλο του Κ.Κ. Ουκρανίας, τον προσανατολισμό των λαϊκών κοινωνικών δυνάμεων, και τον ρόλο της Δύσης και την προέλευση του κινήματος της Μαϊντάν.
Όπως επισημαίνεται στο βιβλίο και όπως είναι αποδεκτό από όλους τους σοβαρούς μελετητές, καμιά ανάλυση της ουκρανικής ιστορίας και της σύγχρονης ουκρανικής πραγματικότητας δεν θα μπορούσε να γίνει, αν δεν πάρουμε υπόψη μας τον πολυεθνικό χαρακτήρα του ουκρανικού κοινωνικού σχηματισμού. Όπως και όλες σχεδόν οι χώρες που αποτέλεσαν την ΕΣΣΔ, η Ουκρανία ήταν και παραμένει μια χώρα πολυεθνική, όπου η πληθυσμιακά κυρίαρχη εθνότητα, οι Ουκρανοί, συνυπάρχει με Ρώσους (που ξεπερνούν το ένα πέμπτο του πληθυσμού, κυριαρχώντας πληθυσμιακά στις ανατολικές επαρχίες), Τατάρους, Μολδαβούς, Εβραίους, ακόμη και 100.000 περίπου Έλληνες Πόντιους.
Καθώς ο ουκρανικός εθνικισμός, ιδιαίτερα αναπτυγμένος στις δυτικές επαρχίες, ήρθε συχνά σε αντιπαράθεση με το σοβιετικό καθεστώς, από τα πρώτα κιόλας χρόνια μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, ενώ στα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου αποτέλεσε βάση συνεργασίας με τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής, εκφράζεται ιστορικά μέσω της αντίθεσης προς τη Ρωσία, η επιθετική επανεμφάνισή του μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ συνδυάστηκε με την προσκόλληση στη Δύση, εκφράζοντας συνάμα και τη δυναμική μιας νέας εθνικής αστικής τάξης με χαρακτηριστικά ολιγαρχικά.
Απεναντίας, η επέλαση της νεοφιλελεύθερης λεηλασίας του δημόσιου πλούτου από την ολιγαρχία βρέθηκε αντιμέτωπη με την αντίσταση μιας ισχυρής εργατικής τάξης, συγκεντρωμένης κατά πλειονότητα στις ανατολικές περιοχές της χώρας, στο Ντονμπάς, όπου κυριαρχεί πληθυσμιακά το ρωσικό στοιχείο. Με σημαντικές ιστορικές παραδόσεις ταξικών αγώνων, ακόμη και πριν το 1917, και ζωντανές τις μνήμες της Αντίστασης κατά τον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο του 1941-45 ενάντια στον ναζισμό.
Εντούτοις, όπως επισημαίνεται και αναλύεται εμπεριστατωμένα στο βιβλίο, θα ήταν λάθος να θεωρήσει κάποιος ότι η αντίθεση αυτή ήταν και είναι η μοναδική, καθώς παράλληλα με την ολιγαρχία που συγκροτήθηκε κάτω από τη σημαία του ουκρανικού εθνικισμού συγκροτήθηκε και εκείνη που -είτε ουκρανόφωνη είτε κυρίως ρωσόφωνη- συνέδεε την ύπαρξή της και το μέλλον της με τις προοπτικές συνέχισης της πρόσδεσης της Ουκρανίας στη μετασοβιετική, επίσης ολιγαρχική, Ρωσία.
Εκεί ακριβώς εντοπίζονται και οι ευθύνες του Κ.Κ. Ουκρανίας, το οποίο αδυνατούσε από το 1991 έως το 2014 να χαράξει μια ανεξάρτητη ταξική πολιτική, μένοντας εγκλωβισμένο στη λογική του «μικρότερου κακού». Έτσι ώστε η στήριξη που προσέφερε στο προ Μαϊντάν φιλορωσικό τμήμα της ολιγαρχίας να το αποξενώσει από τα μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης (ουκρανόφωνης, αλλά και ρωσόφωνης), και να το καταστήσει ανίκανο να ηγηθεί στη συνέχεια της Αντίστασης στο καθεστώς που επέβαλε στο Κίεβο η συμμαχία των δυτικόφιλων νεοφιλελεύθερων και νεοφασιστικών πολιτικών δυνάμεων.
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η εκτενής αναφορά του βιβλίου στον ρόλο της θρησκείας και των ποικιλώνυμων –κυρίως ορθόδοξων- εκκλησιών, καθεμιά από τις οποίες αξιοποιεί την επιρροή της για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων πολιτικών σχεδιασμών. Οι σελίδες αυτές αποτελούν σημαντική συνεισφορά στην προσπάθεια κατανόησης του θρησκευτικού φαινομένου, που δεν μπορεί να εξαντλείται στην αφοριστική καταδίκη του, πόσο μάλλον στην παράβλεψή του.
Με τεκμηριωμένα στοιχεία για την αποδιάρθρωση της παραγωγικής υποδομής της χώρας μέσα από τη λεηλασία του κοινωνικού πλούτου κατά τη διαδικασία των ιδιωτικοποιήσεων, από το 1991 και μετά, σε συνδυασμό με την ακύρωση σημαντικών κοινωνικών κατακτήσεων των εργαζομένων που χαρακτήριζαν το προγενέστερο σοβιετικό καθεστώς, το βιβλίο μάς βοηθάει να κατανοήσουμε την αντίδραση της εργατικής τάξης, κυρίως αυτής του Ντονμπάς, στη νέα πραγματικότητα που διαμόρφωσε η Μαϊντάν.
Χωρίς ωραιοποιήσεις και αγνόηση των πραγματικών αντιθέσεων που διαπερνούν το κίνημα της Αντίστασης, επιδιώκεται στο βιβλίο η παράθεση εκείνων των στοιχείων που αναδεικνύουν αυτή την Αντίσταση και την ανακήρυξη –στο πλαίσιό της- των Λαϊκών Δημοκρατιών του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ, σε κρίσιμο παράγοντα του αγώνα της εργατικής τάξης κατά του επελαύνοντος νεοφιλελευθερισμού, που υπερβαίνει τις εθνοτικές αντιθέσεις. Δεν είναι τυχαίες, άλλωστε, οι επιφυλάξεις του καθεστώτος Πούτιν απέναντί τους.
Όπως αναφέρεται στο βιβλίο, «η αντίσταση των λαϊκών μαζών, όταν αυτές παίρνουν τα όπλα, δεν εκφράζεται ποτέ μέσω μιας γραμμικής και διαυγούς διαδικασίας, όπως θα μπορούσε να μας οδηγήσει να πιστεύουμε και, προπάντων, να επιθυμούμε η ιδεολογική μας συγκρότηση. Αυτή η αντίσταση είναι προϊόν χιλιάδων αντιφάσεων, που με τη σειρά τους παράγουν άλλες τόσες. Είναι αναπόφευκτο και σωστό να αντιμετωπίσουμε αυτές τις αντιφάσεις, όπως κάνουν και οι ίδιες οι κομμουνιστικές πολιτοφυλακές του Ντονμπάς. Δεν μας διαφεύγει το γεγονός ότι η μάχη που δίνουν οι Ουκρανοί σύντροφοι είναι ταυτόχρονα και ιδεολογική μάχη. Δεν μας διαφεύγει το γεγονός ότι στο σώμα της Αντίστασης υπάρχουν φυγόκεντρες τάσεις, που θα μπορούσαν να απομακρύνουν αυτή την περιοχή από τα πραγματικά συμφέροντα του προλεταριάτου. Κάθε επιλογή είναι ανοιχτή και τίποτα δεν έχει κριθεί.
Αυτό που διδασκόμαστε, όμως, από τον αγώνα των συντρόφων του Ντονμπάς είναι το γεγονός ότι φαίνεται να αναδύεται η ικανότητα να αντιμετωπίσουν αυτές τις αντιφάσεις και να τις “ζυγίσουν” στο επίπεδο της συγκεκριμένης σύγκρουσης, χωρίς να εγκαταλείπουν ή να ξεχνάνε τον ιστορικό τους στόχο».