Στόχος του Ισραήλ και των ΗΠΑ το Ιράν και η …Ευρώπη!

2019
μερα25

Στις 12 Μαΐου, όταν ο αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, θα ανακοινώσει κατά πόσο το Ιράν εφαρμόζει ή όχι τη διεθνή συμφωνία για τα πυρηνικά που τέθηκε σε ισχύ τον Ιανουάριο του 2016, είναι στραμμένο το ενδιαφέρον όλου του κόσμου.
Τα προμηνύματα ωστόσο που συσσωρεύονται μόνο εφησυχασμό δεν προκαλούν. Λάδι στη φωτιά έριξε, ως συνήθως, το Ισραήλ με τρεις σχετικά ανεξάρτητες, αλλά πλήρως συγκλίνουσες κινήσεις διευκολύνοντας αφάνταστα τον Τραμπ κι επιταχύνοντας τις εξελίξεις στην κατεύθυνση της στρατιωτικής επίθεσης προς το Ιράν, που θα μετατρέψει όλη τη Μέση Ανατολή σε κόλαση πυρός.
Με διαφορά ολίγων ωρών ο πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου προχώρησε σε τρεις κινήσεις, που ακόμη κι αν είναι αποτέλεσμα της πίεσης που νιώθει προσωπικά ο ίδιος μπροστά στο ορατό ενδεχόμενο να του απαγγελθούν κατηγορίες για το σκάνδαλο διαφθοράς που κατηγορείται, ανεβάζουν στα ύψη το θερμόμετρο. Το πρώτο ήταν η επίθεση την Κυριακή 29 Απριλίου ισραηλινών, κατά πάσα πιθανότητα, μαχητικών F-15 εναντίον στόχων του Ιράν (που συνέβαλε καθοριστικά στην ήττα των τζιχαντιστών του Ισλαμικού Κράτους από το καθεστώς του Άσαντ) στο έδαφος της Συρίας. Η επίθεση στόχευε αν όχι να ακυρώσει τα τετελεσμένα που δημιούργησε η ήττα των αμερικανικών σχεδιασμών στη Συρία τουλάχιστον να περιορίσει τις επιπτώσεις τους στην ισορροπία δυνάμεων. Η δεύτερη κίνηση του Νετανιάχου ήταν η θεατρική επίδειξη που διοργάνωσε με τη βοήθεια μιας απαρχαιωμένης παρουσίασης Power Point από το υπουργείο Άμυνας μπροστά σε ένα φόντο από χρωματιστά κλασέρ στα δεξιά του, που θύμιζε ατακτοποίητο λογιστικό γραφείο μετά την κατάθεση ΦΠΑ, και CD στα αριστερά του, σαν αυτά που κρεμούσαν στα μπαλκόνια την προηγούμενη δεκαετία για να διώξουν τα περιστέρια, μόνο και μόνο για να πει ότι το Ιράν ψεύδεται για το πυρηνικό του πρόγραμμα. Η απάντηση ήρθε σε λιγότερο από μια μέρα από την Διεθνή Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας (ΙΑΕΑ) που επανέλαβε ότι «ουδεμία αξιόπιστη ένδειξη έχει για δραστηριότητες στο Ιράν που έχουν σχέση με την ανάπτυξη πυρηνικού όπλου». Δήλωση, που δε φάνηκε να πτοεί την Ουάσινγκτον η οποία ήδη προετοιμάζεται να θέσει ξανά σε ισχύ τις κυρώσεις εναντίον της Τεχεράνης που ανεστάλησαν μετά την επιτυχή κατάληξη των διαπραγματεύσεων της ομάδας των 5+1 (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Γαλλία, Βρετανία και Γερμανία) με το Ιράν.
Η κίνηση ωστόσο του Νετανιάχου που πιθανότατα θα έχει τις πιο σοβαρές επιπτώσεις ήταν η ψήφιση από την Κνεσέτ νόμου που παραχωρεί, κάτω από «ακραίες περιστάσεις», τη δυνατότητα κήρυξης πολέμου στον πρωθυπουργό και τον υπουργό Άμυνας της χώρας. Ο νόμος ωστόσο που ψηφίστηκε με 62 ψήφους υπέρ και 41 κατά, δεν ξεκαθαρίζει ποιες είναι αυτές οι ακραίες περιστάσεις. Το σημαντικότερο δε είναι πώς δεν αιτιολογήθηκε επαρκώς γιατί δεν μπορεί να αποφασίσει το υπουργικό συμβούλιο όπως συνέβαινε μέχρι τώρα, κι έτσι το Ισραήλ μπορεί να εξαπολύσει πόλεμο, θέτοντας τη χώρα στον κίνδυνο απρόβλεπτων απειλών, παρά τη διαφωνία ακόμη και του υπουργικού του συμβουλίου… Είναι μια απόφαση που προκάλεσε αντιδράσεις ακόμη και στο συντηρητικό πολιτικό και δημοσιογραφικό κατεστημένο του Ισραήλ, καθώς συμπίπτει επικίνδυνα με τις ανακοινώσεις του Τραμπ.
Πρώτη και μόνη η Αμερική
Η διαφαινόμενη επιλογή του αμερικανού προέδρου να ακυρώσει τη διεθνή συμφωνία με το Ιράν δεν μπορεί να ερμηνευθεί μόνο στη βάση των άμεσων σχεδίων Ισραήλ και ΗΠΑ για ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή, που θα επιτρέψουν στις δύο δυνάμεις να εδραιώσουν τη στρατιωτική τους παρουσία, αμφισβητώντας τα πολιτικά κέρδη Ρωσίας, Ιράν, μετά τη συντριβή των αντικαθεστωτικών δυνάμεων. Η επιλογή του Τραμπ ερμηνεύεται επίσης κι ως προσπάθεια ακύρωσης κάθε διεθνούς συμφωνίας που υπογράφτηκε τα προηγούμενα χρόνια η οποία αναβάθμιζε την διπλωματική ισχύ άλλων χωρών – ανταγωνιστριών των ΗΠΑ, καθιστώντας τις ισόβαθμες με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το μήνυμα δηλαδή που στέλνει η Ουάσινγκτον είναι ότι μόνη της θα αποφασίζει για θέματα ειρήνης και πολέμου, κι όχι από κοινού με τη Ρωσία ή τους Ευρωπαίους.
Η επίδειξη μονομέρειας εκ μέρους των ΗΠΑ απέναντι σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο συνδέεται με την εξυπηρέτηση των οικονομικών του συμφερόντων που όλο και περισσότερο αποκλίνουν από τα συμφέροντα των άλλων κρατών. Τα όσα διακυβεύονται στο Ιράν είναι πολύ ενδεικτικά. Στόχος των κυρώσεων που θα επιβληθούν από τις ΗΠΑ στην περίπτωση που ο Τραμπ ανακοινώσει την αποχώρηση από τη συμφωνία, και δεδομένου ότι η Τεχεράνη έχει αποκλείσει την επαναδιαπραγμάτευσή της σε πιο αυστηρή κατεύθυνση ή με μεγαλύτερο χρονικό ορίζοντα, είναι προφανώς να καταφερθούν οικονομικά πλήγματα στο Ιράν. Να μειωθούν τα έσοδα από τις πωλήσεις στο εξωτερικό, λόγω περιορισμών στις εξαγωγές και να επιδεινωθούν οι συνθήκες ζωής στο εσωτερικό του Ιράν, προς όφελος των συμμάχων των ΗΠΑ στην περιοχή, Σαουδική Αραβία και Ισραήλ, που ταυτόχρονα είναι κι ορκισμένοι εχθροί του Ιράν. Τα οφέλη που έδρεψε το Ιράν από τη διεθνή συμφωνία αντανακλώνται στον υπερδιπλασιασμό των εξαγωγών του σε περίπου 2,6 εκ. βαρέλια την ημέρα και την αύξηση της παραγωγής από 3 εκ. βαρέλια ημερησίως το 2014, σε 4 περίπου εκ. τώρα. Ωστόσο, οποιαδήποτε περαιτέρω αύξηση της παραγωγής, όπως αυτή που υποσχέθηκε ο υπουργός Πετρελαίου του Ιράν στη Βουλή, με στόχο τα 4,8 εκ. βαρέλια μέχρι το 2021 απαιτούν πακτωλό ξένων επενδύσεων, τις οποίες η Ιρανική Δημοκρατία είναι πρόθυμη να δεχτεί. Εκτιμάται ότι απαιτούνται 200 δισ. δολ.! Υπάρχουν ωστόσο επενδυτές έτοιμοι να χρηματοδοτήσουν την ανανέωση των γερασμένων ιρανικών υποδομών. Χαρακτηριστικά παράδειγμα είναι η τεράστια επένδυση, ύψους 4,8 δισ. δολ., που ήδη έχει συμφωνήσει να υλοποιήσει η γαλλική Τοτάλ στα κοιτάσματα φυσικού αερίου του νότιου Παρς, που αυτή τη στιγμή είναι τα μεγαλύτερα στον κόσμο. Και εδώ είναι που τα συμφέροντα των ΗΠΑ συγκρούονται ευθέως με τα συμφέροντα για παράδειγμα της Γαλλίας, αλλά και της Κίνας αν δούμε ότι το 60% των εξαγωγών του Ιράν κατευθύνεται στην Ασία, με το μεγαλύτερο μέρος να διοχετεύεται στην ακόρεστη κινέζικη αγορά. Η σύγκρουση συμφερόντων δεν προέρχεται μόνο από την απειλή που συνιστά η Τοτάλ στις αμερικανικές πολυεθνικές, αλλά και από την ενεργειακή αυτοτέλεια που θα εξασφαλίσει η Ευρώπη, μέσω της συνεργασίας της με το Ιράν.
Τούτων δοθέντων είναι θέμα χρόνου η αποχώρηση των ΗΠΑ από τη συμφωνία με το Ιράν…
Μένουν (μέχρι να φύγουν) από τη Συρία
Με τον πιο σαφή τρόπο διέψευσε ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ τη συζήτηση που είχε ανοίξει ο ίδιος ο Τραμπ στις αρχές Απριλίου για αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από τη Συρία. Μιλώντας σε δημοσιογράφους ο Τζέιμς Ματίς, συνέπλευσε πλήρως με τις κριτικές που κατ’ επανάληψη έχουν διατυπωθεί από το Ρεπουμπλικανικό κόμμα όταν για παράδειγμα ο Μπαράκ Ομπάμα ανήγγειλε και υλοποίησε την αποχώρηση του αμερικανικού στρατού από το Ιράκ το 2011, συναρτώντας την έξοδο του αμερικανικού στρατού από τη Συρία με τις εξελίξεις στο διπλωματικό πεδίο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το αμερικανικό πεντάγωνο, που είχε διαφοροποιηθεί από το Λευκό Οίκο όταν με αφορμή την αμφιλεγόμενη επίθεση με χημικά στις 8 Απριλίου είχε δηλώσει ορθά κοφτά πως «δεν υπάρχουν αποδείξεις για ενοχή» του καθεστώτος, επανέφερε το αίτημα του για άνευ όρων αποχώρηση του Άσαντ από κάθε πολιτικό αξίωμα στη Συρία, ως προϋπόθεση για μια μακροχρόνια συμφωνία ειρήνης, που θα θέσει τέλος σε έναν πόλεμο που προκάλεσε 500.000 νεκρούς και εκατομμύρια πρόσφυγες.
Παράλληλα, οι Αμερικάνοι έχουν δημιουργήσει υποδομές στη Συρία ώστε ο στρατός τους, που εκτιμάται από 2.000 το λιγότερο, ως 4.000 το ανώτερο, να μείνει δεκαετίες, εξασφαλίζοντας τα αμερικανικά γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντα. Υπολογίζεται για παράδειγμα ότι μέχρι τον Ιούλιο του 2017 είχαν κατασκευαστεί 10 στρατιωτικές βάσεις από την μια άκρη της Συρίας ως την άλλη.
Υπάρχουν ωστόσο πολύ πιο σοβαροί λόγοι για να μείνουν οι Αμερικάνοι από τους παραπάνω, ακόμη κι από την αντιμετώπιση των υπολειμμάτων του Ισλαμικού Κράτους που επικαλέστηκε ο Ματίς, αποδεικνύοντας τη διαρκή χρησιμότητα μιας ένοπλης ομάδας που από την εμφάνισή της διευκόλυνε κάθε είδους αποσταθεροποιητικό σχέδιο στη Συρία. Είναι αρχικά η διασφάλιση των Αμερικάνων ότι θα έχουν σε απόσταση βολής τους Ρώσους και τους Ιρανούς, που έχουν βελτιώσει σημαντικά τις θέσεις τους τα τελευταία χρόνια. Επιπλέον, είναι η εμπλοκή τους στον ανταγωνισμό Τούρκων και Κούρδων στα βόρεια σύνορα της χώρας, που καθιστά οποιοδήποτε σχέδιο εξόδου εξαιρετικά επικίνδυνο. Οι Αμερικάνοι, ειδικά τους τελευταίους μήνες όταν ο Ερντογάν ανακήρυξε την εκδίωξη των Κούρδων ως απόλυτη προτεραιότητα για την Άγκυρα, λειτουργούν ως ασπίδα προστασίας των Κούρδων, χωρίς φυσικά να το καταφέρνουν και πάντα όπως φάνηκε στην Αφρίν. Τυχόν αποχώρηση των Αμερικανών, ειδικά από τη βορειο-ανατολική Συρία, όχι μόνο θα παρέδιδε τους Κούρδους στο έλεος του Ερντογάν, αλλά θα επέτρεπε την εγκατάσταση της Τουρκίας με το πρόσχημα της αποτροπής δημιουργίας κουρδικού κράτους που θα απειλούσε, υποτίθεται, την ακεραιότητά της.
*Πηγή: Εφημερίδα Νέα Σελίδα

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας