Οι ελληνικές τράπεζες παρουσιάζουν την υψηλότερη οργανική κερδοφορία που προέρχεται από το επιτοκιακό περιθώριο, σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές. Εξίσου υψηλά είναι τα έσοδα από συναλλαγές, ενώ κάτω του μέσου ευρωπαϊκού όρου κυμαίνονται τα έσοδα από προμήθειες. Όμως, το υψηλό κόστος και οι κυρίως οι μεγάλες προβλέψεις για κινδύνους οδηγούν το αποτέλεσμα σε ζημίες.
Η διαπίστωση αυτή προκύπτει από στοιχεία που έδωσαν στη δημοσιότητα οι Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (ΕΒΑ), αναλύοντας τα βασικά μεγέθη του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, με βάση τα αποτελέσματα του δεύτερου τριμήνου 2021.
Σύμφωνα με αυτά, στο πρώτο εξάμηνο, το συνολικό επιτοκιακό έσοδο διαμορφώθηκε σε 2,8 δισ. ευρώ, ενώ τα λειτουργικά έσοδα 2,4 δισ. ευρώ, με τον λόγο καθαρών επιτοκιακών εσόδων προς λειτουργικά έσοδα να διαμορφώνεται σε 116,84%. Ο αντίστοιχος δείκτης στην Ε.Ε., κατά μέσο όρο ήταν 53,92%. Δηλαδή, ο δείκτης κερδοφορίας που σχετίζεται με το επιτοκιακό περιθώριο σε σχέση με τα λειτουργικά έσοδα ήταν διπλάσιος στην Ελλάδα από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο.
Πράγματι, σε μια πιο λεπτομερή παρουσίαση της ΕΒΑ, το επιτοκιακό περιθώριο, δηλαδή η διαφορά μεταξύ επιτοκίων καταθέσεων και δανείων, στην Ελλάδα ήταν 2,4 ποσοστιαίες μονάδες, όταν η αντίστοιχη διαφορά στην Ε.Ε. ήταν 1,25 μονάδες, στο πρώτο εξάμηνο του 2021. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το μέσο επιτόκιο δανείων στην Ελλάδα είναι υψηλότερο κατά περίπου 1 μονάδα σε σχέση με την υπόλοιπη Ε.Ε., δεδομένου ότι τα επιτόκια καταθέσεων κινούνται γύρω από το μηδέν (ή αρνητικά σε αρκετές χώρες της Ευρωζώνης, στους λογαριασμούς επιχειρήσεων, κυρίως).
Αντίθετα, τα κέρδη από προμήθειες είναι μικρότερα αν συγκριθούν με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές τράπεζες. Τα συνολικά έσοδα στο πρώτο εξάμηνο διαμορφώθηκαν σε 664,7 εκατ. ευρώ, με το λόγο εσόδων από προμήθειες προς οργανικά έσοδα να υπολογίζεται σε 27,79%, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στην Ε.Ε. ήταν 32,31%.
Ωστόσο, οι ελληνικές τράπεζες πέτυχαν υψηλότερα κέρδη από χρηματοοικονομικές πράξεις καθώς αυτά, σε σχέση με τα λειτουργικά έσοδα έφτασαν στο 15,96%, έναντι 8,44% στην Ε.Ε.
Υψηλό κόστος
Από την ανάλυση της ΕΚΤ και της ΕΒΑ προκύπτει ότι οι ελληνικές τράπεζες λειτουργούν με υψηλό κόστος, καθώς ο δείκτης κόστος προς έσοδα ανήλθε στο πρώτο εξάμηνο σε 83%, έναντι 68,8% στην Ε.Ε. Επίσης, τραπεζικά στελέχη υπενθυμίζουν τον κίνδυνο τη χώρας (μη επενδυτική βαθμίδα), με το συνολικό κόστος κινδύνου (cost of risk ratio) να ανέρχεται σε 2,24%, όταν στην υπόλοιπη Ε.Ε. είναι 0,52%. Το κόστος συνδέεται και με τις υψηλές προβλέψεις και άλλες απομειώσεις που για τις ελληνικές τράπεζες στο πρώτο εξάμηνο διαμορφώθηκε συνολικά σε 4,3 δισ. ευρώ. Έτσι, τα καθαρά κέρδη πριν από προβλέψεις και φόρους είναι θετικό (396,8 εκατ. ευρώ). Όμως, μετά τις προβλέψεις και άλλες απομειώσεις (impairments and provisions) διαμορφώνουν το καθαρό αποτέλεσμα πριν από τους φόρος σε -3,8 δισ. ευρώ. Το RΟΕ (return on equity) είναι -34,28%, όταν στην ΕΕ είναι θετικό, στο 6,92%.
Μεγάλη επιβάρυνση έχουν δεχθεί οι ελληνικές τράπεζες τον υψηλό όγκο κόκκινων δανείων που υποχρεωτικά θα πρέπει να καλύπτονται από υψηλότερες προβλέψεις, αλλά και από το κόστος των συναλλαγών με τις τιτλοποιήσεις κόκκινων δανείων (λόγω διαφοράς μεταξύ λογιστικών τιμών και τιμών πώλησης των δανείων). Η εντατικοποίηση των τιτλοποιήσεων και μείωσης κόκκινων δανείων συγκέντρωσαν εμπροσθοβαρώς ζημιές από τις συναλλαγές αυτές. Οι επιβαρύνσεις των τιτλοποιήσεων κόστισαν τόσο στα κέρδη όσο και στα κεφάλαια, όπως αναφέρει και η Τράπεζα της Ελλάδος. Επιπλέον, η κεντρική τράπεζα προσθέτει έναν ακόμα παράγοντα, αυτόν της επίπτωσης από την εφαρμογή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης 9 (ΔΠΧΠ9), ανεβάζοντας συνδυαστικά το ποσοστό της αναβαλλόμενης φορολογίας στα κεφάλαια.
Υψηλά εποπτικά κεφάλαια
Πάντως, οι ελληνικές τράπεζες είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες, με τα εποπτικά κεφάλαια να κινούνται σε πολλαπλάσια επίπεδα από τα εποπτικά όρια. Ενδεικτικά, ο συνολικός δείκτης κεφαλαίων στο β’ τρίμηνο 15,17% (στην Ε.Ε. ο αντίστοιχος δείκτης ήταν 19,41%). Και τα στρατηγικά σχέδια των τραπεζών στοχεύουν σε αντίστοιχα υψηλά επίπεδα από φέτος και το 2022.
Κόκκινα δάνεια
Η τεράστια μείωση των κόκκινων δανείων από τις ελληνικές τράπεζες επιβεβαιώνεται και από τα στοιχεία των ΕΚΤ και ΕΒΑ. Το ποσοστό τους στο σύνολο των χορηγήσεων έπεσε στο 14,8%, όταν έξι μήνες πριν ήταν σχεδόν διπλάσιο και ένα χρόνο πριν πλησίαζε το 50%. Η εντατική αυτή μείωση έφερε εμπροσθοβαρή κόστη. Και η προσπάθεια αυτή συνεχίζεται με στόχο μονοψήφιο ποσοστό από φέτος και κάτω του 5% το 2022. Διότι, το ποσοστό 14,8% παραμένει το υψηλότερο στην Ε.Ε., όπου ο μέσος όρος είναι 2,32%. Αυτό πρακατικά σημαίνει ότι οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να συνεχίζουν να λαμβάνουν υψηλότερες προβλέψεις για να καλύπτουν τους κινδύνους από τα κόκκινα δάνεια.
Πράγματι, οι προβλέψεις αυτές στις ελληνικές τράπεζες φτάνουν στο 50,29%, όταν ο μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι 42,95%. Οι προβλέψεις σημαίνουν δέσμευση κεφαλαίων και μείωση κερδών. Μολονότι, το ποσοστό των προβλέψεων είναι υψηλότερο στην Ελλάδα, σε σύγκριση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, δεν είναι τόσο υψηλό αν συγκριθεί σε σχέση με το στοκ των κόκκινων δανείων. Δηλαδή, ο μέσος ευρωπαϊκός όρος στις προβλέψεις είναι 42,95% αλλά με κόκκινα δάνεια 2,32%. Μάλιστα, την ίδια σύγκριση έχει κάνει η Τράπεζα της Ελλάδος, σημειώνοντας ότι οι προβλέψεις είναι μικρότερες σε σχέση με χώρες όπου εμφανίζουν υψηλούς δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων, όπως η Ιταλία, Πορτογαλία, κ.α.
Δάνεια προς καταθέσεις
Σε ό,τι αφορά στη χρηματοδότηση, ένας από τους πιο κλασικούς δείκτες, δηλαδή αυτός των δανείων προς τις καταθέσεις, στην Ελλάδα συναντάμε έναν από τους μικρότερους που κινείται στο 67,09%, έναντι 104,74% στην Ε.Ε. Δηλαδή, στην Ε.Ε., για κάθε κατάθεση 100 ευρώ αντιστοιχούν δάνεια 104,74 ευρώ, ενώ στην Ελλάδα 67,09%. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχει ισχυρή ρευστότητα. Ακόμη, ο μικρός λόγος δανείων προς καταθέσεις δείχνει την προσπάθεια των τραπεζών να περιορίσουν το κόστος του κινδύνου που τελικά θα επηρεάσει την κερδοφορία, τις προβλέψεις αλλά και το επιτοκιακό περιθώριο. Συνεπώς, οι τράπεζες προσπαθούν να βελτιστοποιήσουν την εμπροσθοβαρή καταγραφή ζημιών για τη μείωση των κόκκινων δανείων και την απελευθέρωση κεφαλαίων, με εκείνη των προβλέψεων, του κόστους κινδύνου και του ύψους του επιτοκιακού περιθωρίου.