Πλεονάσματα έξω, φτώχεια μέσα... Την τριετία 2015-2017 η κυβέρνηση πέτυχε συνολικά πρωτογενή πλεονάσματα 15,8 δισ. ευρώ. Υπέβαλε όμως τη χώρα σε αχρείαστη υπερ-λιτότητα ύψους 12,1 δισ. ευρώ, στερώντας από το ΑΕΠ ανάπτυξη 16,5 δισ. ευρώ (που ο ΣΥΡΙΖΑ τα υπολόγιζε και τα υποσχόταν επί τρία χρόνια), ισοπεδώνοντας πλήρως την εθνική οικονομία.
Χρειάζεται πολλή φαντασία για να μιλήσει κάποιος για επιτυχία, καθώς κάθε δρόμος που επέλεξε η κυβέρνηση για να επιδιώξει την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια ήταν, αν όχι καταστροφικός, τουλάχιστον ανορθολογικός:
Αρχές του 2015, η πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ «έσκισε» το δεύτερο μνημόνιο επειδή προέβλεπε πρωτογενή πλεονάσματα 23,8 δισ. συνολικά στην τριετία 2015-2017. Το πρόγραμμα όμως προέβλεπε και ότι το ΑΕΠ θα αυξανόταν την ίδια τριετία κατά 27,4 δισ. ευρώ, ξεπερνώντας σήμερα πια τα 200 δισ. ευρώ. Θα απέμεναν έτσι και 3-4 δισ. ευρώ στην αγορά και την οικονομία. «Ποτέ δεν θα μάθουμε τι θα γινόταν αν…» έλεγε εκείνη την εποχή ο κ. Γιάνης Βαρουφάκης.
Το καλοκαίρι του 2015 η κυβέρνηση υπέγραψε το τρίτο μνημόνιο. Το πανηγύρισε σαν νίκη γιατί «ισοπέδωσε» τους στόχους για τα πρωτογενή. Η χώρα μπήκε σε ύφεση. Υπό την απειλή κατάρρευσης, οι δανειστές αποδέχτηκαν νέα συμφωνία που προέβλεπε πρωτογενή πλεονάσματα 3,7 δισ. ευρώ την τριετία 2015-2017 (σωρευτικά). Δηλαδή 20 δισ. ευρώ λιγότερα από μέτρα λιτότητας και ταυτόχρονα ανάπτυξη κατά 17,2 δισ. ευρώ. Θα… περίσσευαν έτσι σήμερα εισοδήματα 13,5 δισ. ευρώ για την αγορά και την ελληνική οικονομία.
Το πρόγραμμα αυτό ψηφίστηκε -υπό συνθήκες έντασης και πίεσης- με ευρύτατη πλειοψηφία στη Βουλή (222 «Ναι»). Η κυβέρνηση, όμως, άλλα έκανε: έχτισε πλεονάσματα 15,8 δισ. ευρώ και όχι 3,7 δισ. ευρώ ως όφειλε (ή και λιγότερα αφού τα ποσά-στόχοι ορίστηκαν ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά αυτό αποδείχθηκε κατώτερο των προβλέψεων). Με δεδομένη τη συμφωνία εκείνη, υπερπλεονάσματα-μαμούθ (12,1 δισ. ευρώ πάνω απ’ όσα απαιτούσε το τρίτο μνημόνιο) ίσως μόνο ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε να περίμενε. Με ακραία λιτότητα, η κυβέρνηση ακύρωσε τη χαλάρωση των πλεονασμάτων κατά 20 δισ. ευρώ την οποία αποδέχτηκαν de facto οι δανειστές μετά τον εκτροχιασμό του προγράμματος στο α’ εξάμηνο του 2015.
Το χειρότερο: τα 17,2 δισ. της ανάπτυξης (10% του ΑΕΠ) δεν ήρθαν ποτέ! Στην τριετία 2015-2017 το ΑΕΠ της χώρας δεν αυξήθηκε σωρευτικά ούτε 1 δισ. ευρώ. Κόλλησε στο μηδέν ή ορθότερα και 1 δισ. πιο κάτω από όσο ήταν ήδη το 2014 (στα 178,7 δισ. ευρώ τότε). Με βάση το τρίτο πρόγραμμα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. έλειψαν 16,5 δισ. από το ΑΕΠ της χώρας, ενώ με βάση το δεύτερο μνημόνιο έχασε πάνω και από 27 δισ. ευρώ.
Ταυτόχρονα χάθηκαν και άλλα περίπου 15 δισ. από ANFAs, SNPs και μειώσεις επιτοκίων ελληνικού χρέους που έρχονταν σταδιακά ως το 2014. Παρότι δεν μετράνε στο «κατά πρόγραμμα» πρωτογενές πλεόνασμα, η χώρα από το 2015 τα στερήθηκε επειδή τερματίστηκε βίαια το δεύτερο μνημόνιο.
Γιατί τόσες θυσίες;
Το πολιτικό πρόβλημα για την κυβέρνηση είναι πολλαπλό, αφού κάθε επιχείρημα που κατά καιρούς επικαλέστηκαν στελέχη της καταρρίφθηκε από τα γεγονότα:
«Το τρίτο μνημόνιο δεν το ψήφισαν μόνο οι ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ.», έλεγαν το 2015. Αλλο πρόγραμμα και στόχους ψήφισε η Βουλή όμως το 2015, και άλλα έκανε μετά η κυβέρνηση.
«Επιλέξαμε αυξήσεις φόρων για να μην κόψουμε συντάξεις», έλεγαν το 2016. Τελικά έκαναν και τα δύο, επειδή τα έσοδα τελικά μειώθηκαν, ενώ ο ΕΦΚΑ έχει πλεονάσματα.
«Πήραμε παραπάνω μέτρα γιατί οι δανειστές υποτιμούσαν την απόδοσή τους», έλεγαν το 2017. Αρα η «καλύτερη διαπραγμάτευση» δεν έγινε ή δεν έπιασε τόπο.
«Υπερβήκαμε τους στόχους και το ΔΝΤ διαψεύστηκε», λένε το 2018. Μηδενίζοντας την ανάπτυξη όμως επέτρεψαν στον Πολ Τόμσεν να λέει -και την περασμένη εβδομάδα πάλι- ότι δεν έχει σημασία να πιάνεις υψηλούς στόχους αν αυτό καταστρέφει την ανάπτυξη.
«Ματωμένο» πλεόνασμα
Η «νεκροψία» του πρωτογενούς πλεονάσματος του 2017 θα γίνει στα μέσα Μαΐου, όταν επιστρέψουν στην Αθήνα οι θεσμοί. Θα αναζητηθεί πώς προέκυψε το υπερπλεόνασμα των 13,5 δισ. ευρώ της τριετίας 2015-2017 και ποιο κομμάτι του είναι διατηρήσιμο και επαναλαμβανόμενο στα επόμενα χρόνια χωρίς να χρειάζονται κι άλλα νέα μέτρα.
Στην πράξη όμως αποδίδεται σε μη επαναλαμβανόμενα έσοδα του ΕΦΚΑ -περί τα 2 δισ. ευρώ- όπως παράνομες κρατήσεις και χρεώσεις που πρέπει να σταματήσουν και να επιστραφούν αναδρομικά, ανατρέποντας την εικόνα των πλεονασμάτων. Μένει να φανεί επίσης τι θα γίνει με τις αποφάσεις του ΣτΕ κατά του νόμου Κατρούγκαλου και με τις συντάξεις που δεν έχουν υπολογιστεί και εκδοθεί (180.000 κύριες και 40.000 επικουρικές), καθώς και επιστροφές φόρων που δεν έχουν εκκαθαριστεί.
Πηγή: protothmema- Κωστής Πλάντζος