Οι σκληρότερες περικοπές περιμένουν τους χαμηλοσυνταξιούχους τον Ιανουάριο του 2019 – κυρίως στους συνταξιούχους του πρώην ΤΕΒΕ αλλά και σε συντάξεις χηρείας και αναπηρίας – σύμφωνα με τον νόμο που ενέκρινε η Βουλή, υλοποιώντας τη συμφωνία της κυβέρνησης με τους θεσμούς.
Οι νέες περικοπές θα οδηγήσουν σε επιπλέον απώλεια τριών συντάξεων ετησίως, σύμφωνα με εκτιμήσεις του Ενιαίου Δικτύου Συνταξιούχων, το οποίο χαρακτηρίζει «βάρβαρες» τις νέες μειώσεις συντάξεων και σημειώνει ότι με την εφαρμογή των μνημονίων οι συνταξιούχοι έχουν υποστεί μειώσεις ύψους 50 δισ. ευρώ και απώλεσαν το 65% των εισοδημάτων τους.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του νέου νόμου περίπου 1,1 εκατομμύρια συνταξιούχοι θα υποστούν τις εξής περαιτέρω μειώσεις, με στόχο την εξοικονόμηση 1,8 δισ. ευρώ (1% του ΑΕΠ) το 2019:
Μείωση 18% της προσωπικής διαφοράς όλων των κύριων συντάξεων και επιπλέον 18% της προσωπικής διαφοράς όλων των επικουρικών συντάξεων. Η κατάργηση των οικογενειακών επιδομάτων (συζύγου και τέκνων) από όλες τις συντάξεις. Πάγωμα των αυξήσεων σε όλες τις συντάξεις μέχρι τον Δεκέμβριο του 2021.
Με τις επιπλέον περικοπές – κατάργηση των οικογενειακών επιδομάτων των συνταξιούχων, οι τελικές μειώσεις θα ξεπεράσουν κατά πολύ το 18% (που είχε αρχικώς τεθεί ως οροφή) και αναμένεται να κινηθούν σε ορισμένες περιπτώσεις στο 25%-26%.
Μεγάλοι χαμένοι θα είναι όσοι σήμερα λαμβάνουν τα κατώτατα όρια στις κύριες και επικουρικές, όπως για παράδειγμα μητέρες ανηλίκων που συνταξιοδοτήθηκαν με μειωμένη σύνταξη και θα υποστούν το πλαφόν του 18%, αλλά και χιλιάδες άτομα με αναπηρία που λαμβάνουν κατά κανόνα χαμηλές αναπηρικές συντάξεις, οι οποίες επηρεάζονται πολύ από τη μείωση της εθνικής σύνταξης, ανάλογα με το ποσοστό αναπηρίας. Μειώσεις θα υπάρξουν και στις συντάξεις χηρείας. Επίσης στους χαμένους συγκαταλέγονται και όσοι συνταξιοδοτούνται από τον Μάιο του 2016, οπότε ξεκίνησε η εφαρμογή του νόμου Κατρούγκαλου, και έως το 2018 καθώς δεν θα εφαρμοστεί η διάταξη του νόμου που προέβλεπε τη χορήγηση μέρους της διαφοράς μεταξύ του παλαιού και του νέου τρόπου υπολογισμού της σύνταξης.
Αλλαγές επί τα χείρω
Τέλος, αλλαγές επί τα χείρω επήλθαν στα εργασιακά κατά την ψήφιση του νέου νόμου. Η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων από το 2018 δεν είναι βέβαιη καθώς ο νέος νόμος σημειώνει ότι επανέρχονται υπό την προϋπόθεση «επιτυχούς ολοκλήρωσης του προγράμματος». Αρχικώς η κυβέρνηση μιλούσε για επαναφορά με τη λήξη του προγράμματος. Επίσης για τις ομαδικές απολύσεις ξεκαθαρίζεται ότι σε περίπτωση προσφυγής κατά του κύρους τους, τυχόν «αρνητική απόφαση του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας μπορεί να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο». Δηλαδή η απόφαση του ΑΣΕ δεν είναι δεσμευτική, ενώ η αρχική διατύπωση που αντικαταστάθηκε όριζε πως «αρνητική απόφαση του ΑΣΕ, λόγω μη πλήρωσης των σχετικών προϋποθέσεων, συνιστά τεκμήριο ακυρότητας των απολύσεων».
Οι απεργίες
Για τις απεργίες προβλέπεται μια ταχεία δικαστική διαδικασία (fast track) για να κρίνει τη νομιμότητά τους. Δηλαδή με την ίδια δικαστική διαδικασία που κρίνεται μια απεργία παράνομη και καταχρηστική θα κρίνεται στο εξής και η νομιμότητα τυχόν διαφορών που προκύπτουν σε περιπτώσεις απεργιών. Οι μη απεργοί δεν θα πληρώνονται εάν δεν μπορούν να συνεχίσουν να εργάζονται, εξαιτίας μιας απεργίας που βρίσκεται σε εξέλιξη. Ταυτοχρόνως παραμένει ανοιχτή η διαδικασία αλλαγών στον συνδικαλιστικό νόμο 1264/1982, η οποία θα γίνει ύστερα από διαβούλευση με κοινωνικούς εταίρους. Οι αλλαγές στον συνδικαλιστικό νόμο θα αφορούν τον τρόπο κήρυξης της απεργίας (50% + 1 της γενικής συνέλευσης) στα πρωτοβάθμια σωματεία και την προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών. Δηλαδή τον περιορισμό του αριθμού των συνδικαλιστικών αδειών, όπως και την αναθεώρηση των λόγων απόλυσης των συνδικαλιστών, με τη διεύρυνση της λίστας που προβλέπει ο νόμος.