Ο πεζόδρομος, σε μια από τις γειτονιές των βορείων προαστίων, κάνει ό,τι μπορεί. Στολισμένος χριστουγεννιάτικα. Όμως το αντίστοιχο χριστουγεννιάτικο τραγουδάκι που ακούγεται απ’ τα δημοτικά μεγάφωνα, φαίνεται σαν να περνά πάνω απ’ τα κεφάλια των περαστικών. Οι διαβάτες περπατούν
κοιτώντας οι περισσότεροι χαμηλά, στα πλακάκια. Οι βιτρίνες γνέφουν μαργιόλικες, εισπράττοντας μόνον κλεφτές ματιές, σε λίγες μέρες θα «ζεσταθούν» τα μαγαζιά (ελπίζουν οι καταστηματάρχες), για την ώρα κρύο. Κρύο τσουχτερό, ο ήλιος αναμένεται να επανεμφανισθεί σε δύο μέρες – τσουχτερό, πλην όμως περισσότερο σε αναζωογονεί παρά σε καταβάλλει. Στην Ελλάδα
ο χειμώνας φορά κοντά παντελονάκια, δεν είναι ο δριμύς εκείνος υπερβόρειος άρχοντας της παγωμένης πλάσης. Ο χειμώνας των βορείων έρχεται σε μας σαν σε καλοκαιρινές διακοπές. Ο ήλιος μας δεν χάνεται ποτέ επί μακρόν και τις νύχτες οι αστροφεγγιές φωτίζουν τα χιόνια και τα νερά με όλη τους την καρδιά. Και τα φώτα στα παράθυρα των σπιτιών, κι αυτά σαν αστέρια φέγγουν – πυκνά στις πόλεις, αραιά στα χωριά –, ένας ζεστός γαλαξίας
στο σώμα της χώρας.
Στον πεζόδρομο που οι βιτρίνες προσπαθούν να φέρουν τα Χριστούγεννα, τα πλακάκια βγάζουν σε ένα πλάτωμα, όπου στέκει βασιλιάς ένα περίπτερο. Το βασίλειο των εφημερίδων που δεν φθάνουν πια στα σπίτια. Απλώς κρέμονται από τα «κρεμαστάρια σφαχτάρια τα ρούχα μας» – ρούχα που δεν φοράμε πια. Τίτλοι που φιγουράρουν. Πρώτες σελίδες που δεν βαθαίνουν στις επόμενες. Πρωτοσέλιδα
προκηρύξεις και φέιγ βολάν – πάντα έτσι ήταν, αλλά παλιότερα έφθανε στα σπίτια, στα μάτια, στους καφενέδες και η παραμέσα πραμάτεια. Έναν γύρο από τις χάρτινες φωνές περί τα νέα και τα σημαίνοντα οι αναγνώστες. Ισχνοί οι περισσότεροι, συνταξιούχοι και αργόσχολοι – ένας κυκλοτερής χορός που ρουφάει λέξεις και προσπαθεί να μαντέψει τι λένε. Οι νεότεροι
προσπερνούν βιαστικοί, κυνηγάνε ακόμα τη ζωή. Οι βετεράνοι σιχτιρίζουν, φτύνουν, καπνίζουν· τα χέρια τους βρίσκουν όπως πάντα καταφύγιο στις τσέπες τους, λες και η στάση αυτή τους στυλώνει, λες και έτσι αποκτούν έρμα, σαν ύστερα κινούν να φύγουν φθινοπωρινοί ανεξαρτήτως εποχής.
Ο περιπτεράς, ευγενέστατος με τις κυρίες, εξυπηρετικός με τους πελάτες και πειραχτήρι με όσους γνωρίζει, μου σιγοτραγουδάει: «σε διώξαν απ’ την Κοκκινιά», αγοράζω τα τσιγάρα μου, κοιτάζω γύρω μου σαν περισκόπιο που σκανάρει νιώθοντας
την αμηχανία που κατακλύζει ένα χαμίνι όταν δοκιμάζει να κλέψει σε μια νέα πλατεία. Ώρα 11 και 15. Στις 11 και 16 ή 17 ή 18 όλα θα είναι αλλιώς. Έτσι γίνεται…
*Πηγή: topontiki.gr