Όσοι πιστεύουν ότι σημασία για τις πολιτικές εξελίξεις και την έκβαση των επόμενων εκλογών έχει αποκλειστικά η μάχη ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ και ότι όλα θα κριθούν από τη σύγκρουση Τσίπρα – Μητσοτάκη κάνουν λάθος.
Είτε υποτιμούν τον Τσίπρα, είτε υπερτιμούν τον Μητσοτάκη. Κυρίως όμως γιατί δεν αντιλαμβάνονται τις λογικές με τις οποίες διαμορφώνονται οι πολιτικές δυναμικές και εν τέλει οι συσχετισμοί.
Ο Τσίπρας δεν απειλείται τόσο από τον Μητσοτάκη – για τους περισσότερους είναι προφανείς οι λόγοι. Όπως το πάει ο αρχηγός της ΝΔ όχι αυτοδυναμία δεν θα μπορέσει να κερδίσει, αλλά θα ιδρώσει να πετύχει ακόμη και απλή εκλογική νίκη. Εφόσον ο Τσίπρας μπορεί να κάνει και τις δύο δουλειές – και να κυβερνά σαν δεξιά και να αποθαρρύνει τις κοινωνικές αντιδράσεις, έστω σαν ντεμέκ αριστερά – είναι λογικό να τον προτιμούν και οι δανειστές και ένα μεγάλο μέρος του εγχώριου κατεστημένου. Και να μην τον εγκαταλείπουν σημαντικές εκλογικές ομάδες.
Η ανατροπή στο πολιτικό σκηνικό μπορεί να επέλθει μόνο εάν ο Τσίπρας πλαγιοκοπηθεί από «όμορες», τρόπον τινά, δυνάμεις.
Εάν υπάρξει για παράδειγμα δυναμική παρουσία της κεντροαριστεράς, που θα ξαναμαζέψει ψηφοφόρους και θα αμφισβητήσει την κυριαρχία του ΣΥΡΙΖΑ στον ευρύτερο αυτό χώρο, – ιδίως με τη ροπή του Τσίπρα να εμφανιστεί ως ο νέος Ανδρέας Παπανδρέου.
Και επίσης εάν υπάρξει ένα ισχυρό αριστερό μπλοκ, με αντιμνημονιακό προσανατολισμό και έμφαση στα κοινωνικά κινήματα, ικανό να εκφράσει τον ευρωσκεπτικισμό ή και τον αντιευρωπαϊσμό.
Μόνο η ύπαρξη αυτών των εναλλακτικών λύσεων, μπορεί να απεγκλωβίσει ψηφοφόρους από τα ισχυρά διλήμματα που θα θέσει ο Τσίπρας, όσο πηγαίνουμε προς τις εκλογές – και κυρίως όταν θα φτάνουμε. Προς την πρώτη κατεύθυνση θα κινηθούν όσοι κουράστηκαν από τον νέο δικομματισμό που κυριάρχησε στη χώρα από το 2012 και την ένταση που αυτό προκάλεσε. Αλλά και τα προοδευτικά μεσαία στρώματα, που με την πολιτική της κυβέρνησης πληρώνουν ακριβά το μάρμαρο της κρίσης.
Προς την άλλη, την αριστερή, ριζοσπαστική κατεύθυνση θα μπορέσουν να κινηθούν όσοι εξοργίστηκαν από τον συμβιβασμό και την ιστορική αναδίπλωση του Τσίπρα και του εναπομείναντος ΣΥΡΙΖΑ. Και θέλουν να κρατήσουν ζωντανό το πνεύμα της αντίστασης στο συντηρητικό ευρωπαϊκό κατεστημένο και την εκχώρηση της εθνικής κυριαρχίας.
Η διπλή αυτή απειλή – κάτι σαν… σύνδρομο «σάντουιτς» – είναι και ο καθοριστικός παράγοντας για την ανατροπή των σημερινών πολιτικών δεδομένων και το ξαναμοίρασμα της τράπουλας.
Οι διαδικασίες ανασυγκρότησης της κεντροαριστεράς, όσο προβληματικές κι αν είναι και όσες παλιές αμαρτίες καλούνται να ξεπεράσουν, αποτελούν την τελευταία ευκαιρία γι αυτό τον χώρο – ο οποίος θα έχει την τύχη της Ένωσης Κέντρου του Γεωργίου Μαύρου, αν αποτύχει και αυτό το εγχείρημα.
Το ίδιο ισχύει και για το αριστερό αντιμνημονιακό μέτωπο, που μπορεί να κινητοποιήσει κοινωνικές δυνάμεις και να εμφανίσει μεσοπρόθεσμα μία ριζοσπαστική εναλλακτική προοπτική.
Εν ολίγος: όπως το ΠΑΣΟΚ κατέρρευσε επειδή βρέθηκε ένας ικανός «ανταγωνιστής» στον ευρύτερο προοδευτικό πόλο του πολιτικού συστήματος και έγινε «υποδοχέας» των δυσαρεστημένων πράσινων ψηφοφόρων, έτσι και ο ΣΥΡΙΖΑ κινδυνεύει μόνο εάν βρεθούν σοβαροί μνηστήρες για τα κομμάτια εκείνα του εκλογικού σώματος που έχουν απογοητευτεί και προβληματίζονται από την κυβερνητική πολιτική.
Ο Τσίπρας δεν φοβάται τον Μητσοτάκη. Αυτές τις διεργασίες στα δεξιά του και στα αριστερά του υπολογίζει. Εξ ου για παράδειγμα και η όψιμη, επιτηδευμένη λατρεία στον Ανδρέα Παπανδρέου. Έτσι εξηγείται επίσης και ο αποκλεισμός της Λαϊκής Ενότητας του Λαφαζάνη από το χάρτη όλων των φιλικών προς την κυβέρνηση μέσων ενημέρωσης.
*Πηγή: protothema.gr