Η αντιπαράθεση σε σχέση με τη ρωσική προσφορά φυσικού αερίου προς την Ευρώπη υπογραμμίζει τη σημασία των συνολικότερων γεωπολιτικών αντιπαραθέσεων γύρω από τα ενεργειακά ζητήματα
Η ανακοίνωση της Διεθνούς Επιτροπής Ενέργειας που καλεί τη Ρωσία να στείλει μεγαλύτερες ποσότητες φυσικού αερίου προς τη Δύση ήρθε να επισημοποιήσει μια ευρύτερη αντιπαράθεση γύρω από τις διαδρομές του ρωσικού φυσικού αερίου.
Σύμφωνα με την οπτική που κυρίως μπορεί κανείς να δει σε δυτικά ΜΜΕ, το πρόβλημα έγκειται στο ότι η Ρωσία συνειδητά αποστέλλει μικρότερες ποσότητες από όσες θα μπορούσε προς την Ευρώπη, την ώρα που η ζήτηση για φυσικό αέριο αυξάνει, σε μια προσπάθεια να κρατήσει τεχνητά υψηλότερες τις τιμές του φυσικού αερίου, με αποτέλεσμα να υπάρχει κίνδυνος να μην υπάρχει αρκετό φυσικό αέριο για την Ευρώπη ιδίως εάν πρόκειται να υπάρξει ένας σχετικά βαρύς χειμώνας.
Σε αυτό προστίθεται και μια άλλη κατηγορία που είναι ότι η Ρωσία ουσιαστικά χρησιμοποιεί τη μειωμένη προσφορά και ως ένα εργαλείο εκβιασμού για να εξασφαλίσει πιο έγκαιρη λειτουργία του αγωγού Nord Stream 2, για τον οποίο οι ΗΠΑ έχουν εκφράσει αντιρρήσεις αλλά το καλοκαίρι επέλεξαν τον συμβιβασμό να μην βάλουν κυρώσεις υπό την προϋπόθεση ότι η Γερμανία θα έπαιρνε μέτρα σε περίπτωση που η Ρωσία «εργαλειοποιούσε» την παροχή φυσικού αερίου σε βάρος άλλων χωρών (δηλαδή εάν περιόριζε τις ποσότητες που διακινούνται μέσω Ουκρανίας).
Παρότι μπορεί κανείς να υποθέσει ότι εύλογα η Gazprom θα ήθελε να έχει αυξημένα έσοδα, άλλωστε τα εξορυκτικά έσοδα είναι βασικά πηγή εσόδων για το ρωσικό κράτος, εντούτοις το ζήτημα είναι πιο συνολικό.
Τι συμβαίνει με την αγορά φυσικού αερίου
Καταρχάς ούτως ή άλλως υπάρχει αυξημένη ζήτηση για φυσικό αέριο παγκοσμίως. Αυτό έχει να κάνει με την επιστροφή των περισσότερων χωρών σε σχετικά ισχυρούς αναπτυξιακούς ρυθμούς, αλλά και τη συνολικότερη στροφή προς το φυσικό αέριο ιδίως στην Ευρώπη καθώς κλείνουν εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από γαιάνθρακα και λιγνίτη, χωρίς η αύξηση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας να μπορεί να καλύψει τις κενό που αφήνουν.
Ειδικά στην Ευρώπη αυτό ήρθε μετά από ένα σχετικά βαρύ χειμώνα που σήμαινε ότι οι μειώθηκαν τα αποθέματα φυσικού αερίου στο κατώτατο επίπεδο εδώ και 9 χρόνια
Έπειτα στον ανταγωνισμό για τις παραγγελίες υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) από τις ΗΠΑ αυτή τη στιγμή κερδισμένοι είναι οι αγοραστές από την Ασία που κατάφεραν να προσφέρουν καλύτερες τιμές και με αυτόν τον τρόπο ακύρωσε την ελπίδα που είχαν οι Ευρωπαίοι ότι έτσι θα κάλυπταν τις ανάγκες τους παρά τον περιορισμό της προσφοράς από τη Ρωσία.
Και βέβαια υπάρχει το πάγιο πρόβλημα του ανταγωνισμού ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ρωσία και του τρόπου που εκφράζεται στο ενεργειακό πεδίο. Μάλιστα, θα έλεγε κανείς ότι την ώρα που οι ΗΠΑ κατηγορούν τη Ρωσία, δια στόματος του Amos Hochstein, συμβούλου του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών, ότι έχει επιλέξει τη χαμηλή προσφορά προς την αγορά και ότι αυτό μπορεί να θέσει «ζωές σε κίνδυνο», είναι οι ίδιες οι ΗΠΑ που κατεξοχήν θέλουν συνολικά να περιορίσουν τη ρωσική προσφορά φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, που καταγγέλλουν τη συγκεκριμένη εκδοχή «ενεργειακή εξάρτησης», που ουσιαστικά προσπάθησαν να μπλοκάρουν σε κάθε στάδιο την κατασκευή του Nord Stream 2 και που κυρίως προώθησαν τις δικές τους εξαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου.
Ο «Νέος Ψυχρός Πόλεμος»
Και αυτό είναι το παράδοξο με έναν τρόπο του τρόπου που διεξάγεται η όλη συζήτηση. Η Ρωσία είναι η χώρα που έχει τη δυνατότητα να αυξήσει την προσφορά της με τρόπο που να μπορέσει να οδηγήσει τη αγορά σε εξισορρόπηση, σε κάλυψη της αυξημένης ζήτησης και σε εξομάλυνση και των τιμών. Όμως, την ίδια στιγμή που ουσιαστικά καλείται να το κάνει αυτό, είναι σε εξέλιξη ένας ευρύτερος γεωπολιτικός ανταγωνισμός, αυτό που συνήθως περιγράφεται ως «Νέος Ψυχρός Πόλεμος», πλευρά του οποίου είναι ακριβώς η υπονόμευση της δυνατότητας της Ρωσίας να έχει σημαντικά έσοδα μέσα από την εξορυκτική της βιομηχανία, που μία βασική πλευρά έχει το φυσικό αέριο.
Σε αυτό το φόντο πρέπει να δούμε την υπόθεση με τον αγωγό Nord Stream 2. Ύστερα από τον συμβιβασμό ανάμεσα σε Ουάσιγκτον και Βερολίνο ο αγωγός έχει ολοκληρωθεί. Αυτό που απομένει είναι να δοθεί και η έγκρισή από την αρμόδια γερμανική ρυθμιστική αρχή για τη λειτουργία του ώστε να αρχίσει να μεταφέρεται φυσικό αέριο. Η Ρωσία υποστηρίζει ότι η λειτουργία του Nord Stream 2 θα της επιτρέψει να μεταφέρει επιπλέον ποσότητες και έτσι να καλύψει όλες τις ανάγκες της Ευρώπης. Οι ΗΠΑ σε επίπεδο ρητορικής εξακολουθούν να είναι αντίθετες στον αγωγό, αν και δύσκολα μπορεί με κάποιον τρόπο να ανακοπεί η εκκίνηση λειτουργίας του αγωγού.
Και βέβαια η Ρωσία δεν ενδιαφέρεται μόνο οικονομικά για τη λειτουργία του αγωγού, αλλά και γεωπολιτικά. Το να μπορέσει να ολοκληρώσει και να λειτουργήσει ένα τέτοιο έργο, ρωσογερμανικής συνεργασίας, εν μέσω κλιμακούμενης αντιπαράθεσης (ή προσπάθεια για αντιπαράθεση) ανάμεσα στη Δύση και τη Ρωσία, είναι για τη Μόσχα ένα σημαντικό επίτευγμα.
Σε κάθε περίπτωση γίνεται φανερό ότι γύρω από τα θέματα της ενέργειας τα ζητήματα ποτέ δεν μπορούν να θεωρηθούν αμιγώς οικονομικά. Δηλαδή, ζητήματα που έχουν να κάνουν με το κόστος παραγωγής, τις οριακές τιμές και τη σχέση ανάμεσα σε ζήτηση και προσφορά. Η γεωπολιτική διάσταση είναι εξίσου σημαντική και αποτυπώνεται σε διάφορες πλευρές αυτών των αντιπαραθέσεων.