Τις προηγούμενες ημέρες η κατάσταση που δημιουργήθηκε από την επιχείρηση “Πηγή Ειρήνης” της Τουρκίας στην βορειοανατολική Συρία χαρακτηριζόταν από ένα μέγα παράδοξο. Οι μεν ΗΠΑ ήταν η δύναμη που από τη μια διευκόλυνε αυτή την εισβολή (με την επικοινωνία Τραμπ-Ερντογάν και κατόπιν την ταχεία απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων από την περιοχή), αλλά από την άλλη πίεζε από την πρώτη στιγμή για τον τερματισμό της, με ηχηρές καταγγελίες και απειλές επιβολής κυρώσεων. Η δε Ρωσία ήταν η δύναμη που από τη μια περιέβαλε με χαρακτηριστική κατανόηση της ανησυχίες ασφαλείας της Τουρκίας και τόνιζε την συνεργατική φύση της σχέσης Μόσχας-Άγκυρας, ενώ από την άλλη, συμπολεμώντας με τον συριακό στρατό αλλά και τους μεταστραφέντες Κούρδους μαχητές, έκλεινε ταχύτατα επί του εδάφους κάθε δρόμο στην τουρκική προέλαση.
Το παράδοξο κορυφώνεται με έναν ακόμη θεαματικό ελιγμό των βασικών παικτών. Μετά την δημοσιοποίηση από τον Λευκό Οίκο της διατυπωμένης σε ανοίκεια γλώσσα (και με απειλές “καταστροφής” της τουρκικής οικονομίας) επιστολής Τραμπ προς Ερντογάν, η οποία, όπως διευκρινίστηκε από το “Σαράι” στην Άγκυρα, κατέληξε στον κάλαθο των αχρήστων, οι δύο πλευρές διατράνωσαν την συμμαχική τους σχέση, ανταλλάσσοντας επαίνους και συγχαρητήρια.
Η δίωρη συνάντηση που είχε το απόγευμα της Πέμπτης στην Άγκυρα ο Ταγίπ Ερντογάν με τον Αμερικανό αντιπρόεδρο Μάικλ Πενς οδήγησε στη σύνταξη ενός κειμένου με το οποίο οι δύο πλευρές συμφωνούν στην διακοπή για πέντε ημέρες της τουρκικής “αντιτρομοκρατικής” επιχείρησης, στην προοπτική μόνιμης κατάπαυσης του πυρός, εάν σε αυτό το διάστημα έχει επιτευχθεί, με την αμερικανική βοήθεια, η απομάκρυνση των Κούρδων μαχητών του YPG από την “ασφαλή ζώνη” στην οποία αναφέρεται η Άγκυρα, η περισυλλογή του βαρέος οπλισμού τους και η κατεδάφιση των οχυρώσεών τους.
Σύμφωνα με το ίδιο κείμενο, ΗΠΑ και Τουρκία υπενθυμίζουν τους δεσμούς αμοιβαίας συνδρομής που τις συνδέουν στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, δεσμεύονται για μία επίλυση της συριακής κρίσης με σεβασμό της ενότητας και ακεραιότητας της Συρίας στο πνεύμα του ψηφίσματος 2254 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και συμφωνούν να συνεχίσουν τον αγώνα κατά του ‘Ισλαμικού Κράτους’ με συντονισμό ιδίως σε ό,τι αφορά τους φυλακισμένους τζιχαντιστές και τις οικογένειές τους.
Το δώρο για την Τουρκία είναι η άρση των αμερικανικών κυρώσεων κατά της Τουρκίας, εφόσον η τουρκική επιχείρηση τερματισθεί.
Είναι σαφές ότι αποστέλλοντας τον αντιπρόεδρό του στην Άγκυρα ο Ντόναλντ Τραμπ θέλησε να απαλλάξει τον μεν εαυτό του από την κατακραυγή για την “προδοσία των Κούρδων” την δε δεύτερη μεγαλύτερη χώρα του ΝΑΤΟ από την προοπτική επιβολής των ακόμη σκληρότερων κυρώσεων που που προωθούνται διακομματικά στο Κογκρέσο (το οποίο, όμως, ως ο γνήσιος spoiler των ημερών, διαμηνύει και μετά την συμφωνία Πενς-Ερντογάν θα συνεχίσει στον ίδιο δρόμο).
Προφανώς, για την Τουρκία ήταν ευπρόσδεκτη όχι μόνο η αποφυγή των κυρώσεων, αλλά και η διάσωση του γοήτρου της, με τον εύσχημο τερματισμό μιας επιχείρησης, η οποία, ιδίως μετά τον συντονισμό ρωσικών, συριακών και κουρδικών δυνάμεων, έκρυβε όλο και μεγαλύτερα ρίσκα.
Για την Ουάσιγκτον ήταν σημαντικό να αναληφθεί μία πρωτοβουλία πριν από την προγραμματισμένη για τις 22 Οκτωβρίου συνάντηση Πούτιν και Ερντογάν στο Σότσι, ώστε να μην παγιωθεί η εντύπωση ότι ο Ρώσος πρόεδρος είναι ο μόνος “μέγας ενορχηστρωτής” του κλεισίματος της συριακής κρίσης. Ωστόσο, λέει πολλά ότι και ο Πενς ενθάρρυνε τους Τούρκους συνομιλητές του να συνεννοηθούν για τα περαιτέρω με τη Ρωσία.
Δεν αποκλείεται μάλιστα, όπως ακριβώς ο άξονας Μόσχας-Δαμασκού αξιοποίησε την τουρκική απειλή για να εγκολπωθεί τους Κούρδους, η Ουάσιγκτον να ελπίζει δια της ανάσχεσης της ίδιας απειλής σε μία επαναπροσέγγισή τους. Η ευκολία με την οποία καλωσόρισε την συμφωνία εκεχειρίας με την Τουρκία ο Κούρδος διοικητής των ‘Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων’ Μαζλούμ Κομπάνι Άμπντι, βάζει σε σκέψεις, με δεδομένες και τις εσωτερικές αντιδράσεις που ξεσήκωσε η προηγούμενη συμφωνία της κουρδικής αντιπροσωπείας με την συριακή κεντρική κυβέρνηση στην ρωσική βάση Χμέιμιμ.
Το κρισιμότερο στοιχείο όμως είναι ότι μετά την συνέντευξη Τύπου του Μάικλ Πενς, η τουρκική πλευρά προβαίνει σε διορθωτικές διευκρινήσεις. Όχι μόνο αυτήν του υπουργού Εξωτερικών ότι αυτό που συμφωνήθηκε αποτελεί μονομερή αναστολή της επιχείρησης “Πηγή Ειρήνης” και όχι εκεχειρίας, εφόσον οι εκεχειρίες συνάπτονται μεταξύ δύο νομίμων μερών (και η Άγκυρα ουδέποτε δέχεται να καθίσει στο ίδιο τραπέζι με “τρομοκράτες”). Αλλά και αυτήν του κοινού ανακοινωθέντος ότι η “η ζώνη ασφαλείας θα επιβληθεί κυρίως από τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις”. Παράλληλα, διαψεύδοντας τον Πενς, ο Τσαβούσογλου αρνήθηκε ότι δόθηκαν τουρκικές διαβεβαιώσεις για την εμβληματική πόλη Κομπάνι.
Η αμφισημία της αναφοράς στην “ζώνη ασφαλείας” είναι χαρακτηριστική. Εννοείται το τμήμα από τη Ρας Αλ Άιν έως την Ταλ Αμπιάντ, όπου ήδη επιχειρούν οι τουρκικές δυνάμεις και οι ισλαμιστές σύμμαχοί τους ή όλη η έκταση από τη Μάνμπιτζ έως το τριεθνές με το Ιράκ, όπως έχει επανειλημμένα διακηρύξει ο Ερντογάν;
Ήδη η Δαμασκός δια της συμβούλου εθνικής ασφαλείας του Άσαντ, Μπουτάινα Σαμπάν δήλωσε ότι η τουρκο-αμερικανική συμφωνία είναι “ασαφής” και η χώρα της δεν μπορεί να αποδεχθεί ένα “νέο Ιρακινό Κουρδιστάν” (με την έννοια όχι της εθνολογικής σύστασης, αλλά ενός αυτονομημένου τμήματος της επικράτειας που ταυτοχρόνως θα αποτελεί οιονεί διεθνές προτεκτοράτο).