Στις ακτές της Βόρειας Αφρικής, η χώρα του Ταγίπ Ερντογάν ήρθε για να μείνει. Οι επισκέψεις Τούρκων ιθυνόντων στη Λιβύη σε αναζήτηση συμφωνίας για την δημιουργία ναυτικής και αεροπορικής βάσηςαποδεικνύουν ότι η συνδρομή προς την κυβέρνηση Σαράτζ, την ώρα που αυτή γνώριζε τις δυσκολότερες στιγμές της πολιορκίας της Τρίπολης από τις δυνάμεις του Χαλίφα Χάφταρ, συνιστούσε από μέρους της Άγκυρας παιχνίδι μακράς πνοής. Η δημιουργία μόνιμου τουρκικού στρατιωτικού αποτυπώματος στις νότιες ακτές της Μεσογείου μετατρέπει την άλλοτε χώρα του Μουάμαρ αλ Καντάφι σε “βατήρα” για την προβολή των φιλοδοξιών του Ερντογάν στο Μαγρέμπ και την υποσαχάρια Αφρική, ενώ του δίνει τη δυνατότητα ελέγχου της δεύτερης (μετά τα ελληνοτουρκικά σύνορα) κυριότερης πύλης εισόδου προσφύγων ή μεταναστών στην Ευρώπη. Όλοι οι ενδιαφερόμενοι στη διεθνή σκηνή οφείλουν να λάβουν υπόψη τους το δεδομένο αυτό και αναπροσαρμόζονται καταλλήλως.
Το “μάθημα” της ΕΝΙ
Ο πρώτος που έλαβε τα μέτρα του είναι η Ιταλία, η οποία μετά από αρκετό προβληματισμό και διαφωνίες στο εσωτερικό του κυβερνητικού συνασπισμού Πέντε Αστέρων και Δημοκρατικού Κόμματος, κατέληξε στην αξιοποίηση της τουρκικής παρεμβολής για την δική της “επιστροφή” στην άλλοτε αποικιακή της κτήση στην Βόρεια Αφρική.
Το ταξίδι-αστραπή του Ιταλού υπουργού Εξωτερικών Λουίτζι ντι Μάιο στην Τρίπολη την περασμένη εβδομάδα είχε προετοιμαστεί επί της ουσίας από την μετάβαση του ιδίου λίγο νωρίτερα στην Τουρκία και ακολουθήθηκε από την συμφωνία του επικεφαλής της διεθνώς αναγνωρισμένης λιβυκής κυβέρνησης Φαγέζ αλ Σαράτζ με τον πρωθυπουργό της Ιταλίας Τζουζέπε Κόντε για την συγκρότηση επιτροπής με αντικείμενο την επανέναρξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας, ήτοι την επιστροφή των ιταλικών εταιρειών στη χώρα της βόρειας Αφρικής.
Η περιπέτεια της ιταλικής πετρελαϊκής εταιρείας ΕΝΙ η οποία εγκατέλειψε τις έρευνές της στην θαλάσσια δικαιοδοσία της Κυπριακής Δημοκρατίας μετά την παρενόχλησή της από το τουρκικό πολεμικό ναυτικό, “δίδαξε” την Ρώμη ότι στα θέματα της Μεσογείου θα πρέπει να συμφιλιωθεί με τις φιλοδοξίες της Άγκυρας, στον βαθμό που δεν μπορεί να τις ανακόψει. Αλλά και για την κυβέρνηση Σαράτζ το άνοιγμα που προσφέρει η ιταλική πλευρά αποτελεί ευπρόσδεκτη ισοστάθμιση της εξάρτησής της από την Τουρκία.
Το ενδιαφέρον της Ιταλίας να ανακτήσει το χαμένο έδαφος συμβαδίζει με την ανησυχία της για τις προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές στην κεντρική Μεσόγειο. Όμως η τουρκική παρεμβολή καθιστά τον Ταγίπ Ερντογάν κυρίαρχο και αυτής της πύλης εισόδου προς την ευρωπαϊκή επικράτεια, μετά την οδό του Αιγαίου και των Βαλκανίων.
Με το βλέμμα σε όλη την Αφρική
Ολότελα διαφορετική είναι η στάση της Γαλλίας, η οποία στις κινήσεις της Τουρκίας στη Μεσόγειο διακρίνει πλέον μια μείζονα απειλή για τα συμφέροντά της. Σαν να μην αρκούσε ο παραγκωνισμός της από την αλλοτινή αποικία της Συρία, η Γαλλία συνειδητοποιεί ότι η δημιουργία τουρκικού στρατιωτικού αποτυπώματος στη βόρειο Αφρική και η συνακόλουθη εντατική διπλωματική “πολιορκία” των κυβερνήσεων της Τυνησίας και της Αλγερίας κινδυνεύει να υποβαθμίσει την γαλλική επιρροή στο Μαγκρέμπ, κλείνοντας μια ιστορική “παρένθεση” δύο αιώνων. Με δεδομένο, μάλιστα, τον καθοριστικό ρόλο της Λιβύης στα εν γένει αφρικανικά πράγματα, ήδη από την εποχή του Μουάμαρ Καντάφι, η τουρκική διείσδυση προορίζεται να βρει αντίκτυπο και στην υποσαχάρια Αφρική, όπου ήδη η Τουρκία καλλιεργεί εντατικά τις διπλωματικές και εμπορικές της σχέσεις, ανταγωνιζόμενη τη Γαλλία σε μία παραδοσιακά δική της σφαίρα επιρροής.
Συναλλακτική σχέση
Η Γερμανία, πάλι, δεν έχει λόγους να διαταράξει την ιδιαίτερη “συναλλακτική” της σχέση με την Τουρκία, ούτε να εγκαταλείψει το διπλωματικό ρόλο που, πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, απέκτησε στα μεσογειακά πράγματα με την Διάσκεψη του Βερολίνου για την λιβυκή κρίση. Πολύ περισσότερο, δεν έχει λόγους να ενθαρρύνει τις γαλλικές φιλοδοξίες σε εξωευρωπαϊκούς χώρους, οι οποίες προφανώς αποβλέπουν και σε μία ανάταξη των ενδοευρωπαϊκών ισορροπιών, που έχουν στρεβλωθεί υπέρ της Γερμανίας.
Όλα αυτά αποτυπώνουν μιαν ευρωπαϊκή κακοφωνία και αμηχανία, σε ειρωνική αντίστιξη προς το στοίχημα της “γεωπολιτικής Ευρώπης”, όπως το διατύπωσε η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Το ότι μια δύναμη μεσαίου βεληνεκούς, όπως η Τουρκία, διαθέτει τέτοια “μόχλευση” σε ζητήματα άμεσου ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος λέει πολλά.
Οι νεοψυχροπολεμικές προτεραιότητες
Στο ευρύτερο ατλαντικό πλαίσιο, η “απουσία” των ΗΠΑ είναι αυτή που έχει επιτρέψει την ανάδυση τόσων και τέτοιων αντιφάσεων, καθώς στη Ουάσιγκτον δεν περισσεύουν οι διαθέσεις για ενεργό και μάλιστα στρατιωτική εμπλοκή, ούτε επικρατεί κάποια αίσθηση του επείγοντος για τη ρύθμιση της λιβυκής κρίσης. Το αρχικό “φλερτ” του Ντόναλντ Τραμπ με τον ισχυρό άνδρα της ανατολικής Λιβύης στρατάρχη Χάφταρ σύντομα υποχώρησε μπροστά στις νεοψυχροπολεμικές προτεραιότητες, ήτοι την απόκρουση της ρωσικής διείσδυσης παρά τω πλευρώ του Εθνικού Λιβυκού Στρατού. Το γεγονός άλλωστε ότι ο στρατάρχης παρεμπόδισε τις εξαγωγές λιβυκού πετρελαίου δεν του εξασφάλισε φίλους πουθενά στη διεθνή σκηνή – εξ ού και στην εκπροσώπηση της ανατολικής Λιβύης το προβάδισμα απέκτησε εσχάτως ο πρόεδρος του εγκατεστημένου στο Τομπρούκ εκλεγμένου κοινοβουλίου Αγκίλα Σάλεχ.
Η Ρωσία, από την πλευρά της, είναι ικανοποιημένη που με λιγοστά μέσα, ήτοι την αποστολή μισθοφόρων της εταιρείας Wagner αλλά και παλαιών αεροσκαφών Mig, κατόρθωσε να αποκτήσει λόγο στα βορειοαφρικανικά πράγματα, ώστε από τη μία να έχει ένα επιπλέον διαπραγματευτικό χαρτί έναντι της Άγκυρας, στην ακροβατική τους συναλλαγή για το μέλλον της Συρίας, και από την άλλη να καλλιεργήσει τις σχέσεις της με εκείνες τις αραβικές δυνάμεις (Αίγυπτο, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα) που θεωρούν πολιτειακή υπαρξιακή απειλή την εξάπλωση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, στην οποία πρόσκειται και η κυβέρνηση της Τρίπολης, υπό την προστασία της Τουρκίας και του Κατάρ. Σε κάθε περίπτωση, η ρωσική επέμβαση εμφανίζεται ως “διαψεύσιμη” (καθότι… ιδιωτικοποιημένη) και πάντως δεν αφορά ζωτικά συμφέροντα της Μόσχας ώστε η σχετική “επένδυση” να κλιμακωθεί.
Από αυτή την άποψη, συνεπώς, πολλά κρίνονται από το αν η Ρωσία και η Τουρκία οδηγηθούν σε μία συμφωνία παγώματος της λιβυκής σύγκρουσης με διαμοιρασμό των αντίστοιχων σφαιρών επιρροής. Το αν αυτό θα επιτραπεί από τους τρίτους παίκτες να οδηγήσει και σε τυπική διαίρεση της χώρας είναι το κρίσιμο ερώτημα των ημερών.
*Οι απόψεις του κειμένου εκφράζουν τον αρθρογράφο και δεν συμπίπτουν κατ’ ανάγκη με τις θέσεις της Iskra