Στην Ολλανδία ξημέρωσε μετά τις εκλογές μια μέρα με εξαιρετικά ζεστό καιρό, εγκαινιάζοντας κατά κάποιον τρόπο την έλευση της άνοιξης. Αλλά τα υπερβολικά σχόλια των διεθνών ΜΜΕ και κάποιων ηγετών κρατών έκαναν λες και η Ολλανδία έκανε άλμα κατευθείαν από τον χειμώνα στο καλοκαίρι.
Για μήνες, τα γκάλοπ έδειχναν ότι η Ολλανδία θα ήταν η επόμενη χώρα όπου θα νικήσει η ακροδεξιά. Το γεγονός λοιπόν ότι το Κόμμα Ελευθερίας (PVV) του Γκέερτ Βίλντερς τερμάτισε τελικά δεύτερο μπόρεσε να παρουσιαστεί ως νίκη για τις πολιτικά μετριοπαθείς δυνάμεις. Αλλά η Αριστερά δεν μπορεί να είναι τόσο ευχαριστημένη.
Τα εκλογικά αποτελέσματα, που πανηγυρίστηκαν από φιλελεύθερους σχολιαστές ως επιτυχία του κέντρου, στην πραγματικότητα σηματοδοτούν μια διπλή νίκη για την ακροδεξιά.
Πρώτον, το PVV κέρδισε σε απόλυτα αριθμητικούς όρους. Ο Βίλντερς κατάφερε να αυξήσει το ποσοστό του σε 13%, κερδίζοντας 20 από τις 150 έδρες. Στο μεταξύ, τα δυο κυβερνητικά κόμματα -το νεοφιλελεύθερο συντηρητικό Λαϊκό Κόμμα για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία (VVD) και το κεντροαριστερό Εργατικό Κόμμα (PvDA)- έχασαν σημαντικά.
Το VVD έπεσε από τις 41 στις 33 έδρες. Παρά τις απώλειες, παραμένει το μεγαλύτερο κόμμα σε ένα τελείως κατακερματισμένο κοινοβούλιο που μοιράζεται σε 13 κόμματα. Το Εργατικό Κόμμα υπέστη μια ιστορική ταπείνωση. Έχασε 29 έδρες, κρατώντας μόλις 9.
Στο κέρδος των 5 εδρών για το PVV, θα έπρεπε να προσθέσουμε και τις δυο έδρες που κατέκτησε το νέο «Φόρουμ για τη Δημοκρατία» -το ολλανδικό αντίστοιχο της «Εναλλακτικής Δεξιάς» (Alt-Right) των ΗΠΑ. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του, ο ηγέτης αυτού του κόμματος Τίερι Μπάουντετ, καλούσε να σταματήσει η «ομοιοπαθητική αλλοίωση του Ολλανδικού λαού» από τους ξένους. Επίσης έχει ισχυριστεί σε κείμενά του ότι όλες οι γυναίκες κατά βάθος αρέσκονται να τις βιάζουν.
Πέρα από αυτά τα αριθμητικά οφέλη, η ακροδεξιά κατάφερε να επιβάλει την ατζέντα της σε όλη την προεκλογική περίοδο. Τόσο το VVD όσο και oι Χριστιανοδημοκράτες (CDA, που πήρε 19 έδρες) διεξήγαγαν την πιο ανοιχτά ρατσιστική και ισλαμοφοβική εκλογική εκστρατεία από ποτέ άλλοτε.
Ο πρωθυπουργός Μαρκ Ρούτε πρότεινε ότι οι μετανάστες (ή τα παιδιά τους ή τα εγγόνια τους) θα πρέπει να «ξαποστέλνονται» στις χώρες καταγωγής τους αν αρνούνται να εναρμονιστούν με τις ολλανδικές αξίες –ή, όπως το έθεσε, «να φέρονται φυσιολογικά». Μια διαφημιστική πινακίδα του VVD περιέγραφε το χιτζάμπ ως «πατσαβούρα στο κεφάλι», μια φράση που επινόησε ο Βίλντερς.
Εν τω μεταξύ, ο ηγέτης του CDA, έτοιμος τώρα να μπει στον κυβερνητικό συνασπισμό με το VVD, προχώρησε στον απίστευτο ισχυρισμό ότι το Ισλάμ έρχεται σε αντίφαση με «την χριστιανο-εβραϊκή παράδοση χιλιάδων χρόνων ισότητας μεταξύ αντρών και γυναικών». Πέρα από το ζήτημα των πεπραγμένων της ιστορίας του χριστιανισμού, μπορούμε με ασφάλεια να πούμε ότι το CDA και οι πολιτικοί πρόγονοί του δεν ήταν ακριβώς στην πρώτη γραμμή των αγώνων για τη γυναικεία απελευθέρωση τον προηγούμενο αιώνα.
Αυτή η προθυμία των υποτιθέμενων μετριοπαθών δυνάμεων να μετατρέψουν τη ρητορική του Βίλντερς σε πραγματική πολιτική έγινε οφθαλμοφανής τις τελευταίες μέρες πριν τις εκλογές, όταν οι κυβερνήσεις της Ολλανδίας και της Τουρκίας τροφοδότησαν ένα σοβαρό διπλωματικό επεισόδιο για τα δικά τους εθνικιστικά συμφέροντα.
Σε αυτό το πλαίσιο, ίσως η πιο αποκαλυπτική δήλωση τη νύχτα των εκλογών ήρθε από τον Ρούτε, που επαναλάμβανε ότι το εκλογικό σώμα απέρριψε «το λάθος είδος λαϊκισμού». Η έμμεση αποδοχή ενός «σωστού είδους λαϊκισμού» δεν ήταν με τίποτα τυχαία: Αυτός και ο Χάλμπε Ζίλστρα, ο ηγέτης της κοινοβουλευτικής ομάδας του VVD, προσπαθούν συστηματικά να κατευθύνουν το κόμμα τους όλο και πιο κοντά στη ρατσιστική γραμμή του PVV.
Έτσι, ο Βίλντερς κέρδισε τόσο σε αριθμούς όσο και σε πολιτική επιρροή. Έχασε μόνο σε σύγκριση με τα ακόμα μεγαλύτερα οφέλη που του έδινε η εικονική πραγματικότητα των εταιρειών δημοσκοπήσεων. Αυτό χρήζει ιδιαίτερης αναφοράς, καθώς τα τελευταία χρόνια οι ίδιες οι εταιρείες δημοσκοπήσεων έχουν γίνει σημαντική δύναμη στην πολιτική σκηνή.
Ας υποθέσουμε ότι οι χειρότερες δημοσκοπικές προβλέψεις γίνονταν πραγματικότητα, και το PVV είχε πράγματι εκτοπίσει το VVD από την πρώτη θέση. Όσο τρομερό κι αν θα ήταν αυτό, το κόμμα του Βίλντερς δεν θα έφτανε -το πιθανότερο- το 20% που έπιασε το κόμμα του Ρούτε.
Αλλά η ρητορική έχει μεγαλύτερη σημασία από τους αριθμούς. Το να χαρακτηρίζονται οι άνθρωποι που ψήφισαν ακροδεξιά ως «η πραγματική φωνή του λαού» έχει πολιτικά οφέλη ακόμα και για τα κατεστημένα κόμματα. Νομιμοποιεί ακόμα περισσότερο την δεξιά μετατόπιση και απονομιμοποιεί ακόμα και την πιο μετριοπαθή αριστερόστροφη ατζέντα. Αλλά αυτό είναι δίκοπο μαχαίρι, γιατί αναβαθμίζει ταυτόχρονα τα διαπιστευτήρια της ακροδεξιάς.
15 χρόνια πριν, όταν σκοτώθηκε από πυροβολισμό ο Ολλανδός ισλαμοφοβικός πολιτικός Πιμ Φορτούιν, οι περισσότεροι δεν έδωσαν σημασία στην εκλογική επιτυχία του κινήματός του, θεωρώντας την ανωμαλία. Σήμερα, το PVV εκπροσωπεί μια σταθερή πολιτική δύναμη που συχνά δίνει τον τόνο στην κεντρική πολιτική συζήτηση.
Οργανώσεις «του δρόμου» που κινούνται στις παρυφές του, όπως το ολλανδικό τμήμα του PEGIDA, οργανώνουν διαμαρτυρίες με πυρσούς έξω από κέντρα προσφύγων. Οι επιτυχίες του κόμματος του Βίλντερς έχουν οδηγήσει σε αύξηση των επιθέσεων σε τζαμιά και μετανάστες. Το PVV δεν χρειάζεται να γίνει το μεγαλύτερο κόμμα για να αποτελεί κίνδυνο: είναι ήδη κίνδυνος εδώ και μια δεκαετία.
Αν η σταθερή άνοδος του PVV δεν εκφράζει μια βαθιά πολιτική τομή, η ολοκληρωτική κατάρρευση του Ολλανδικού Εργατικού Κόμματος σίγουρα αποτελεί μια τέτοια. Τα τελευταία 15 χρόνια κόστισαν ένα βαρύ τίμημα για το κόμμα που κάποτε αποτελούσε, καλώς ή κακώς, το πολιτικό κέντρο βάρους ολόκληρου του εργατικού κινήματος.
Από το 2002, το Εργατικό Κόμμα (PvdA) ανέβαινε και έπεφτε. Από το ιστορικό χαμηλό των 23 εδρών το 2002 -τη χρονιά της δολοφονίας του Φόρτουιν- έφτασε τις 42 έδρες ένα χρόνο αργότερα. Μετά από αρκετές εκλογικές ήττες, ανέκαμψε στις 30 έδρες το 2010 και κέρδισε άλλες 8 το 2012. Σήμερα έχει πέσει στις 9 έδρες -εκπροσωπώντας μόλις το 5,7% των ψήφων- κάτι που δεν έχει προηγούμενο στην Ολλανδική κοινοβουλευτική ιστορία.
Η σήψη είναι ακόμα βαθύτερη: το PvdA δεν ήρθε πρώτο ούτε σε ένα δήμο, τερματίζοντας στην 4η θέση στο Άμστερναμ και στην πέμπτη σε μέρη όπως το Ζάανσταντ και το Γκρόνιγκεν, κάποτε κάστρα του Ολλανδικού σοσιαλιστικού κινήματος. Στο εργατικής σύνθεσης Ρότερνταμ, που παραμένει το μεγαλύτερο λιμάνι της Ευρώπης και είναι η πόλη που κάποτε η σοσιαλδημοκρατία ήταν απόλυτα ηγεμονική, το PvdA ήρθε 7ο.
Το PvdA μπορεί να ξανακερδίσει ένα τμήμα του χαμένου εκλογικού εδάφους κάποια στιγμή. Υπάρχουν παραδείγματα στην Ευρώπη που δείχνουν ότι, όπως το Dybbuk του αρχαίου εβραϊκού μύθου, το πνεύμα της νεκρής παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας βρίσκει συνεχώς καινούργια «οχήματα» για να συνεχίσει να κυκλοφορεί στον κόσμο των ζωντανών. Αλλά το Εργατικό Κόμμα δεν θα ξανακερδίσει ποτέ τη συμπαγή εργατική του βάση.
Δεν είναι δύσκολο να εξηγήσουμε το γιατί, αλλά οι στρατηγικοί αναλυτές (ΣτΜ: του PvdA) εξακολουθούν να πιστεύουν ότι μπορούν να πλασάρουν τις τεράστιες επιθέσεις στο κοινωνικό κράτος και την αυξανόμενη ανισότητα ως σοσιαλιστικά προγράμματα, όσο μπορούν να διαφημίζουν τη «δημοσιονομική υπευθυνότητα» αυτών των πολιτικών.
Από τα μέσα του ’80, το PvdA -όπως και τα αντίστοιχα κόμματα σε όλη την Ευρώπη- έγινε βασικό εργαλείο για την υλοποίηση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Στη δεκαετία του ’90 και των αρχών του 2000, συνέβαλε στο ξήλωμα των κοινωνικών παροχών και την ιδιωτικοποίηση των σιδηροδρόμων, των ταχυδρομικών υπηρεσιών και της κοινωνικής ασφάλισης, μεταξύ άλλων.
Κατά την τελευταία διακυβέρνηση, η δεξιά στροφή του PvdA απέκτησε τελείως καινούρια σημασία. Το κόμμα κέρδισε σημαντικό έδαφος στις εκλογές του 2012 με το επιχείρημα ότι η ψήφος στους Εργατικούς ήταν ο μόνος τρόπος για να αποφευχθεί μια κυβέρνηση λιτότητας που θα καθοδηγείται από το VVD. Αμέσως μετά τις εκλογές, έκανε κωλοτούμπα και άρχισε να διαπραγματεύεται για το σχηματισμό συγκυβέρνησης με αυτούς τους υποτιθέμενους απόλυτους αντιπάλους.
Αυτή η συγκυβέρνηση εξαπέλυσε ένα θηριώδες πρόγραμμα λιτότητας, προχωρώντας σε περικοπές σχεδόν 50 δισεκατομμυρίων ευρώ. Οι υπουργοί του Εργατικού Κόμματος περηφανεύονταν που ανέλαβαν κάποια από τα πιο δύσκολα πόστα, όπως αυτό των Κοινωνικών Υποθέσεων και Εργασίας (ο ηγέτης του PvdA Λόντεβικ Άσχερ) και το Οικονομικών (Γερούν Ντάισελμπλουμ). Στέλεχος του PvdA, ως υπουργός Εσωτερικών, εφάρμοσε τις αντιπροσφυγικές πολιτικές του VVD. Και ο Ντάισελμπλουμ όχι μόνο εφάρμοσε με ενθουσιασμό τη δημοσιονομική αυστηρότητα της ΕΕ στην Ολλανδία, αλλά ως πρόεδρος του Eurogroup, έγινε και ο βασικός υπερασπιστής της απέναντι στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα.
Τίποτα δεν θα μπορούσε να περιγράψει καλύτερα τη νεοφιλελεύθερη στροφή του PvdA από το γεγονός ότι ο Αλεξάντερ Πέχτολντ, ο ηγέτης των κεντρώων «Δημοκρατών-66» επανειλημμένα πρότεινε να συνεχίσει ο Ντάισελμπλουμ να εκπροσωπεί την Ολλανδία στις Βρυξέλλες «για να τελειώσει τη δουλειά».
Σημαίνει αυτό ότι το κέντρο δεν μπορεί να αντέξει, όπως λένε τόσοι πολλοί στην προσπάθεια να αναλύσουν τη σημερινή πολιτική συγκυρία; Τα αποτελέσματα των ολλανδικών εκλογών δεν επιβεβαιώνουν τη θέση αυτή, και η διεθνής αριστερά πρέπει να προσέξει ιδιαίτερα.
Ο ίδιος θυμός και οι ίδιες ανησυχίες που έχουν προκαλέσει βίαια σοκ στο πολιτικό σύστημα –από τα οποία η κατάρρευση του PvdA είναι μόνο το τελευταίο δείγμα- συνεχίζουν ταυτόχρονα να οδηγούν μεγάλους αριθμούς ανθρώπων στο να ψηφίζουν για υποτιθέμενα «ασφαλή» κόμματα που -λανθασμένα πιστεύουν ότι- τουλάχιστον δεν θα κάνουν τα πράγματα χειρότερα.
Στην πραγματικότητα, οι απώλειες του VVD και του PvdA αναπληρώθηκαν τουλάχιστον εν μέρει από την άνοδο των Χριστιανοδημοκρατών και των Δ-66 (από 13 στις 19 έδρες και από 12 στις 19 αντίστοιχα). Αυτά τα δύο κόμματα είναι εξίσου αφοσιωμένα στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές όσο και το VVD και το PvdA.
Και ο μεγάλος νικητής-έκπληξη των εκλογών, ο Γιέσε Κλάβερ της Πράσινης Αριστεράς (GL), δεν έκανε προεκλογική εκστρατεία μόνο στη βάση της «ανάγκης για αλλαγή», αλλά και στη βάση του ότι αποτελεί «υπεύθυνο και αξιόπιστο» πολιτικό εταίρο σε μελλοντικές κυβερνήσεις συνεργασίας, παρουσιάζοντας ρητά τον εαυτό του ως αξιόπιστο κεντροαριστερό υποψήφιο.
Σε σύγκριση με την πολιτική σκηνή όπως αυτή διαμορφώθηκε στο δεύτερο μισό του αιώνα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το πολιτικό κέντρο έχει γίνει πολύ πιο εύθραυστο και κατακερματισμένο. Αλλά δεν έχει καταρρεύσει, ούτε βρισκόμαστε στα πρόθυρα της κατάρρευσής του.
Αυτό που δείχνουν όντως οι εκλογές είναι ότι η παραμονή στο κέντρο δεν εγγυάται πλέον σταθερότητα: τα κεντρώα κόμματα μπορεί να εκτινάσσονται και μετά να βυθίζονται από εκλογές σε εκλογές. Αλλά τα κόμματα που βρίσκονται στα δυο πολιτικά άκρα δεν επωφελούνται αυτόματα από αυτή την αστάθεια του κέντρου.
Χωρίς κοινωνικές εκρήξεις που να ανασχηματίζουν ριζικά το υπαρκτό πολιτικό πλαίσιο, τα κόμματα που κερδίζουν περισσότερο από αυτή την κρίση του κέντρου είναι συχνά άλλοι κεντρώοι σχηματισμοί.
Ένας από τους βασικούς λόγους που το πολιτικό κέντρο μπορεί να αυτοσυντηρείται είναι η δομική ανικανότητα της Ολλανδικής Αριστεράς να χτίσει μια βιώσιμη εναλλακτική. Το Εργατικό Κόμμα και η GL δεν θεωρούν καν ότι είναι αποστολή τους να απαντήσουν σε αυτήν την πρόκληση. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα προσπαθεί σε αυτήν την κατεύθυνση, αλλά δεν κατάφερε να κερδίσει από την ιστορική κατάρρευση του PvdA. Αθροιστικά τα τρία μεγάλα κόμματα της Αριστεράς (ΣτΜ συμπεριλαμβάνεται το PvdA) έχασαν 20 έδρες, κερδίζοντας μόνο 37 συνολικά.
Για πρώτη φορά, το PvdA ήρθε τρίτο μεταξύ αυτών των τριών. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα λίγο πολύ διατήρησε τις δυνάμεις του (14 έδρες από 15), ενώ ο Γιέσε Κλάβερ που θυμίζει Τζάστιν Τριντό (ΣτΜ: ο Καναδός πρωθυπουργός που στηρίζεται πολύ στην «φιλελεύθερη, προοδευτική» εικόνα του) κατάφερε να φέρει την GL από τις 4 στις 14 έδρες.
Αν και η επιτυχία του Κλάβερ αντιμετωπίστηκε με αρκετό ενθουσιασμό τόσο εντός όσο και εκτός Ολλανδίας, ο ισχυρισμός του ότι θα ηγηθεί της Αριστεράς είναι κούφιος.
Στα μέσα του ’80, η Πράσινη Αριστερά δημιουργήθηκε από τη συγχώνευση ενός αριθμού μικρότερων αριστερών κομμάτων, συμπεριλαμβανομένου του Ολλανδικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Τότε ήταν συνδεδεμένη με τα αναδυόμενα αντιπολεμικά και οικολογικά κινήματα, αλλά έκανε μια ιστορική δεξιά στροφή στα τέλη του ’90, υιοθετώντας τον σοσιαλφιλελευθερισμό και υποστηρίζοντας την στρατιωτική επέμβαση τόσο στη Σερβία όσο και στο Αφγανιστάν.
Ο Κλάβερ έγινε ηγέτης του κόμματος εν μέσω της δημόσιας συζήτησης για τις περικοπές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, κατά τη διάρκεια της οποίας η GL έκανε ενεργητική καμπάνια για την κατάργηση των φοιτητικών υποτροφιών.
Η απόφαση του κόμματος να τρέξει μια προεκλογική καμπάνια με κέντρο την «αλλαγή» προέκυψε έπειτα από συζητήσεις με εκπροσώπους και συμβούλους του Δημοκρατικού Κόμματος των ΗΠΑ. Αυτοί συμβούλεψαν τον Κλάβερ να σηκώνει τα μανίκια του όπως ο Τριντό και να μιλά όπως ο Ομπάμα. Σε μια περίπτωση, ο Κλάβερ πήρε τις συμβουλές τους κυριολεκτικά και αντέγραψε ολόκληρα τμήματα ενός λόγου του Ομπάμα.
Φυσικά, η απολύτρωση/εξιλέωση είναι δυνατή ακόμα και στην Αριστερά. Αλλά η στροφή της GL συνέβη χωρίς ουσιαστική συζήτηση, στιγμές αναστοχασμού ή ρήξης με το παρελθόν. Ο Κλάβερ ξεκίνησε την εκστρατεία του πλαισιωμένος από όλη την ηγεσία των τελευταίων δεκαπέντε χρόνων, που τον χειροκροτούσαν. Όταν ρωτήθηκε ευθέως, αρνήθηκε επίμονα να αποκλείσει ότι θα συμμετέχει σε κυβέρνηση συνασπισμού με το VVD.
Βεβαίως, πολλοί ψήφισαν GL από ειλικρινή επιθυμία για αλλαγή. Η ικανότητα του κόμματος να προωθήσει μια εικόνα νεανικής αντιπολίτευσης απέναντι στη δεξιά έγινε εφικτή κυρίως λόγω της απουσίας πραγματικής αντιπολίτευσης. Κι εδώ είναι που φέρει πολύ μεγάλες ευθύνες το Σοσιαλιστικό Κόμμα.
Σε αντίθεση με την GL, το ΣΚ αντιπάλεψε σταθερά τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές σε εθνικό επίπεδο και διαθέτει μια σημαντική βάση υποστήριξης στην αριστερή πτέρυγα του εργατικού κινήματος. Διαδήλωσε ενάντια στους πολέμους σε Αφγανιστάν και Ιράκ και την χρονιά που πέρασε έχτισε μια μεγάλη καμπάνια στους δρόμους ενάντια στην ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής ασφάλισης. Ωστόσο, η συνολικότερη δύναμη και παρουσία του στις κινητοποιήσεις έχει μειωθεί σοβαρά την τελευταία δεκαετία.
Η εμμονή του κόμματος να αντικαταστήσει το PvdA και να γίνει «κυβερνητικό» εξασθένησε την ακτιβίστική του πτέρυγα. Στο Άμστερνταμ, συμμετείχε στην τοπική κυβέρνηση με το VVD, ένα μοτίβο που επαναλήφθηκε και σε άλλες πόλεις. Σε εθνικό επίπεδο, αυτή η άποψη μεταφράστηκε στο παράλογο προεκλογικό σύνθημα «να πάρουμε την εξουσία». Όταν έγινε καθαρό ότι το ΣΚ θα πήγαινε για άλλη μια φορά κατώτερα από τις προσδοκίες του, οι ηγέτες του εγκατέλειψαν αυτό το σύνθημα σιωπηλά.
Αλλά η καμπάνια του ΣΚ είχε κι ένα άλλο κρίσιμο μειονέκτημα. Εξαιτίας της κυρίως «εργατίστικης» άποψής του, το κόμμα έχει συνδυάσει τη δέσμευσή του σε ένα παραδοσιακό σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα με πολλές υποχωρήσεις στο ρατσισμό και τον εθνικισμό. Για παράδειγμα, οι καμπάνιες του ενάντια στην ΕΕ επικέντρωναν πάντοτε στην «απώλεια της εθνικής κυριαρχίας της Ολλανδίας» αντί να αποκηρύσσουν το νεοφιλελευθερισμό και το μιλιταρισμό της ΕΕ.
Ακόμα πιο προβληματική είναι η διαρκής άρνηση του κόμματος να έρθει σε ευθεία αντιπαράθεση με την ακροδεξιά. Κατά τη διάρκεια μιας προεκλογικής περιόδου που σε μεγάλο βαθμό εξελισσόταν με κέντρο τις επιθέσεις του Βίλντερς ενάντια στους μετανάστες και τους μουσουλμάνους, το ΣΚ υιοθετούσε κάποια από τις τρεις παρακάτω επιλογές: είτε να σιωπά, είτε να κάνει θολές αναφορές στην ανάγκη «να ζήσουμε μαζί», είτε -το χειρότερο απ’ όλα- να αποδέχεται αυτές τις επιθέσεις.
Για πολλούς, ο απόλυτος πάτος έφτασε όταν το Νο 3 του κόμματος, Λίλιαν Μαρίνισεν, αποκάλεσε τη νίκη του Τραμπ «αναζωογονητική». Αν και αργότερα δικαιολογήθηκε ως λεκτικό ολίσθημα, τέτοιου είδους σχόλια από ηγετικά στελέχη του ΣΚ ήταν πολύ συχνά για να αγνοηθούν.
Και το κόμμα τα πλήρωσε ακριβά. Για πολλά χρόνια, η εκλογική στρατηγική του κόμματος επικέντρωνε στο να κερδίσει τη βάση του Εργατικού Κόμματος. Και όταν αυτή η βάση έγινε επιτέλους διεκδικήσιμη, το ΣΚ δεν μπόρεσε να κερδίσει ούτε μια έδρα.
Σε αντίθεση με το παγκόσμιο μοτίβο, το ΣΚ ήταν λιγότερο δημοφιλές ανάμεσα στους νέους ψηφοφόρους από ότι στους μεγαλύτερους. Σύμφωνα με μια μετεκλογική δημοσκόπηση, πάνω από το ένα τρίτο των ψηφοφόρων της Πράσινης Αριστεράς ήταν κάτω των 35, ενώ λιγότερο από το 16% του ίδιου εκλογικού σώματος υποστήριξε το ΣΚ. Από τα μεγάλα κόμματα, μόνο το Εργατικό Κόμμα είχε ακόμα μικρότερη υποστήριξη στη νεολαία.
Όλα αυτά δείχνουν ότι η Ολλανδική Αριστερά βρίσκεται σε κρίση. Αλλά ακριβώς όπως ο εφησυχασμός για τη δεύτερη θέση του PVV οδηγεί κάποιους να υποτιμούν σοβαρά τον κίνδυνο της ακροδεξιάς, έτσι θα μπορούσε και η Αριστερά να αποκοιμηθεί από το «νανούρισμα» της επιφανειακής επιτυχίας του Κλάβερ και της ικανότητάς του ΣΚ να περιορίσει τις απώλειές του.
Οι εκλογές αποκάλυψαν ένα τέτοιο επίπεδο κατακερματισμού στη ριζοσπαστική αριστερά που θα είναι δύσκολο να το καταλάβουν οι άνθρωποι εκτός Ολλανδίας. Το οικολογικό Κόμμα των Ζώων κέρδισε 3 έδρες και τώρα βρίσκεται στις πέντε. Το DENK (ΣτΜ: στα ολλανδικά σημαίνει «Σκέψου» και στα τουρκικά «ισότητα»), ένα κόμμα μεταναστών που προήλθε από διάσπαση του Εργατικού Κόμματος, κέρδισε επίσης 3 έδρες. Αυτό το κόμμα έχει μια ισχυρή αντιρατσιστική πλατφόρμα, αλλά είναι καθαρά νεοφιλελεύθερο, και οι ηγέτες του διατηρούν αμφιλεγόμενους δεσμούς με το καθεστώς Ερντογάν στην Τουρκία.
Μια διάσπαση αυτής της διάσπασης, με όνομα «Άρθρο 1», πρόσφερε μια αχτίδα ελπίδας για όσους θέλουν πραγματική ανανέωση στα αριστερά. Συνδύαζε μια ισχυρή αντιρατσιστική πλατφόρμα με ακτιβιστική παρουσία στους δρόμους για μια σειρά θεμάτων χειραφέτησης. Το κόμμα κέρδισε 2,7% των ψήφων στο Άμστερνταμ, αλλά, έχοντας ιδρυθεί μόλις λίγους μήνες πριν από τις εκλογές, δεν κέρδισε ούτε μια κοινοβουλευτική έδρα.
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει ακόμα διάθεση για αγώνες. Το Σάββατο πριν τις εκλογές, στο Άμστερνταμ έγινε μια Πορεία Γυναικών ενάντια στον Τραμπ και τον Βίλντερς. Αν και δεν καλούσε καμιά από τις «επίσημες» αριστερές οργανώσεις, συγκεντρώθηκαν 20.000 άνθρωποι, συνθέτοντας μια από τις μεγαλύτερες αριστερές διαδηλώσεις τα τελευταία χρόνια.
Νέες γυναίκες, άνθρωποι όλων των φυλών και ΛΟΑΤ ακτιβιστές ήταν ο κύριος όγκος της διαδήλωσης. Επίσης έκανε την εμφάνισή της μια μαζική αντιπροσωπεία του συνδικάτου των οικιακών βοηθών. Τα συνθήματα ήταν μαχητικά, φεμινιστικά, αντικαπιταλιστικά και πολιτικά.
Πολλοί από αυτούς γύρισαν σπίτι από τη διαδήλωση σκεφτόμενοι να ψηφίσουν την Πράσινη Αριστερά ή να δώσουν μια τελευταία ευκαιρία στο ΣΚ. Άλλοι επιβράβευσαν την μεγάλη ομάδα των υποψηφίων του «Άρθρου 1» που διαδήλωσε μαζί τους. Ακόμα περισσότεροι μπαλαντσάριζαν από τη μια άποψη στην άλλη και πάλι πίσω.
Αν η ριζοσπαστική αριστερά θέλει να ξεπεράσει αυτόν τον κατακερματισμό και να δημιουργήσει μια πραγματική βάση για να επηρεάσει σοβαρά τα πράγματα στην Ολλανδική πολιτική σκηνή, πρέπει να συνδυάσει τον αντι-νεοφιλελευθερισμό του ΣΚ με τη ζωντάνια, τη μαχητικότητα και τον αντιρατσισμό που εκφράστηκαν σε αυτή τη διαδήλωση. Με δεδομένο τον συντηρητισμό και την ισχύ των «καθιερωμένων» αριστερών δυνάμεων, ο δρόμος για μια τέτοια αναδιοργάνωση (στΜ στην Αριστερά) θα είναι σίγουρα δύσκολος. Αλλά τα εκλογικά αποτελέσματα δεν παρέχουν στην Ολλανδική Αριστερά την πολυτέλεια να αφήσει αυτή την κρίση να συνεχίσει να σιγοβράζει…
*Ο Pepijn Brandon είναι επίκουρος καθηγητής ιστορίας στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ.
**Μετάφραση: Αλέξης Λιοσάτος.
***Πηγή: rproject.gr
Τα εκλογικά αποτελέσματα, που πανηγυρίστηκαν από φιλελεύθερους σχολιαστές ως επιτυχία του κέντρου, στην πραγματικότητα σηματοδοτούν μια διπλή νίκη για την ακροδεξιά.
Πρώτον, το PVV κέρδισε σε απόλυτα αριθμητικούς όρους. Ο Βίλντερς κατάφερε να αυξήσει το ποσοστό του σε 13%, κερδίζοντας 20 από τις 150 έδρες. Στο μεταξύ, τα δυο κυβερνητικά κόμματα -το νεοφιλελεύθερο συντηρητικό Λαϊκό Κόμμα για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία (VVD) και το κεντροαριστερό Εργατικό Κόμμα (PvDA)- έχασαν σημαντικά.
Το VVD έπεσε από τις 41 στις 33 έδρες. Παρά τις απώλειες, παραμένει το μεγαλύτερο κόμμα σε ένα τελείως κατακερματισμένο κοινοβούλιο που μοιράζεται σε 13 κόμματα. Το Εργατικό Κόμμα υπέστη μια ιστορική ταπείνωση. Έχασε 29 έδρες, κρατώντας μόλις 9.
Στο κέρδος των 5 εδρών για το PVV, θα έπρεπε να προσθέσουμε και τις δυο έδρες που κατέκτησε το νέο «Φόρουμ για τη Δημοκρατία» -το ολλανδικό αντίστοιχο της «Εναλλακτικής Δεξιάς» (Alt-Right) των ΗΠΑ. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του, ο ηγέτης αυτού του κόμματος Τίερι Μπάουντετ, καλούσε να σταματήσει η «ομοιοπαθητική αλλοίωση του Ολλανδικού λαού» από τους ξένους. Επίσης έχει ισχυριστεί σε κείμενά του ότι όλες οι γυναίκες κατά βάθος αρέσκονται να τις βιάζουν.
Πέρα από αυτά τα αριθμητικά οφέλη, η ακροδεξιά κατάφερε να επιβάλει την ατζέντα της σε όλη την προεκλογική περίοδο. Τόσο το VVD όσο και oι Χριστιανοδημοκράτες (CDA, που πήρε 19 έδρες) διεξήγαγαν την πιο ανοιχτά ρατσιστική και ισλαμοφοβική εκλογική εκστρατεία από ποτέ άλλοτε.
Ο πρωθυπουργός Μαρκ Ρούτε πρότεινε ότι οι μετανάστες (ή τα παιδιά τους ή τα εγγόνια τους) θα πρέπει να «ξαποστέλνονται» στις χώρες καταγωγής τους αν αρνούνται να εναρμονιστούν με τις ολλανδικές αξίες –ή, όπως το έθεσε, «να φέρονται φυσιολογικά». Μια διαφημιστική πινακίδα του VVD περιέγραφε το χιτζάμπ ως «πατσαβούρα στο κεφάλι», μια φράση που επινόησε ο Βίλντερς.
Εν τω μεταξύ, ο ηγέτης του CDA, έτοιμος τώρα να μπει στον κυβερνητικό συνασπισμό με το VVD, προχώρησε στον απίστευτο ισχυρισμό ότι το Ισλάμ έρχεται σε αντίφαση με «την χριστιανο-εβραϊκή παράδοση χιλιάδων χρόνων ισότητας μεταξύ αντρών και γυναικών». Πέρα από το ζήτημα των πεπραγμένων της ιστορίας του χριστιανισμού, μπορούμε με ασφάλεια να πούμε ότι το CDA και οι πολιτικοί πρόγονοί του δεν ήταν ακριβώς στην πρώτη γραμμή των αγώνων για τη γυναικεία απελευθέρωση τον προηγούμενο αιώνα.
Αυτή η προθυμία των υποτιθέμενων μετριοπαθών δυνάμεων να μετατρέψουν τη ρητορική του Βίλντερς σε πραγματική πολιτική έγινε οφθαλμοφανής τις τελευταίες μέρες πριν τις εκλογές, όταν οι κυβερνήσεις της Ολλανδίας και της Τουρκίας τροφοδότησαν ένα σοβαρό διπλωματικό επεισόδιο για τα δικά τους εθνικιστικά συμφέροντα.
Σε αυτό το πλαίσιο, ίσως η πιο αποκαλυπτική δήλωση τη νύχτα των εκλογών ήρθε από τον Ρούτε, που επαναλάμβανε ότι το εκλογικό σώμα απέρριψε «το λάθος είδος λαϊκισμού». Η έμμεση αποδοχή ενός «σωστού είδους λαϊκισμού» δεν ήταν με τίποτα τυχαία: Αυτός και ο Χάλμπε Ζίλστρα, ο ηγέτης της κοινοβουλευτικής ομάδας του VVD, προσπαθούν συστηματικά να κατευθύνουν το κόμμα τους όλο και πιο κοντά στη ρατσιστική γραμμή του PVV.
Έτσι, ο Βίλντερς κέρδισε τόσο σε αριθμούς όσο και σε πολιτική επιρροή. Έχασε μόνο σε σύγκριση με τα ακόμα μεγαλύτερα οφέλη που του έδινε η εικονική πραγματικότητα των εταιρειών δημοσκοπήσεων. Αυτό χρήζει ιδιαίτερης αναφοράς, καθώς τα τελευταία χρόνια οι ίδιες οι εταιρείες δημοσκοπήσεων έχουν γίνει σημαντική δύναμη στην πολιτική σκηνή.
Ας υποθέσουμε ότι οι χειρότερες δημοσκοπικές προβλέψεις γίνονταν πραγματικότητα, και το PVV είχε πράγματι εκτοπίσει το VVD από την πρώτη θέση. Όσο τρομερό κι αν θα ήταν αυτό, το κόμμα του Βίλντερς δεν θα έφτανε -το πιθανότερο- το 20% που έπιασε το κόμμα του Ρούτε.
Αλλά η ρητορική έχει μεγαλύτερη σημασία από τους αριθμούς. Το να χαρακτηρίζονται οι άνθρωποι που ψήφισαν ακροδεξιά ως «η πραγματική φωνή του λαού» έχει πολιτικά οφέλη ακόμα και για τα κατεστημένα κόμματα. Νομιμοποιεί ακόμα περισσότερο την δεξιά μετατόπιση και απονομιμοποιεί ακόμα και την πιο μετριοπαθή αριστερόστροφη ατζέντα. Αλλά αυτό είναι δίκοπο μαχαίρι, γιατί αναβαθμίζει ταυτόχρονα τα διαπιστευτήρια της ακροδεξιάς.
15 χρόνια πριν, όταν σκοτώθηκε από πυροβολισμό ο Ολλανδός ισλαμοφοβικός πολιτικός Πιμ Φορτούιν, οι περισσότεροι δεν έδωσαν σημασία στην εκλογική επιτυχία του κινήματός του, θεωρώντας την ανωμαλία. Σήμερα, το PVV εκπροσωπεί μια σταθερή πολιτική δύναμη που συχνά δίνει τον τόνο στην κεντρική πολιτική συζήτηση.
Οργανώσεις «του δρόμου» που κινούνται στις παρυφές του, όπως το ολλανδικό τμήμα του PEGIDA, οργανώνουν διαμαρτυρίες με πυρσούς έξω από κέντρα προσφύγων. Οι επιτυχίες του κόμματος του Βίλντερς έχουν οδηγήσει σε αύξηση των επιθέσεων σε τζαμιά και μετανάστες. Το PVV δεν χρειάζεται να γίνει το μεγαλύτερο κόμμα για να αποτελεί κίνδυνο: είναι ήδη κίνδυνος εδώ και μια δεκαετία.
Αν η σταθερή άνοδος του PVV δεν εκφράζει μια βαθιά πολιτική τομή, η ολοκληρωτική κατάρρευση του Ολλανδικού Εργατικού Κόμματος σίγουρα αποτελεί μια τέτοια. Τα τελευταία 15 χρόνια κόστισαν ένα βαρύ τίμημα για το κόμμα που κάποτε αποτελούσε, καλώς ή κακώς, το πολιτικό κέντρο βάρους ολόκληρου του εργατικού κινήματος.
Από το 2002, το Εργατικό Κόμμα (PvdA) ανέβαινε και έπεφτε. Από το ιστορικό χαμηλό των 23 εδρών το 2002 -τη χρονιά της δολοφονίας του Φόρτουιν- έφτασε τις 42 έδρες ένα χρόνο αργότερα. Μετά από αρκετές εκλογικές ήττες, ανέκαμψε στις 30 έδρες το 2010 και κέρδισε άλλες 8 το 2012. Σήμερα έχει πέσει στις 9 έδρες -εκπροσωπώντας μόλις το 5,7% των ψήφων- κάτι που δεν έχει προηγούμενο στην Ολλανδική κοινοβουλευτική ιστορία.
Η σήψη είναι ακόμα βαθύτερη: το PvdA δεν ήρθε πρώτο ούτε σε ένα δήμο, τερματίζοντας στην 4η θέση στο Άμστερναμ και στην πέμπτη σε μέρη όπως το Ζάανσταντ και το Γκρόνιγκεν, κάποτε κάστρα του Ολλανδικού σοσιαλιστικού κινήματος. Στο εργατικής σύνθεσης Ρότερνταμ, που παραμένει το μεγαλύτερο λιμάνι της Ευρώπης και είναι η πόλη που κάποτε η σοσιαλδημοκρατία ήταν απόλυτα ηγεμονική, το PvdA ήρθε 7ο.
Το PvdA μπορεί να ξανακερδίσει ένα τμήμα του χαμένου εκλογικού εδάφους κάποια στιγμή. Υπάρχουν παραδείγματα στην Ευρώπη που δείχνουν ότι, όπως το Dybbuk του αρχαίου εβραϊκού μύθου, το πνεύμα της νεκρής παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας βρίσκει συνεχώς καινούργια «οχήματα» για να συνεχίσει να κυκλοφορεί στον κόσμο των ζωντανών. Αλλά το Εργατικό Κόμμα δεν θα ξανακερδίσει ποτέ τη συμπαγή εργατική του βάση.
Δεν είναι δύσκολο να εξηγήσουμε το γιατί, αλλά οι στρατηγικοί αναλυτές (ΣτΜ: του PvdA) εξακολουθούν να πιστεύουν ότι μπορούν να πλασάρουν τις τεράστιες επιθέσεις στο κοινωνικό κράτος και την αυξανόμενη ανισότητα ως σοσιαλιστικά προγράμματα, όσο μπορούν να διαφημίζουν τη «δημοσιονομική υπευθυνότητα» αυτών των πολιτικών.
Από τα μέσα του ’80, το PvdA -όπως και τα αντίστοιχα κόμματα σε όλη την Ευρώπη- έγινε βασικό εργαλείο για την υλοποίηση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Στη δεκαετία του ’90 και των αρχών του 2000, συνέβαλε στο ξήλωμα των κοινωνικών παροχών και την ιδιωτικοποίηση των σιδηροδρόμων, των ταχυδρομικών υπηρεσιών και της κοινωνικής ασφάλισης, μεταξύ άλλων.
Κατά την τελευταία διακυβέρνηση, η δεξιά στροφή του PvdA απέκτησε τελείως καινούρια σημασία. Το κόμμα κέρδισε σημαντικό έδαφος στις εκλογές του 2012 με το επιχείρημα ότι η ψήφος στους Εργατικούς ήταν ο μόνος τρόπος για να αποφευχθεί μια κυβέρνηση λιτότητας που θα καθοδηγείται από το VVD. Αμέσως μετά τις εκλογές, έκανε κωλοτούμπα και άρχισε να διαπραγματεύεται για το σχηματισμό συγκυβέρνησης με αυτούς τους υποτιθέμενους απόλυτους αντιπάλους.
Αυτή η συγκυβέρνηση εξαπέλυσε ένα θηριώδες πρόγραμμα λιτότητας, προχωρώντας σε περικοπές σχεδόν 50 δισεκατομμυρίων ευρώ. Οι υπουργοί του Εργατικού Κόμματος περηφανεύονταν που ανέλαβαν κάποια από τα πιο δύσκολα πόστα, όπως αυτό των Κοινωνικών Υποθέσεων και Εργασίας (ο ηγέτης του PvdA Λόντεβικ Άσχερ) και το Οικονομικών (Γερούν Ντάισελμπλουμ). Στέλεχος του PvdA, ως υπουργός Εσωτερικών, εφάρμοσε τις αντιπροσφυγικές πολιτικές του VVD. Και ο Ντάισελμπλουμ όχι μόνο εφάρμοσε με ενθουσιασμό τη δημοσιονομική αυστηρότητα της ΕΕ στην Ολλανδία, αλλά ως πρόεδρος του Eurogroup, έγινε και ο βασικός υπερασπιστής της απέναντι στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα.
Τίποτα δεν θα μπορούσε να περιγράψει καλύτερα τη νεοφιλελεύθερη στροφή του PvdA από το γεγονός ότι ο Αλεξάντερ Πέχτολντ, ο ηγέτης των κεντρώων «Δημοκρατών-66» επανειλημμένα πρότεινε να συνεχίσει ο Ντάισελμπλουμ να εκπροσωπεί την Ολλανδία στις Βρυξέλλες «για να τελειώσει τη δουλειά».
Σημαίνει αυτό ότι το κέντρο δεν μπορεί να αντέξει, όπως λένε τόσοι πολλοί στην προσπάθεια να αναλύσουν τη σημερινή πολιτική συγκυρία; Τα αποτελέσματα των ολλανδικών εκλογών δεν επιβεβαιώνουν τη θέση αυτή, και η διεθνής αριστερά πρέπει να προσέξει ιδιαίτερα.
Ο ίδιος θυμός και οι ίδιες ανησυχίες που έχουν προκαλέσει βίαια σοκ στο πολιτικό σύστημα –από τα οποία η κατάρρευση του PvdA είναι μόνο το τελευταίο δείγμα- συνεχίζουν ταυτόχρονα να οδηγούν μεγάλους αριθμούς ανθρώπων στο να ψηφίζουν για υποτιθέμενα «ασφαλή» κόμματα που -λανθασμένα πιστεύουν ότι- τουλάχιστον δεν θα κάνουν τα πράγματα χειρότερα.
Στην πραγματικότητα, οι απώλειες του VVD και του PvdA αναπληρώθηκαν τουλάχιστον εν μέρει από την άνοδο των Χριστιανοδημοκρατών και των Δ-66 (από 13 στις 19 έδρες και από 12 στις 19 αντίστοιχα). Αυτά τα δύο κόμματα είναι εξίσου αφοσιωμένα στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές όσο και το VVD και το PvdA.
Και ο μεγάλος νικητής-έκπληξη των εκλογών, ο Γιέσε Κλάβερ της Πράσινης Αριστεράς (GL), δεν έκανε προεκλογική εκστρατεία μόνο στη βάση της «ανάγκης για αλλαγή», αλλά και στη βάση του ότι αποτελεί «υπεύθυνο και αξιόπιστο» πολιτικό εταίρο σε μελλοντικές κυβερνήσεις συνεργασίας, παρουσιάζοντας ρητά τον εαυτό του ως αξιόπιστο κεντροαριστερό υποψήφιο.
Σε σύγκριση με την πολιτική σκηνή όπως αυτή διαμορφώθηκε στο δεύτερο μισό του αιώνα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το πολιτικό κέντρο έχει γίνει πολύ πιο εύθραυστο και κατακερματισμένο. Αλλά δεν έχει καταρρεύσει, ούτε βρισκόμαστε στα πρόθυρα της κατάρρευσής του.
Αυτό που δείχνουν όντως οι εκλογές είναι ότι η παραμονή στο κέντρο δεν εγγυάται πλέον σταθερότητα: τα κεντρώα κόμματα μπορεί να εκτινάσσονται και μετά να βυθίζονται από εκλογές σε εκλογές. Αλλά τα κόμματα που βρίσκονται στα δυο πολιτικά άκρα δεν επωφελούνται αυτόματα από αυτή την αστάθεια του κέντρου.
Χωρίς κοινωνικές εκρήξεις που να ανασχηματίζουν ριζικά το υπαρκτό πολιτικό πλαίσιο, τα κόμματα που κερδίζουν περισσότερο από αυτή την κρίση του κέντρου είναι συχνά άλλοι κεντρώοι σχηματισμοί.
Ένας από τους βασικούς λόγους που το πολιτικό κέντρο μπορεί να αυτοσυντηρείται είναι η δομική ανικανότητα της Ολλανδικής Αριστεράς να χτίσει μια βιώσιμη εναλλακτική. Το Εργατικό Κόμμα και η GL δεν θεωρούν καν ότι είναι αποστολή τους να απαντήσουν σε αυτήν την πρόκληση. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα προσπαθεί σε αυτήν την κατεύθυνση, αλλά δεν κατάφερε να κερδίσει από την ιστορική κατάρρευση του PvdA. Αθροιστικά τα τρία μεγάλα κόμματα της Αριστεράς (ΣτΜ συμπεριλαμβάνεται το PvdA) έχασαν 20 έδρες, κερδίζοντας μόνο 37 συνολικά.
Για πρώτη φορά, το PvdA ήρθε τρίτο μεταξύ αυτών των τριών. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα λίγο πολύ διατήρησε τις δυνάμεις του (14 έδρες από 15), ενώ ο Γιέσε Κλάβερ που θυμίζει Τζάστιν Τριντό (ΣτΜ: ο Καναδός πρωθυπουργός που στηρίζεται πολύ στην «φιλελεύθερη, προοδευτική» εικόνα του) κατάφερε να φέρει την GL από τις 4 στις 14 έδρες.
Αν και η επιτυχία του Κλάβερ αντιμετωπίστηκε με αρκετό ενθουσιασμό τόσο εντός όσο και εκτός Ολλανδίας, ο ισχυρισμός του ότι θα ηγηθεί της Αριστεράς είναι κούφιος.
Στα μέσα του ’80, η Πράσινη Αριστερά δημιουργήθηκε από τη συγχώνευση ενός αριθμού μικρότερων αριστερών κομμάτων, συμπεριλαμβανομένου του Ολλανδικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Τότε ήταν συνδεδεμένη με τα αναδυόμενα αντιπολεμικά και οικολογικά κινήματα, αλλά έκανε μια ιστορική δεξιά στροφή στα τέλη του ’90, υιοθετώντας τον σοσιαλφιλελευθερισμό και υποστηρίζοντας την στρατιωτική επέμβαση τόσο στη Σερβία όσο και στο Αφγανιστάν.
Ο Κλάβερ έγινε ηγέτης του κόμματος εν μέσω της δημόσιας συζήτησης για τις περικοπές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, κατά τη διάρκεια της οποίας η GL έκανε ενεργητική καμπάνια για την κατάργηση των φοιτητικών υποτροφιών.
Η απόφαση του κόμματος να τρέξει μια προεκλογική καμπάνια με κέντρο την «αλλαγή» προέκυψε έπειτα από συζητήσεις με εκπροσώπους και συμβούλους του Δημοκρατικού Κόμματος των ΗΠΑ. Αυτοί συμβούλεψαν τον Κλάβερ να σηκώνει τα μανίκια του όπως ο Τριντό και να μιλά όπως ο Ομπάμα. Σε μια περίπτωση, ο Κλάβερ πήρε τις συμβουλές τους κυριολεκτικά και αντέγραψε ολόκληρα τμήματα ενός λόγου του Ομπάμα.
Φυσικά, η απολύτρωση/εξιλέωση είναι δυνατή ακόμα και στην Αριστερά. Αλλά η στροφή της GL συνέβη χωρίς ουσιαστική συζήτηση, στιγμές αναστοχασμού ή ρήξης με το παρελθόν. Ο Κλάβερ ξεκίνησε την εκστρατεία του πλαισιωμένος από όλη την ηγεσία των τελευταίων δεκαπέντε χρόνων, που τον χειροκροτούσαν. Όταν ρωτήθηκε ευθέως, αρνήθηκε επίμονα να αποκλείσει ότι θα συμμετέχει σε κυβέρνηση συνασπισμού με το VVD.
Βεβαίως, πολλοί ψήφισαν GL από ειλικρινή επιθυμία για αλλαγή. Η ικανότητα του κόμματος να προωθήσει μια εικόνα νεανικής αντιπολίτευσης απέναντι στη δεξιά έγινε εφικτή κυρίως λόγω της απουσίας πραγματικής αντιπολίτευσης. Κι εδώ είναι που φέρει πολύ μεγάλες ευθύνες το Σοσιαλιστικό Κόμμα.
Σε αντίθεση με την GL, το ΣΚ αντιπάλεψε σταθερά τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές σε εθνικό επίπεδο και διαθέτει μια σημαντική βάση υποστήριξης στην αριστερή πτέρυγα του εργατικού κινήματος. Διαδήλωσε ενάντια στους πολέμους σε Αφγανιστάν και Ιράκ και την χρονιά που πέρασε έχτισε μια μεγάλη καμπάνια στους δρόμους ενάντια στην ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής ασφάλισης. Ωστόσο, η συνολικότερη δύναμη και παρουσία του στις κινητοποιήσεις έχει μειωθεί σοβαρά την τελευταία δεκαετία.
Η εμμονή του κόμματος να αντικαταστήσει το PvdA και να γίνει «κυβερνητικό» εξασθένησε την ακτιβίστική του πτέρυγα. Στο Άμστερνταμ, συμμετείχε στην τοπική κυβέρνηση με το VVD, ένα μοτίβο που επαναλήφθηκε και σε άλλες πόλεις. Σε εθνικό επίπεδο, αυτή η άποψη μεταφράστηκε στο παράλογο προεκλογικό σύνθημα «να πάρουμε την εξουσία». Όταν έγινε καθαρό ότι το ΣΚ θα πήγαινε για άλλη μια φορά κατώτερα από τις προσδοκίες του, οι ηγέτες του εγκατέλειψαν αυτό το σύνθημα σιωπηλά.
Αλλά η καμπάνια του ΣΚ είχε κι ένα άλλο κρίσιμο μειονέκτημα. Εξαιτίας της κυρίως «εργατίστικης» άποψής του, το κόμμα έχει συνδυάσει τη δέσμευσή του σε ένα παραδοσιακό σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα με πολλές υποχωρήσεις στο ρατσισμό και τον εθνικισμό. Για παράδειγμα, οι καμπάνιες του ενάντια στην ΕΕ επικέντρωναν πάντοτε στην «απώλεια της εθνικής κυριαρχίας της Ολλανδίας» αντί να αποκηρύσσουν το νεοφιλελευθερισμό και το μιλιταρισμό της ΕΕ.
Ακόμα πιο προβληματική είναι η διαρκής άρνηση του κόμματος να έρθει σε ευθεία αντιπαράθεση με την ακροδεξιά. Κατά τη διάρκεια μιας προεκλογικής περιόδου που σε μεγάλο βαθμό εξελισσόταν με κέντρο τις επιθέσεις του Βίλντερς ενάντια στους μετανάστες και τους μουσουλμάνους, το ΣΚ υιοθετούσε κάποια από τις τρεις παρακάτω επιλογές: είτε να σιωπά, είτε να κάνει θολές αναφορές στην ανάγκη «να ζήσουμε μαζί», είτε -το χειρότερο απ’ όλα- να αποδέχεται αυτές τις επιθέσεις.
Για πολλούς, ο απόλυτος πάτος έφτασε όταν το Νο 3 του κόμματος, Λίλιαν Μαρίνισεν, αποκάλεσε τη νίκη του Τραμπ «αναζωογονητική». Αν και αργότερα δικαιολογήθηκε ως λεκτικό ολίσθημα, τέτοιου είδους σχόλια από ηγετικά στελέχη του ΣΚ ήταν πολύ συχνά για να αγνοηθούν.
Και το κόμμα τα πλήρωσε ακριβά. Για πολλά χρόνια, η εκλογική στρατηγική του κόμματος επικέντρωνε στο να κερδίσει τη βάση του Εργατικού Κόμματος. Και όταν αυτή η βάση έγινε επιτέλους διεκδικήσιμη, το ΣΚ δεν μπόρεσε να κερδίσει ούτε μια έδρα.
Σε αντίθεση με το παγκόσμιο μοτίβο, το ΣΚ ήταν λιγότερο δημοφιλές ανάμεσα στους νέους ψηφοφόρους από ότι στους μεγαλύτερους. Σύμφωνα με μια μετεκλογική δημοσκόπηση, πάνω από το ένα τρίτο των ψηφοφόρων της Πράσινης Αριστεράς ήταν κάτω των 35, ενώ λιγότερο από το 16% του ίδιου εκλογικού σώματος υποστήριξε το ΣΚ. Από τα μεγάλα κόμματα, μόνο το Εργατικό Κόμμα είχε ακόμα μικρότερη υποστήριξη στη νεολαία.
Όλα αυτά δείχνουν ότι η Ολλανδική Αριστερά βρίσκεται σε κρίση. Αλλά ακριβώς όπως ο εφησυχασμός για τη δεύτερη θέση του PVV οδηγεί κάποιους να υποτιμούν σοβαρά τον κίνδυνο της ακροδεξιάς, έτσι θα μπορούσε και η Αριστερά να αποκοιμηθεί από το «νανούρισμα» της επιφανειακής επιτυχίας του Κλάβερ και της ικανότητάς του ΣΚ να περιορίσει τις απώλειές του.
Οι εκλογές αποκάλυψαν ένα τέτοιο επίπεδο κατακερματισμού στη ριζοσπαστική αριστερά που θα είναι δύσκολο να το καταλάβουν οι άνθρωποι εκτός Ολλανδίας. Το οικολογικό Κόμμα των Ζώων κέρδισε 3 έδρες και τώρα βρίσκεται στις πέντε. Το DENK (ΣτΜ: στα ολλανδικά σημαίνει «Σκέψου» και στα τουρκικά «ισότητα»), ένα κόμμα μεταναστών που προήλθε από διάσπαση του Εργατικού Κόμματος, κέρδισε επίσης 3 έδρες. Αυτό το κόμμα έχει μια ισχυρή αντιρατσιστική πλατφόρμα, αλλά είναι καθαρά νεοφιλελεύθερο, και οι ηγέτες του διατηρούν αμφιλεγόμενους δεσμούς με το καθεστώς Ερντογάν στην Τουρκία.
Μια διάσπαση αυτής της διάσπασης, με όνομα «Άρθρο 1», πρόσφερε μια αχτίδα ελπίδας για όσους θέλουν πραγματική ανανέωση στα αριστερά. Συνδύαζε μια ισχυρή αντιρατσιστική πλατφόρμα με ακτιβιστική παρουσία στους δρόμους για μια σειρά θεμάτων χειραφέτησης. Το κόμμα κέρδισε 2,7% των ψήφων στο Άμστερνταμ, αλλά, έχοντας ιδρυθεί μόλις λίγους μήνες πριν από τις εκλογές, δεν κέρδισε ούτε μια κοινοβουλευτική έδρα.
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει ακόμα διάθεση για αγώνες. Το Σάββατο πριν τις εκλογές, στο Άμστερνταμ έγινε μια Πορεία Γυναικών ενάντια στον Τραμπ και τον Βίλντερς. Αν και δεν καλούσε καμιά από τις «επίσημες» αριστερές οργανώσεις, συγκεντρώθηκαν 20.000 άνθρωποι, συνθέτοντας μια από τις μεγαλύτερες αριστερές διαδηλώσεις τα τελευταία χρόνια.
Νέες γυναίκες, άνθρωποι όλων των φυλών και ΛΟΑΤ ακτιβιστές ήταν ο κύριος όγκος της διαδήλωσης. Επίσης έκανε την εμφάνισή της μια μαζική αντιπροσωπεία του συνδικάτου των οικιακών βοηθών. Τα συνθήματα ήταν μαχητικά, φεμινιστικά, αντικαπιταλιστικά και πολιτικά.
Πολλοί από αυτούς γύρισαν σπίτι από τη διαδήλωση σκεφτόμενοι να ψηφίσουν την Πράσινη Αριστερά ή να δώσουν μια τελευταία ευκαιρία στο ΣΚ. Άλλοι επιβράβευσαν την μεγάλη ομάδα των υποψηφίων του «Άρθρου 1» που διαδήλωσε μαζί τους. Ακόμα περισσότεροι μπαλαντσάριζαν από τη μια άποψη στην άλλη και πάλι πίσω.
Αν η ριζοσπαστική αριστερά θέλει να ξεπεράσει αυτόν τον κατακερματισμό και να δημιουργήσει μια πραγματική βάση για να επηρεάσει σοβαρά τα πράγματα στην Ολλανδική πολιτική σκηνή, πρέπει να συνδυάσει τον αντι-νεοφιλελευθερισμό του ΣΚ με τη ζωντάνια, τη μαχητικότητα και τον αντιρατσισμό που εκφράστηκαν σε αυτή τη διαδήλωση. Με δεδομένο τον συντηρητισμό και την ισχύ των «καθιερωμένων» αριστερών δυνάμεων, ο δρόμος για μια τέτοια αναδιοργάνωση (στΜ στην Αριστερά) θα είναι σίγουρα δύσκολος. Αλλά τα εκλογικά αποτελέσματα δεν παρέχουν στην Ολλανδική Αριστερά την πολυτέλεια να αφήσει αυτή την κρίση να συνεχίσει να σιγοβράζει…
*Ο Pepijn Brandon είναι επίκουρος καθηγητής ιστορίας στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ.
**Μετάφραση: Αλέξης Λιοσάτος.
***Πηγή: rproject.gr