Πόσο κοστολογείται η φύση;

789
Πόσο κοστολογείται η φύση
Διεθνής έκθεση επιχειρεί να κεφαλαιοποιήσει τον αέρα που αναπνέουμε, το έδαφος, τα δέντρα, τους ωκεανούς, με το σκεπτικό ότι αν τους προσδώσουμε αξία με χρηματικούς όρους, τότε αυτό μπορεί να ληφθεί υπόψη στις κυβερνητικές και επιχειρηματικές αποφάσεις προς όφελος του περιβάλλοντος. ● Μπορεί να οδηγήσει ωστόσο σε διαμετρικά αντίθετα αποτελέσματα, όπως συμβαίνει όταν η αλόγιστη οικονομική ανάπτυξη τίθεται υπεράνω της προστασίας των φυσικών πόρων.

Μπορεί η υπερβατική αξία της φύσης να αποτιμηθεί οικονομικά; Κι αν ναι, θα μπορούσε κάτι τέτοιο να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο για τη σωτηρία της ή πρόκειται για ακόμη ένα δεξιοτεχνικό τρικ προκειμένου να συρθεί το περιβάλλον και η οικολογία στη λογική της ελεύθερης αγοράς;

Το ζήτημα της κεφαλαιοποίησης της φύσης με απόλυτα οικονομικούς όρους επανήλθε στην επικαιρότητα, αυτή τη φορά με μια έκθεση 600 σελίδων που ολοκληρώθηκε έπειτα από δυο χρόνια από τότε που την παρήγγειλε η βρετανική κυβέρνηση. Για την υλοποίηση της έκθεσης, που δόθηκε στη δημοσιότητα στις αρχές του μήνα, συνεργάστηκαν διεθνείς ειδικοί με συντονιστή τον Πάρθα Ντασγκούπτα, έναν κορυφαίο καθηγητή Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ.

Το «φυσικό κεφάλαιο»

Η δίψα της ανθρωπότητας για ανάπτυξη έχει καταστροφικό κόστος για τη φύση, αναφέρεται στην έκθεση, με την ανθρωπότητα να επιτυγχάνει απέραντη ευημερία τις τελευταίες δεκαετίες. Ωστόσο, υπογραμμίζεται στην έκθεση, τα οικονομικά μοντέλα που βασίζονται μόνο στην ανάπτυξη δεν ενσωματώνουν τα οφέλη που αντλούνται από τη βιοποικιλότητα. Λογικά συμπεράσματα, θα σκεφτόταν κανείς, λίγο πριν προχωρήσει στην τροπή του σκεπτικού των συντακτών της έκθεσης.

Οπως συμπεραίνουν, αν και το παγκόσμιο κατά κεφαλήν ΑΕΠ έχει διπλασιαστεί από το 1992, το «φυσικό κεφάλαιο», δηλαδή η οικονομική εκτίμηση για το όφελος που αντλείται από υπηρεσίες που προσφέρονται από τη φύση, έχει μειωθεί από την πλευρά του κατά 40% κατά κεφαλήν. Κατά συνέπεια, τα προγράμματα προστασίας της φύσης συχνά υποχρηματοδοτούνται, ενώ τομείς όπως τα ορυκτά καύσιμα ή η εντατική γεωργία, οι επιπτώσεις των οποίων στη βιοποικιλότητα και την κλιματική κρίση είναι αποδεδειγμένες, απολαμβάνουν ετήσιες επενδύσεις ύψους 4 έως 6 τρισεκατομμυρίων δολαρίων.

Αυτά τα επενδυτικά μοντέλα, που συχνά υποστηρίζονται από τα κράτη, εντείνουν το πρόβλημα καθώς αμείβουν τους ανθρώπους περισσότερο για να εκμεταλλεύονται τη φύση απ’ όσο για να την προστατεύουν, αναφέρουν οι συντάκτες της έκθεσης. Και απευθύνουν έκκληση να αντικατασταθεί ο παραδοσιακός υπολογισμός της ανάπτυξης (ΑΕΠ) με έναν υπολογισμό της οικονομικής ευημερίας που να λαμβάνει υπόψη τις υπηρεσίες που παρέχονται από τη φύση. Για να υλοποιηθεί κάτι τέτοιο απαιτούνται συστημικές αλλαγές με φιλοδοξία και πολιτική βούληση ανώτερη του σχεδίου Μάρσαλ, καταλήγουν.

Με λίγα λόγια, στην έκθεση υποστηρίζεται η οικονομική προσέγγιση της φύσης -η αξία του «φυσικού κεφαλαίου»- με το επιχείρημα ότι εάν δεν δώσουμε στη φύση μια τιμή, τότε τη θεωρούμε ουσιαστικά σαν να έχει μηδενική αξία. Αντίθετα, αν της προσδώσουμε αξία με χρηματικούς όρους, τότε αυτό μπορεί να ληφθεί υπόψη στις κυβερνητικές και επιχειρηματικές αποφάσεις. Και γιατί όχι; Σκεφτείτε πώς αποτιμάται η ανθρώπινη ζωή: σε χρηματικούς όρους από τις ασφαλιστικές εταιρείες και για προμήθειες φαρμάκων από τις υπηρεσίες υγείας.

Πρόκειται για μια προσέγγιση που θα μπορούσε να έχει αξία αν, για παράδειγμα, ληφθούν υπόψη κάποια πιλοτικά έργα στη Βρετανία, όπου οι ιδιοκτήτες γης πληρώνονται για τη βελτίωση της ποιότητας των υδάτων ή τη μείωση των πλημμυρών. Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση μπορεί να οδηγήσει και σε διαμετρικά αντίθετα αποτελέσματα, όπως συνέβη όταν ένα μεγάλο αεροδρόμιο και εμπορική ζώνη στο Ντάρμπαν της Νότιας Αφρικής πήρε το προβάδισμα όταν οι προβλέψεις για τις θέσεις εργασίας και της οικονομικής ανάπτυξης θεωρήθηκε ότι υπερτερούν έναντι της οικονομικής αξίας του περιβάλλοντος που θα καταστραφεί.

Στην ελεύθερη αγορά

Οι συγγραφείς της έκθεσης μιλούν για το «φυσικό κεφάλαιο» επιδιώκοντας να καταγραφούν όλες οι πτυχές της αξίας της φύσης με οικονομικούς όρους. Κάτι που σημαίνει ότι πρέπει να αρχίσουμε να βλέπουμε τη σημασία της φύσης -του αέρα που αναπνέουμε, του εδάφους, των δέντρων, των ωκεανών- από την άποψη της οικονομικής αξίας, δίνοντάς τους αξία στην αγορά. Ομως, όσο κι αν η αποτίμηση της φύσης φαίνεται εξαιρετικά λογική, αυτή η προσέγγιση «τυποποιεί» τη φύση και την εκθέτει στη λογική των αγορών.

Και στηρίζεται στο ίδιο μοντέλο της οικονομικής παραγωγής, στην ίδια εμπιστοσύνη, στη λογική των ελεύθερων αγορών που οδήγησε σε τεράστια περιβαλλοντική καταστροφή και προκάλεσε ανεπανόρθωτα πλήγματα στον ζωντανό κόσμο. Κι όμως, αυτή η ίδια λογική καλείται τώρα να τον σώσει! Πρόκειται για ένα μπερδεμένο σενάριο ή για κάτι πολύ ανησυχητικό;

«Η φύση μάς αναθρέφει και μας θρέφει, οπότε, θα θεωρήσουμε τα περιουσιακά της στοιχεία ανθεκτικές οντότητες που όχι μόνο έχουν αξία χρήσης, αλλά μπορεί επίσης να έχουν εγγενή αξία. Μόλις κάνουμε αυτήν την επέκταση, τα οικονομικά της βιοποικιλότητας γίνονται μελέτη στη διαχείριση χαρτοφυλακίου», αναφέρεται με ψυχρή γλώσσα στην έκθεση. Ετσι, ξαφνικά, ο ρόλος της φύσης που διατηρεί πολυποίκιλα τη ζωή μεταμορφώνεται σε κάτι άλλο που απαιτείται να το δούμε ως περιουσιακά στοιχεία και εμπόριο.

Αυτό που διαφαίνεται με την έκθεση είναι ότι επιχειρείται να συρθεί το περιβάλλον και η οικολογία στη λογική της νεοφιλελεύθερης σκέψης της ελεύθερης αγοράς, όταν αυτό που χρειαζόμαστε είναι στην πραγματικότητα το αντίθετο.

Χρειαζόμαστε οικονομικές προσεγγίσεις που ξεκινούν από το να ζούμε εντός των οικολογικών ορίων της Γης, ενώ αναζητούμε απλώς λύσεις για την κάλυψη των αναγκών του ανθρώπινου πληθυσμού. Αλλά, όπως αποδεικνύεται, ο νεοφιλελευθερισμός είναι ύπουλος με τον τρόπο που καθιστά τον εαυτό του εικονικά αόρατο, ενώ η λογική του κυριαρχεί σε σχεδόν κάθε πτυχή της σύγχρονης ζωής.

*Με στοιχεία από Ecologist, Conversation, Guardian

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας