Σα να μην έφτανε η οικονομική κρίση στο όνομα της οποίας επιβλήθηκαν τα μνημόνια και η σκληρή ταξική λιτότητα που έχει καταβυθίσει το βιοτικό επίπεδο της κοινωνικής πλειοψηφίας, ανατρέποντας κατακτήσεις του μαζικού κινήματος δεκαετιών…
Σα να μην έφτανε η σύγχυση και η αμηχανία της αριστεράς που τρία χρόνια τώρα δεν καταφέρνει να συγκροτήσει εναλλακτική πρόταση ανατροπής απ’ τ’ αριστερά που να συγκεντρώνει τη δύναμή της συγκροτώντας αξιόπιστη, δυναμική αριστερή αντιπολίτευση. Με αποτέλεσμα να επικρατήσει σε όλη την αριστερά ο κοινός παρονομαστής της ηττοπάθειας είτε εκφράζεται με την μορφή του σεχταρισμού και την προτεραιότητα της αναπαραγωγής των οργανώσεων είτε εκφράζεται με την ανυπομονησία για την εκλογική επιβίωση μέσα από την (ανεπιτυχή) επιδίωξη μετώπων άνευ ουσιαστικών ιδεολογικοπολιτικών κριτηρίων είτε ακόμη και από τον άκρατο λαϊκισμό.
Σα να μην έφταναν όλ’ αυτά, άρχισαν να πυκνώνουν τα σύννεφα του πολέμου πάνω από το Αιγαίο και την νοτιοανατολική Μεσόγειο. Η «παραδοσιακή» αντιπαράθεση Ελλάδας – Τουρκίας έχει αρχίσει και κλιμακώνεται επικίνδυνα ώστε μετά από πολλά χρόνια να επανέρχεται η απειλή της θερμής, πολεμικής σύγκρουσης.
Θα μπορούσε ενδεχομένως να ισχυριστεί κάποιος ότι είναι πολύ δύσκολο να υπάρξει ένας εκτεταμένος πόλεμος μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας χωρίς μάλιστα να διευρυνθεί επικίνδυνα, διεθνώς. Αφενός όμως η γενική εικόνα των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών διεθνώς καθιστά επισφαλείς τέτοιες εκτιμήσεις, αφετέρου αν ο πόλεμος αποτελεί την μεγαλύτερη καταστροφή για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα ένα μεγάλο μέρος της για το κίνημα και την αριστερά ήδη συντελείται από τον εθνικιστικό παροξυσμό που προηγείται της σύγκρουσης.
Εθνικισμός
Πράγματι, δυστυχώς, η τρέχουσα συγκυρία έχει πάρει μια τροπή που πιέζει τα ταξικά ζητήματα (λιτότητα, ανεργία, εργατικά και λαϊκά δικαιώματα) σε δεύτερη μοίρα καθώς αναδεικνύονται τα λεγόμενα «εθνικά» (μακεδονικό – ελληνοτουρκικά). Η αδυναμία συγκρότησης ισχυρής αριστερής αντιπολίτευσης που να διεκδικεί το πολιτικό κενό (υπέρβαση του ΣΥΡΙΖΑ απ’ τ’ αριστερά – μαζική, μετωπική, αντικαπιταλιστική πολιτική και μεταβατική εναλλακτική πρόταση) κινδυνεύει πλέον να μετατραπεί σε πραγματικό «Βατερλό». Ιδιαίτερα για εκείνες τις απόψεις και επιλογές που επιχειρούν να λύσουν τον πολιτικό / ταξικό γρίφο αντιλαμβανόμενες το ιστορικά δυνατό και «ρεαλιστικό» εκ προοιμίου «εγκλωβισμένο» στο «υπάρχον», δηλαδή αποκλειστικά στο εθνικό επίπεδο και χωρίς να αγγίζουν τον πυρήνα του καπιταλιστικού μονόδρομου μέσα στην κρίση (υπαγωγή των ταξικών ορίων στην δήθεν «αντικειμενική» οικονομία της αγοράς). Το ζήτημα της επικαιρότητας του σοσιαλισμού τίθεται στο επίκεντρο καθώς η απόρριψή του από τις υποθέσεις του στόχου της πολιτικής ανατροπής οδηγεί στην ακύρωση της υπόθεσης είτε με την αποφυγή της πρόκλησης (σεχταρισμός και αποσυσπείρωση) είτε με τη συνεχή διολίσθηση προς τα δεξιά η οποία ενισχύει εν τέλει το σοσιαλφιλελεύθερο ΣΥΡΙΖΑ. Ήδη ο «δρόμος» για μια «πλεύση» προς την ιδεολογικοπολιτική ανυποληψία έχει ανοίξει με την θετική στάση διαφόρων στα εθνικιστικά συλλαλητήρια για το «μακεδονικό».
Η συζήτηση για τα λεγόμενα «εθνικά ζητήματα» είναι χρόνια και διαρκής στην ελληνική αριστερά και πλέρια πικρών εμπειριών. Τα συμπεράσματα, τα επιχειρήματα, οι αναφορές στην θεωρία και οι διάφορες ερμηνείες αναπαράγονται και σήμερα στο γενικό δίπολο της προτεραιότητας είτε του έθνους (πατριωτική αριστερά) είτε της τάξης (διεθνιστική αριστερά). Εντούτοις η συζήτηση που διεξάγεται σήμερα γίνεται σ’ ένα πλαίσιο πραγματικών συσχετισμών, τόσο σε διεθνές όσο και σε εθνικό επίπεδο, ριζικά διαφορετικό από τις πολλές παρελθούσες δεκαετίες που διαμόρφωσαν τα χαρακτηριστικά αυτής της συζήτησης εντός της αριστεράς. Η σοβιετική ένωση (κρατικός καπιταλισμός) και η εξωτερική της πολιτική δεν υφίστανται πια ώστε να συσκοτίζουν τις αντιθέσεις (η σύγχρονη φασίζουσα Ρωσία φυσικά δεν «δίνει γραμμή» στα, στοιχειώδους σοβαρότητας, κόμματα και οργανώσεις της αριστεράς αλλά αντίθετα μετέχει χωρίς προσχήματα στην βαρβαρότητα, σήμερα στην Συρία). Το διεθνές καπιταλιστικό σύστημα βρίσκεται σε μια νέα πολυδιάστατη και διαρκή κρίση που συνεχώς κλιμακώνει τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις την ίδια ώρα που εκφράζεται διεθνώς από τον ίδιο, στρατηγικό, νεοφιλελεύθερο μονόδρομο. Στις μέρες μας, κινήματα αυτοδιάθεσης εμφανίζονται να επιλέγουν τη σύνδεσή τους με τα πλέον ισχυρά ιμπεριαλιστικά κέντρα όπως το κουρδικό, με τη στήριξή του από τις ΗΠΑ, ακυρώνοντας έτσι κάθε αριστερή, ταξική ακόμη και προοδευτική προοπτική χωρίς ωστόσο να προστατεύονται από τους ιμπεριαλιστές, εν προκειμένω απέναντι στην επίθεση του τουρκικού στρατού στο Αφρίν.
Η δυσκολία διατύπωσης αριστερής γραμμής σ’ αυτές τις συνθήκες αποτυπώνεται στην θέση του ΚΚΕ. Ο γραμματέας του διατυπώνει μια καινοφανή διπλή γραμμή όπου συνυπάρχουν η υπεράσπιση της πατρίδας σε ενδεχόμενο πόλεμο (εισβολή) ταυτόχρονα με την πρόθεση της υπονόμευσης και της ανατροπής της εγχώριας άρχουσας τάξης (επανάσταση). Το γεγονός και μόνο ότι το ΚΚΕ πιέζεται (από το σύστημα) να δηλώσει την θέση του στην περίπτωση πολέμου δείχνει τη σοβαρότητα της κατάστασης καθώς και τη δύναμη που υπολογίζει ο ταξικός/ πολιτικός αντίπαλος απ’ τ’ αριστερά. Ταυτόχρονα όμως η πρόκληση αφορά σε όλη την αριστερά, την ΛΑΕ, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ κ.α. Η ίδια η θέση του ΚΚΕ είναι καινοφανής και αντιφατική με βάση την ίδια την ιστορική εμπειρία. Όσο είναι σαφές ότι η ανάπτυξη απελευθερωτικών κινημάτων αυτοδιάθεσης ευνοεί και επιτρέπει, υπό όρους και προϋποθέσεις, την «επέκτασή» τους σε κινήματα ταξικής απελευθέρωσης (αντικαπιταλιστικής ανατροπής), όπως έδειξε για παράδειγμα η εμπειρία της εθνικής αντίστασης άλλο τόσο μια πολεμική, εθνική νίκη δεν ευνοεί τέτοιες εξελίξεις στο κίνημα, στην χώρα που κατισχύει στον πόλεμο, αλλά τις αντίστροφες. Το καθεστώς ισχυροποιείται, οι προλετάριοι που διατέθηκαν να συμμετάσχουν στη σφαγή «ανταμείβονται» (όσο τους αναλογεί ταξικά) στα πλαίσια των ωφελημάτων του νικητή και ο εθνικός «θρίαμβος» υποβιβάζει και αδυνατίζει τον δυναμισμό των ταξικών διεκδικήσεων στο εσωτερικό. Η υπόθεση του συνδυασμού των δύο αντιθετικών τάσεων, της εθνικής νίκης και της ταξικής ανατροπής, την οποία κάνει το ΚΚΕ, επιδιώκει να βολέψει το ταξικό στοιχείο σε μια ιδεολογική κυριαρχία του εθνικού, σε συνθήκες ανόδου του εθνικισμού οι οποίες σαφώς για την αριστερά είναι εχθρικές. Συνεπώς «πατάει σε δύο βάρκες» και άρα είναι έωλη.
Η αλήθεια είναι ότι η σημαντικότερη περίοδος είναι πριν ξεσπάσει ο πόλεμος όπου τίθεται ο στόχος της αποτροπής του καθώς η «κρεατομηχανή» δεν σταματά εύκολα πριν «χορτάσει με το αίμα του προλεταριάτου» αμφότερων των εμπολέμων (βέβαια οι μπολσεβίκοι άφησαν την δική τους παρακαταθήκη, τον Οκτώβρη του ’17, για το πώς αντιμετωπίζεται από την επαναστατική σκοπιά η βαρβαρότητα ακόμη κι όταν βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη).
ΟΧΙ στον πόλεμο
Το «Όχι στον πόλεμο» οικοδομείται πριν αυτός ξεσπάσει! Στέκεται όχι μόνο αποτρεπτικά προς τον πόλεμο αλλά και ως άμεση αντιμετώπιση του εθνικιστικού «σιγαστήρα» κάθε ταξικής / κινηματικής ανάτασης στο εσωτερικό. Στην μάχη των πλειστηριασμών έχει όψιμα προστεθεί η ανάταση στον χώρο της εκπαίδευσης. Το μέλλον αυτών των κινητοποιήσεων βρίσκεται σε θέση ανταγωνιστική προς την άνοδο του εθνικισμού. Είναι αδύνατο να συνδυαστούν π.χ. με προσεγγίσεις τύπου «αντί η κυβέρνηση να στηρίζει τους τραπεζίτες και να παίρνει τα σπίτια των φτωχών να στηρίξει τα γεωτρύπανα των πολυεθνικών και να πάρει τα Ίμια».
Στις τρέχουσες, συγκεκριμένες συνθήκες, η σύγχυση ή/και ο οπορτουνισμός/ λαϊκισμός που παρατηρείται σε εκτεταμένα τμήματα της αριστεράς αναδεικνύει τις ίδιες κρίσιμες αδυναμίες που δυσκολεύουν την αντιπολίτευση στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ απ’ τ’ αριστερά (η επαλήθευση της «σωστής γραμμής» απαιτεί από την αριστερά να μην συμπίπτει με τις τοποθετήσεις της δεξιάς και της ακροδεξιάς). Εξάλλου, στις τρέχουσες συνθήκες είναι φανερό ότι τα παλιά, αντιιμπεριαλιστικά σχήματα δεν ισχύουν. Το ελληνικό κράτος βρίσκεται καταφανώς από την πλευρά των ιμπεριαλιστικών κέντρων, των ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, ΕΕ όσο κι αν αποτελεί αυταπάτη ή/και σκέτη απάτη η άποψη ότι κάτι τέτοιο παρέχει οποιαδήποτε ασφάλεια για τον λαό απέναντι σε ενδεχόμενα πολέμου. Το αντίθετο συμβαίνει. Η κυβέρνηση Τσίπρα υλοποιεί μια πολιτική που είχε προαναγγείλει, διαπραγματευόμενη την γεωπολιτική θέση της χώρας σε αντιστάθμιση της οικονομικής δυσχέρειας. Εκμεταλλεύεται τη δύσκολη συγκυρία για τον τουρκικό καπιταλισμό (οικονομική κρίση, αποσταθεροποίηση στα νότια σύνορά της, κατάρρευση των σχέσεών της με την Δύση, πραξικόπημα κ.λ.π.) η οποία έχει οδηγήσει το, ούτως ή άλλως, αυταρχικό καθεστώς της να συμπεριφέρεται ως «πληγωμένο, επικίνδυνο θηρίο», για να αναλάβει την πρωτοβουλία και να καταστεί ο κατεξοχήν αντιπρόσωπος των δυτικών, ιμπεριαλιστικών συμφερόντων στην περιοχή, συγκροτώντας μαζί με την Κύπρο, την δικτατορία του Σίσι στην Αίγυπτο και το επιθετικό/ ρατσιστικό Ισραήλ, πανίσχυρο άξονα. Υλοποιεί την αστική ατζέντα των εγχώριων καπιταλιστών και μάλιστα με τολμηρό, επιθετικό τρόπο καθώς διεκδικεί για λογαριασμό τους την πιο προνομιακή συμμετοχή στις εξορύξεις υδρογονανθράκων με αποκλεισμό των ανταγωνιστών και γενικότερα την δια της ισχύος πρωτοκαθεδρία στην περιοχή. Πρόκειται για μια πολιτική που σαφώς περιλαμβάνει την πολεμική προετοιμασία όπως εξάλλου φαίνεται από την αγορά των (πανάκριβων) γαλλικών φρεγατών. Προετοιμασία για το ενδεχόμενο πολεμικής αντιπαράθεσης για τα πετρέλαια! Σχεδόν χωρίς προσχήματα!
Ακριβώς γι αυτό (το κοινό αστικό σχέδιο) και η στάση της ΝΔ είναι ελεγχόμενα πλειοδοτική κυρίως στο πεδίο της εθνικιστικής προπαγάνδας, για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας.
Ως εκ τούτου, ένας αριστερός εθνικισμός σήμερα όχι μόνο βρίσκεται εκτός τόπου και χρόνου αλλά φευ, βρίσκεται στα δεξιά της δεξιάς. Να «ανταγωνίζεται» αντικειμενικά τους, ήδη αποθρασυνόμενους, εκ νέου μετά τα εθνικιστικά συλλαλητήρια, φασίστες.
Τώρα είναι η ώρα της συσπείρωσης της ριζοσπαστικής αριστεράς! Με αιχμή το μέτωπο ενάντια στον πόλεμο! Με τοποθέτηση που αποκρούει τους φιλοπόλεμους σχεδιασμούς της άρχουσας τάξης και τους ανταγωνισμούς της με την αντίστοιχη της Γείτονος σε τροχιά πολεμικής αναμέτρησης. Αποκαλύπτοντας το ρόλο της εξωτερικής πολιτικής των Τσίπρα – Κοτζιά που δεν διστάζουν να διακινδυνέψουν την ειρήνη για τα πετρέλαια! Με αριστερή αντεπίθεση σε δεξιά και ακροδεξιά που επιχειρούν να κλιμακώσουν τον εθνικιστικό παροξυσμό στο εύφορο έδαφος της κυβερνητικής πολιτικής, επιθυμώντας τη συντριβή της αριστεράς και των κοινωνικών αντιστάσεων. Με ενίσχυση των κινηματικών μετώπων συνδυάζοντας την απόρριψη της λιτότητας και των μνημονίων με την αντιπολεμική, αντιεθνικιστική θέση.
Η πρόκληση αφορά τόσο στο ΚΚΕ όσο και στη ΛΑΕ και στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ καθώς όμως και σε πολλές άλλες μικρότερες συλλογικότητες, ομάδες και άτομα. Η κλιμάκωση του εθνικισμού και του κινδύνου πολέμου αποτελεί «Λυδία λίθο» για κάθε χώρο που ομνύει στην αριστερά. Ακόμη και για τον κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ. Αν το κενό στ’ αριστερά διευρυνθεί και βρει ικανό πολιτικό εκφραστή ή, αντίθετα, συρρικνωθεί υπό τον επελαύνοντα εθνικισμό δεν έχει ακόμη κριθεί. Αποτελεί ωστόσο την πιο κρίσιμη καμπή της περιόδου και μια πρόκληση για την αριστερά και το κίνημα με μακροχρόνιες συνέπειες.
*Πηγή: rproject.gr
Το κείμενο δημιουργεί σύγχιση πάνω σ’ ένα θέμα,που έχει νομίζω,ξεκαθαριστεί,για όσους τουλάχιστον θέλουν να το έχουν ξεκάθαρο.Οι κομμουνιστές πρέπει να προασπίζουν το δίκιο ττης εργατικής τάξης κ του λαού,τόσο απέναντι στην αστική τάξη,όσο κ ενάντια σε ξένη επιβουλή,όχι σαν ουρά της αστικής τάξης,αλλά με αυτόνομη ιδεολογική,πολιτική (μέχρι κ στρατιωτική) οργανωτική συγκρότηση.Πολλά λέγονται για τον πόλεμο του ’40 κ το ΕΑΜ,αλλά δυο είναι,νομίζω,οι περισσότερο αποδεχτές απόψεις:α) η συμμετοχή του ΚΚΕ στον πόλεμο το καταξίωσε στο λαό κ έβαλε τη βάση της αντίστασης.β) η συμμετοχή αυτή δεν έπρεπε να ήταν “χωρίς καμιά επιφύλαξη” στον πόλεμο του Μεταξά κ κάτω από τη σημαία της αστικής τάξης.Τι λέει ο συντάκτης; Ότι σε περίπτωση ξένης εισβολής οι κομμουνιστές πρέπει να δέσουν σταυρό τα χέρια,για να γίνει κατοχή,ώστε μετά να συγκροτήσουν απελευθερωτικό κίνημα,που θα φέρει κ ταξική απελευθέρωση(!). Μα αν η εχθρική εισβολή ευνοεί μια φορά την τάση ταξικής συνεργασίας,η κατοχή την ευνοεί δέκα!Αντίθετα,η εθνική νίκη ενάντια σε ξένη εισβολή,ασφαλώς κ μπορεί να οδηγήσει σε ταξική απελευθέρωση,όταν καθοδηγείται από τους κομμουνιστές.Το απέδειξε ο Μάο Τσε Τουγκ.
Όσον αφορά στον πόλεμο: “Όχι στον εθνικιστικό σιγαστήρα της ταξικής ανάτασης”.Σωστό! Αλλά αυτό δε σημαίνει,πως η εργατική τάξη κ ο λαός αδιαφορούν κ δεν έχουν λόγο στα έθνικά ζητήματα.Οι απαντήσεις του λαϊκού κινήματος στο εθνικό είναι βέβαια άλλες,απ’ αυτές της αστικής τάξης.Το παράδειγμα που δίνεται εδώ με τα Ίμια είναι σε λογική ταξικής συνεργασίας κ δεν έχει καμιά σχέση με τα συμφέροντα, τις αξίες κ τα ιδανικά του λαϊκού κινήματος.Κάνω την εξής υπόθεση εργασίας:Αν η Ελλάδα ήταν σήμερα μια σοσιαλιστική,αντιιμπεριαλιστική χώρα,θα απέφευγε κακόβουλες ενέργειες από ιμπεριαλιστές κ περιφερειακούς επιθετιστές; Σε τι πειράζει πχ η Βενεζουέλα; Η Κούβα; κλπ.Γενικά όσο πιο σωστός είσαι,τόσο κ σε μεγαλύτερο βαθμό γίνεσαι εμπόδιο στα άθλοια συμφέροντα.Και βέβαια είμαστε ενάντια στον πόλεμο.Αλλά οι αντιπολεμικές κινητοποιήσεις δεν μπορούν να τον αποτρέψουν,όταν οι αντιθέσεις δε διευθετούνται με ειρηνικό τρόπο,καθώς απαιτούν εκτόνωση.Αυτό που μπορούν να προσφέρουν οι αντιπολεμικές διαδηλώσεις,είναι ο σωστός προσανατολισμός του λαού,το ξεκαθάρισμα των εχθρών κ των φίλων,τα σωστά αιτήματα κ στόχοι,ο διαχωρισμός του δίκαιου από τον άδικο πόλεμο.