Το ανιαρό θέατρο της διαπραγμάτευσης οδηγεί σε νέο πακέτο μέτρων
“Κρίσιμη συνεδρίαση του Eurogroup”. “Οι κόκκινες γραμμές της κυβέρνησης”. “Πολιτική λύση θέλει ο Τσίπρας”. “Σενάρια πρόωρων εκλογών”. Οποιοσδήποτε αρχισυντάκτης εφημερίδας ή δελτίου ειδήσεων με στοιχειώδη επαγγελματισμό θα έπρεπε να περιλάβει αυτές τις φράσεις στον κατάλογο των τίτλων που απαγορεύεται αυστηρά να χρησιμοποιούνται, καθώς προκαλούν αφόρητη ανία ή και αγανάκτηση στο κοινό. Ακούγοντας για νιοστή φορά, αυτές τις μέρες, τούτες τις στερεότυπες φράσεις, οι καθημαγμένοι από τα Μνημόνια εργαζόμενοι, συνταξιούχοι και άνεργοι νοιώθουν ότι τους βάζουν να παρακολουθήσουν άλλη μια φορά την ίδια φαρσοκωμωδία που έχει παιχτεί άπειρες φορές τα έξι τελευταία χρόνια, με διαφορετικούς κάθε φορά πρωταγωνιστές, αλλά με την ίδια, τραγική κατάληξη για τα δικά τους συμφέροντα και το μέλλον της χώρας τους.
Εν όψει της προσεχούς συνεδρίασης του Eurogroup, της 5ης Δεκεμβρίου, η κυβέρνηση καλλιεργεί την εικόνα μιας “σκληρής μάχης” στα επίμαχα ζητήματα του εργασιακού, του χρέους και των πλεονασμάτων. Η ίδια σερβίρει σενάρια περί πρόωρων εκλογών σε περίπτωση που το ΔΝΤ και ο Σόιμπλε τα βρουν στον χειρότερο, για την Ελλάδα, κοινό παρονομαστή των αξιώσεών τους (εξωφρενικά πλεονάσματα της τάξης του 3,5% στον αιώνα τον άπαντα, όπως θέλει ο Σόιμπλε και νέα δυσβάσταχτα μέτρα, ουσιαστικά τέταρτο Μνημόνιο, το 2019-22, για να ικανοποιηθεί το ΔΝΤ). Η εκλογολογία ενισχύθηκε με τη θεατρική παρουσία του Αλέξη Τσίπρα στην κηδεία του Φιντέλ Κάστρο, στην Αβάνα, η οποία ερμηνεύθηκε και ως προσπάθεια συσπείρωσης του κομματικού ΣΥΡΙΖΑ εν όψει ενδεχόμενης εκλογικής αναμέτρησης.
Πώς είναι δυνατόν ένας πρωθυπουργός, που πέρασε ο ίδιος τη θηλειά της μνημονιακής συνθηκολόγησης στο λαιμό του, να πιστεύει ότι μπορεί να “πιέσει” τους κυρίαρχους του παιχνιδιού, “απειλώντας” ότι θα κλωτσήσει το σκαμνί κάτω από τα πόδια του; Του διαφεύγει, άραγε, ότι το ίδιο επιχείρησαν, στον καιρό τους, και ο Γιώργος Παπανδρέου και ο Αντώνης Σαμαράς, υπολογίζοντας ότι οι εταίροι τους δεν θα διακινδύνευαν μια πολιτική αναταραχή στην Ελλάδα αν δεν έκλειναν οι τότε αξιολογήσεις; Δεν διδάχθηκε τίποτα από τη μοίρα των προκατόχων του;
Ενδεχομένως, ο Αλέξης Τσίπρας θεωρεί ότι η σημερινή ευρωπαϊκή συγκυρία τον ευνοεί. Το Brexit, η αβέβαιη μετάβαση από τον Ομπάμα στον Τραμπ, η κρίση στις σχέσεις ΕΕ- Τουρκίας, το προσυφγικό και οι προγραμματισμένες για τους επόμενους μήνες εκλογές σε Ολλανδία και Γαλλία, όπου η αντιευρωπαϊκή Ακροδεξιά είναι υπολογίσιμη δύναμη, θέτουν ήδη μεγάλα διλήμματα στους κυρίαρχους της ΕΕ, έτσι που η επαναφορά του ελληνικού προβλήματος στο προσκήνιο θα ήταν το τελευταίο πράγμα που θα επιθυμούσαν. Ενδόμυχα, ο Έλληνας πρωθυπουργός θα ευχόταν, ίσως, να επικρατήσει το ΟΧΙ στο ιταλικό δημοψήφισμα της Κυριακής, έτσι ώστε η πολιτική κρίση που θα ξεσπάσει στην Ιταλία και η ακόμη σοβαρότερη φυγή κεφαλαίων από τις ήδη εξαιρετικά ευάλωτες ιταλικές τράπεζες να ευνοήσουν το κλείσιμο του ελάσσονος ελληνικού προβλήματος με πολιτικά υποφερτούς, για την κυβέρνησή του, όρους.
Τίποτα δεν δείχνει ότι οι ευσεβείς πόθοι της ελληνικής κυβέρνησης έχουν πιθανότητα να δικαιωθούν. Η κυβέρνηση Μέρκελ, που μπαίνει κι αυτή σε προεκλογική χρονιά αντιμετωπίζοντας την πίεση μιας ανερχόμενης, αντιευρωπαϊκής Δεξιάς, δεν εννοεί να κάνει παραχωρήσεις, σε αυτή τη συγκυρία, στην Ελλάδα, που θα έδειχναν ότι αρχίζει να ξηλώνεται το πουλόβερ της σκληρής δημοσιονομικής πειθαρχίας και θα άνοιγαν την όρεξη στην Ιταλία- το δημόσιο χρέος της οποίας φτάνει το αστρονομικό ύψος των 2,2 τρισ ευρώ (133% του ΑΕΠ). Αντίθετα, η συνεχιζόμενη, παραδειγματική τιμωρία της Ελλάδας είναι αναγκαία, από τη σκοπιά του Βερολίνου, για την “πειθάρχηση” και των υπολοίπων εταίρων.
Ενδεχομένως, η Γερμανία θα μπορούσε να μπει σε μια διαπραμάτευση με τη Γαλλία για την αρχιτεκτονική της ευρωζώνης, που αντιμετωπίζει πλέον υπαρξιακά προβλήματα, αλλά μόνο μετά τις εκλογές στις δύο χώρες. Προς αυτή την κατεύθυνση προσανατολίζεται ο επικρατέστερος, με τα σημερινά δεδομένα, υποψήφιος πρόεδρος της Γαλλίας, Φρανσουά Φιγιόν. Η κεντρική του ιδέα είναι να εφαρμόσει μια Θατσερική “θεραπεία σοκ” για την αναστύλωση της γαλλικής ανταγωνιστικότητας με δραστική αποδόμηση του κοινωνικού κράτους, κάτι που θα εκτιμηθεί δεόντως από το Βερολίνο, με αντάλλαγμα μια πιο επεκτατική πολιτική της Γερμανίας, που θα μειώσει τα πλεονάσματά της σε βάρος των εταίρων της και μια πολιτική διεύθυνση του ευρώ και της ΕΚΤ. Ακόμη κι αν το Βερολίνο μπει σε μια τέτοια διαπραγμάτευση (ένα πολύ μεγάλο “αν” με τα σημερινά δεδομένα) το αντίτιμο θα είναι ένας νέος γύρος ακραία αντιδραστικών μέτρων για τους λαούς της ευρωζώνης.
Για τον ελληνικό λαό, αυτός ο γύρος θα αρχίσει, απ’ ό,τι φαίνεται, πολύ γρήγορα. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, η κυβέρνηση Τσίπρα είναι έτοιμη να τα δώσει όλα για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης, συμπεριλαμβανομένων των ομαδικών απολύσεων και του ενταφιασμού των συλλογικών συμβάσεων, αρκεί μόνο να μην υποχρεωθεί να ψηφίσει από τώρα τα συγκεκριμένα, πρόσθετα μέτρα, δηλαδή το τέταρτο Μνημόνιο, για την περίοδο 2019-2022. Ανοιχτό παραμένει και το ενδεχόμενο να δεχθεί ακραίες απαιτήσεις του ΔΝΤ για περαιτέρω ακρωτηριασμό των συντάξεων και μείωση του αφορολόγητου. Σε κάθε περίπτωση, η προδιαγεγραμμένη, στις αδρές γραμμές της, έκβαση της “διαπραγμάτευσης” όχι μόνο θα επιταχύνει τη φθορά της κυβέρνησης Τσίπρα (κάτι που ενδιαφέρει ολοένα και λιγότερους Έλληνες) αλλά και θα βυθίσει ακόμη περισσότερο την ελληνική οικονομία στην άβυσσο της ύφεσης, από την οποία δεν μπορεί να δραπετεύσει αν δεν απελευθερωθεί, επιτέλους, από τα δεσμά του χρέους και της ευρωζώνης.
Άρης Θαλασσινός