Μόνο αρνητικές εξελίξεις έχει να περιμένει η Αθήνα από την ανακοίνωση του Ταγίπ Ερντογάν για προκήρυξη πρόωρων εκλογών στην Τουρκία στις 24 Ιουνίου.
Σε αντιδιαστολή με αναγνώσεις των εξελίξεων που τις αποκωδικοποιούν ως το τέλος των κλιμακούμενων τουρκικών προκλήσεων σε βάρος της Ελλάδας, η διενέργεια των εκλογών θα οπλίσει τον Ταγίπ Ερντογάν ενάμισι χρόνο νωρίτερα με όλες εκείνες τις υπερεξουσίες που ζήτησε και πήρε, βοηθούσης φυσικά και της εκτεταμένης νοθείας, με το δημοψήφισμα τον Απρίλιο του 2017. Αιτίες υπήρχαν πολλές για να μην περιμένει μέχρι το Νοέμβριο του 2019, οπότε ήταν προγραμματισμένη η προσφυγή στις κάλπες, ο Ερντογάν, μία ωστόσο είναι η σημαντικότερη κατά την άποψή μας: Η ενδυνάμωση του με όλες εκείνες τις αρμοδιότητες που θα του λύσουν τα χέρια ώστε η κατάσταση έκτακτης ανάγκης να μην ανανεώνεται στο εξής κάθε τρεις και λίγο όπως συμβαίνει από τον Ιούλιο του 2016, αλλά να παγιωθεί αποκτώντας μόνιμο και οργανικό χαρακτήρα. Ζητούμενο φυσικά για τον Ερντογάν δεν είναι τίποτε άλλο, ειδικά μετά την απρόσμενη νίκη στο Αφρίν, από την εξόντωση των ορκισμένων εχθρών του, των Γκιουλενιστών. Σε αυτό το σκοπό, που έχει λάβει χαρακτήρα ζωής και θανάτου για τους τούρκους Ισλαμιστές, υποτάσσεται κάθε πολιτική του πρωτοβουλία, εντός κι εκτός συνόρων. Κατά συνέπεια, η καταστολή στο εσωτερικό της χώρας που μέχρι στιγμής έχει οδηγήσει σε 150.000 προσαγωγές και 78.000 συλλήψεις θα ενταθεί στο έπακρο, παρασέρνοντας Κούρδους, αριστερούς, φιλειρηνιστές κι όποιον διαφωνεί με την πολιτική του.
Η ανυπομονησία του τούρκου ηγέτη να ενεργοποιήσει τις νέες προεδρικές αρμοδιότητες (που για να είμαστε ειλικρινείς δε απέχουν σημαντικά από τις εξουσίες πολλών προέδρων άλλων δυτικοευρωπαϊκών δημοκρατιών) είναι τέτοια ώστε δεν μπορούσε να περιμένει καν την ημερομηνία της 26ης Αυγούστου την οποία πρότεινε ο ηγέτης των Γκρίζων Λύκων, που για την περίσταση μεταμορφώθηκε σε γκρίζο λαγό, ώστε οι εκλογές να συμπέσουν με τη μάχη του Ματζικέρ, όταν οι Σελτζούκοι συνέτριψαν το στρατό της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Το εξπρές του μεσονυκτίου δεν μπορεί να περιμένει…
Κι ούτε πιθανά να χρειαζόταν κι άλλες ενέσεις μεγαλοτουρκικού ιδεασμού το εκλογικό σώμα της γείτονος, που πρέπει να έχει πάρει τη μορφή συλλογικής ψύχωσης μετά τις εξελίξεις στο Αφρίν όταν η παράδοση της επαρχίας από τους Κούρδους στην Τουρκία, (μένοντας να αποδειχθεί κατά πόσο έγινε μετά από υπόδειξη των Αμερικάνων και στο πλαίσιο μιας συμφωνίας με άγνωστα ανταλλάγματα) χάρισε στον Ερντογάν έναν ανέλπιστο θρίαμβο. Που πολύ σύντομα θα πυροδοτήσει νέα επιθετικότητα κατά των Κούρδων στην ανατολική Συρία, με ορατό πια κίνδυνο η Τουρκία να επιτύχει εντός του 2018 μια στρατηγική νίκη επί των Κούρδων σε όλη τη γραμμή του μετώπου. Ο Ερτογάν επομένως θα «πουλήσει» και μάλιστα στους ψηφοφόρους του την τεράστιας συμβολικής σημασίας εκθεμελίωση του αγάλματος του κούρδου επαναστάτη σιδερά Κάουα από το κέντρο της Αφρίν ως κάτι που δεν πέτυχαν ούτε οι Κεμαλιστές την εποχή της παντοκρατορίας τους.
Σημαντικότατο ρόλο στην απόφαση του να προκηρύξει πρόωρες εκλογές διαδραμάτισαν κι οι εξελίξεις στην τουρκική οικονομία, που όσο κι αν είναι ένας συγκερασμός δομικών εξελίξεων από τη μια και αυθαίρετων πολιτικών αποφάσεων που δοκιμάζουν τις αντοχές του συστήματος αμφισβητώντας τη μηχανική του από την άλλη, είναι σε ένα βαθμό υποκινούμενες κι από το εξωτερικό. Χαρακτηριστικό κι όχι μοναδικό περιστατικό είναι η υποβάθμιση της αξιολόγησης του δημοσίου χρέους στις 8 Μαρτίου από την Moody’s κατά μία μονάδα όταν αυτό παραμένει σε επίπεδα που θα ζήλευαν όλες οι ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, στο 53,3% του ΑΕΠ, έστω κι αν αυξήθηκε από το 2016 (όταν ήταν 47,4%) κατά 6 σχεδόν ποσοστιαίες μονάδες.
Σημάδια ανησυχίας ωστόσο στην Τουρκική οικονομία όχι μόνο υπάρχουν αλλά και πληθύνονται το τελευταίο διάστημα. Κορυφή του παγόβουνου είναι η πτώση της συναλλαγματικής ισοτιμίας της τουρκικής λίρας κατά 12% από την αρχή του έτους, η αύξηση του πληθωρισμού στο 11% και, το πιο ανησυχητικό, είναι ένα διαρκώς αυξανόμενο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που από 3,8% το 2016 έφθασε στο 5,6% του ΑΕΠ το 2017. Στη βάση αυτού του εκτροχιασμού βρίσκονται οι εντολές του Ερντογάν προς την κεντρική τράπεζα να διατηρεί τα επιτόκια χαμηλά, έτσι ώστε να βοηθούν στην επέκταση της οικονομίας, μέσω φθηνών δανειοδοτήσεων. Λίγο – πολύ ότι κάνουν σε ΗΠΑ κι Ευρώπη οι κεντρικές τους τράπεζες. Εκεί όμως υπάρχει μια μεγάλη διαφορά: η οικονομία βρίσκεται σε άλλη φάση του οικονομικού κύκλου. Ο Ερντογάν αν δε θέλει η τουρκική οικονομία σε λίγους μήνες να βρεθεί στον πολύ γνωστό της φαύλο κύκλο υπερπληθωρισμού – ραγδαίας υποτίμησης του εθνικού της νομίσματος, που οδηγεί στο εξ ίσου καλά γνώριμο της ΔΝΤ πρέπει άμεσα να επιβάλει περιοριστικά μέτρα στην οικονομία. Να μαζέψει δηλαδή τη φούσκα μιας εικονικής ανάπτυξης πριν αυτή σπάσει και τότε οδηγηθεί σε συμβιβασμούς και ταπεινωτικές υποχωρήσεις απέναντι στους Αμερικάνους για να αποφύγει την κατάρρευση και τη χρεοκοπία της οικονομίας του. Υπό το βάρος αυτών των εξελίξεων προσφεύγει σε πρόωρες εκλογές ώστε την επομένη κιόλας να αναγγείλει μέτρα λιτότητας στο εσωτερικό, που γνωρίζει ότι θα σημάνουν το πρόωρο τέλος του ιδιότυπου ισλαμικού συμβολαίου όχι μόνο με μεσαία, αλλά και με λαϊκά στρώματα τα οποία ωφελήθηκαν από την ταχεία και απρόσκοπτη ανάπτυξη της οικονομίας την τελευταία δεκαετία, με μοναδική εξαίρεση το 2009 όταν συρρικνώθηκε κατά 4,7% για να ακολουθήσει μια άνοδο το 2010 κατά 8,5%. Τα παραμύθια όμως κάποτε τελειώνουν και καλύτερα είναι τότε να μην επίκεινται εκλογές…
Πηγή: Εφημερίδα Νέα Σελίδα