Απόφαση που, όμοιά της δεν πρέπει να έχει ξαναϋπάρξει στα παγκόσμια δικαστικά χρονικά, έλαβε το Αθλητικό Διαιτητικό Δικαστήριο (CAS), το οποίο εδρεύει κανονικά στην Λωζάννη της Ελβετίας, αλλά λόγω της διεξαγωγής των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων στην πόλη Pyeongchang της Νότιας Κορέας έχει προσωρινά μεταφέρει τις δραστηριότητές του εκεί.
Το CAS, λοιπόν, έκανε γνωστό το πρωί της Παρασκευής (9/2) ότι απέρριψε τις προσφυγές των 47 Ρώσων αθλητών/-τριών και προπονητών για την συμμετοχή τους στους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες της Pyeongchang, που αρχίζουν επίσημα την ίδια μέρα, με την τελετή έναρξης.
Οι Ρώσοι είχαν προχωρήσει σε προσφυγή, ενάντια στον αποκλεισμό τους από τους Αγώνες από τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή (ΔΟΕ) λόγω του φερόμενου «σκανδάλου ντόπινγκ», που προέκυψε μετά τους Αγώνες του Σότσι του 2014, για το οποίο τόσο η ΔΟΕ, όσο και η WADA (Διεθνής Ένωση κατά του Ντόπινγκ) δεν έχουν παρουσιάσει μέχρι σήμερα επαρκή στοιχεία που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς τους.
Να σημειώσουμε, ότι από τις 500, περίπου, αιτήσεις της Ρωσικής Ολυμπιακής Επιτροπής για συμμετοχή αθλητών και αθλητριών από την χώρα στους τρέχοντες Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες, ικανοποιήθηκαν μόλις οι 168. Από τον κατάλογο των αθλητών που τους δόθηκε το δικαίωμα συμμετοχής στους Αγώνες της Pyeongchang απουσιάζουν τα περισσότερα από τα ονόματα των πλέον ανταγωνιστικών αθλητών και αθλητριών από την Ρωσία, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται Ολυμπιονίκες, πρωταθλητές Κόσμου και Ευρώπης και κάτοχοι μεταλλίων στις ίδιες διοργανώσεις. Παρά το γεγονός, ότι κανένας από τους αθλητές και τις αθλήτριες που δηλώθηκαν αρχικά από την Ρωσική Ολυμπιακή Επιτροπή δεν είχε συλληφθεί ποτέ ντοπαρισμένος/-η, η ΔΟΕ και η WADA, χωρίς καμία επαρκή στοιχειοθέτηση και αιτιολογία, τους «έκοψε» από τους Αγώνες! Επιπλέον, οι αθλητές και αθλήτριες από την Ρωσία στερήθηκαν τη δυνατότητα να εκπροσωπήσουν επίσημα την πατρίδα τους, υποχρεούμενοι να κατεβούν στους Αγώνες με τα χρώματα της ΔΟΕ, τους απαγορεύτηκε οποιαδήποτε χρήση της ρωσικής σημαίας (!), ενώ σε περίπτωση νίκης σε κάποιο αγώνισμα, αντί για τον εθνικό ύμνο της Ρωσίας θα ακούγεται ο ολυμπιακός ύμνος (!).
Στην περίπτωση των 47 αθλητών/-τριών και προπονητών που αναφέραμε είχαμε δύο ξεχωριστές ομάδες, που έκαναν αντίστοιχες προσφυγές στο CAS κατά των αποφάσεων της ΔΟΕ και της WADA: Η πρώτη ομάδα, αποτελούμενη από 32 αθλητές/-τριες διαφόρων αθλημάτων, από το μπόμπσλεϊ και την παγοδρομία ταχύτητας, έως το χόκεϊ και τις χιονοδρομίες αντοχής, έκανε προσφυγή επειδή, παρά το γεγονός ότι κανένας από τους ενάγοντες δεν είχε συλληφθεί ποτέ ντοπαρισμένος, τους στερήθηκε η συμμετοχή στους αγώνες χωρίς καμία αιτιολογία. Η δεύτερη ομάδα, αποτελούμενη από 13 αθλητές/-τριες και 2 προπονητές, ήταν μεταξύ των 28 Ρώσων/-ίδων αθλητών/-τριών και προπονητών που την 1η Φεβρουαρίου το ίδιο το CAS αναίρεσε την απόφαση της ΔΟΕ και της WADA για εφ’ όρου ζωής αποκλεισμό τους από τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Οι υπόλοιποι/-ες 13 αθλητές/-τριες έχουν αποχωρήσει ήδη από την ενεργό δράση. Όσοι/-ες όμως εξακολουθούν να είναι ενεργοί/-ές αθλητές/-τριες έκαναν προσφυγή στο CAS με στόχο να κερδίσουν το δικαίωμα συμμετοχής τους στους τρέχοντες Ολυμπιακούς Αγώνες.
Η απόφαση του CAS, αν και εν πολλοίς αναμενόμενη από την ρωσική πλευρά, δεν παύει να προκαλεί σοκ ως προς το σκεπτικό της: το Αθλητικό Δικαστήριο διατυπώνει σαφώς την θέση, ότι οι ενάγοντες/-ουσες αθλητές/-τριες είναι απολύτως καθαροί/-ές και δεν έχουν καμία σχέση με το ντόπινγκ, από την άλλη πλευρά όμως τους καταδικάζει αθλητικά και τους στερεί την δυνατότητα να συναγωνιστούν με τους/τις δυνατότερους/-ες αθλητές/-τριες από τον υπόλοιπο κόσμο.
Η απόφαση αυτή δημιουργεί ένα άνευ προηγουμένου δεδικασμένο, όπου τα «δύο μέτρα και δύο σταθμά» στην αντιμετώπιση αθλητών/-τριών από διάφορες χώρες γίνεται, ουσιαστικά, καθεστώς. Δημιουργείται, στην πραγματικότητα, ένα είδος «αθλητικού apartheid», όπου οι αθλητές/-τριες από συγκεκριμένες χώρες αντιμετωπίζονται αρνητικά όχι επειδή έκαναν κάτι κακό, αλλά επειδή έτυχε να εκπροσωπούν κάποια συγκεκριμένη χώρα, «μη αρεστή» στις ηγεσίες της ΔΟΕ και της WADA, αλλά και στις Ολυμπιακές Επιτροπές κάποιων συγκεκριμένων χωρών.
Η ρωσική πλευρά, αμέσως μετά την ανακοίνωση της απόφασης του CAS, έκανε λόγο για απόφαση που λήφθηκε «υπό πίεση». Αρκετοί Ρώσοι αξιωματούχοι, επώνυμα ή ανώνυμα, έχουν εκφράσει την άποψη ότι η απόφαση του CAS υπαγορεύθηκε από τις απειλές που εκτόξευσαν εναντίον της πρωτόδικης απόφασης, που δικαίωνε τους/τις Ρώσους/-ίδες αθλητές/-τριες, τόσο ο πρόεδρος της ΔΟΕ Thomas Bach, όσο και τα στελέχη της WADA, προεξάρχοντος του κυρίου Richard McLaren, του ανθρώπου δηλαδή που είχε αναλάβει την παρουσίαση έκθεσης γύρω από το φερόμενο ως «κρατικό πρόγραμμα της Ρωσίας στήριξης του ντόπινγκ». Η έκθεση του κυρίου McLaren βρίθει αντιφάσεων και περιέχει ελλιπέστατα στοιχεία, τα οποία επ’ ουδενί δεν απέδειξαν την ανάμιξη του ρωσικού κράτους σε οποιοδήποτε πρόγραμμα συστηματικού ντοπαρίσματος Ρώσων/-ίδων αθλητών/-τριών. Παρόλα αυτά, η έκθεση αυτή έχει ληφθεί ως «οδηγός», ώστε να διώκονται σε κάθε τους βήμα οι αθλητικοί εκπρόσωποι της Ρωσίας, αθλητές/-τριες, προπονητές/-τριες και διοικητικά στελέχη. Μία από τις «κορωνίδες» σε μια σειρά τέτοιων αποφάσεων ήταν και ο δια βίου αποκλεισμός από κάθε δραστηριότητα γύρω από τον αθλητισμό του πρώην προέδρου της Ρωσικής Ολυμπιακής Επιτροπής και νυν ενός εκ των αντιπροέδρων της ρωσικής κυβέρνησης Βιτάλι Μουτκό, όπως και σειράς άλλων κρατικών αξιωματούχων της Ρωσίας.
Η υπόθεση περί δήθεν «συστηματικού ντόπινγκ» των αθλητών/-τριών από την Ρωσία με «κρατική βοήθεια» προέκυψε μετά από τις ανυπόστατες, κατά τα φαινόμενα, καταγγελίες ενός πρώην στελέχους του ρωσικού τμήματος καταπολέμησης του ντόπινγκ, του Γκριγκόρι Ρόντσενκοβ, διευθυντή επί 9 χρόνια (2006-2015) του κρατικού εργαστηρίου αντιντόπινγκ της Μόσχας. Ο Ρόντσενκοβ κατηγορήθηκε αρχικά από την WADA ότι τον Σεπτέμβριο του 2015 κατέστρεψε σκόπιμα πάνω από 1000 δείγματα ούρων Ρώσων/-ίδων αθλητών/-τριών. Ο ίδιος αρνήθηκε τις κατηγορίες, δηλώνοντας τότε ότι τα δείγματα αυτά ήταν ληγμένα και καταστράφηκαν βάσει σχεδιασμού, ωστόσο 2 μήνες αργότερα παραιτήθηκε από την θέση του, ενώ τον Φεβρουάριο του 2016, προφασιζόμενος κίνδυνο για την ζωή του, διέφυγε στις ΗΠΑ και έγινε «whistleblower» (προστατευόμενος μάρτυρας) της WADA και, κατ’ επέκταση της ΔΟΕ για τη συγκεκριμένη υπόθεση. Ο Ρόντσενκοβ, κατά τα λοιπά σημαντικός επιστήμονας στον χώρο της Χημείας και της Βιολογίας, στα μάτια των ρωσικών Αρχών, αλλά και της συντριπτικής πλειονότητας των Ρώσων πολιτών, έχει γίνει «κόκκινο πανί» και φαντάζει ως προδότης της πατρίδας του, αφού εξαιτίας των «καταγγελιών» του υποφέρουν, τη δεδομένη χρονική περίοδο, αθλητές και αθλήτριες που ουδέποτε είχαν σχέση με το ντόπινγκ, κάτι που έχει αποδειχθεί από τα δεκάδες αντιντόπινγκ τεστ που έχουν περάσει όλο αυτό το χρονικό διάστημα, ακόμη και σε στιγμές που θα έπρεπε να βρίσκονται είτε για ύπνο, είτε για προπόνηση!
Η απόφαση του CAS, μαζί με όλες τις αποφάσεις της ΔΟΕ και της WADA κατά Ρώσων/-ίδων αθλητών/-τριών, προπονητών/-τριών και αξιωματούχων του αθλητισμού, γίνεται φανερό ότι υπαγορεύονται από δύο ειδών σκοπιμότητες, που διαπλέκονται μεταξύ τους και παράγουν ένα εξοργιστικό τελικό αποτέλεσμα: αφενός σκοπιμότητες πολιτικές, που έχουν να κάνουν με τη γενικότερη πολιτική «κυρώσεων» που ακολουθούν διάφορες χώρες, ειδικά της «καθ’ ημάς» Δύσης, εναντίον της Ρωσίας, αφετέρου σκοπιμότητες αθλητικές, που υπαγορεύονται από την διάθεση των Ολυμπιακών Επιτροπών και των αθλητικών Ομοσπονδιών διαφόρων χωρών, που θα ήθελαν πάρα πολύ να δουν ίσως τον κυριότερο αντίπαλό τους στην κατάκτηση μεταλλίων να βγαίνει, ουσιαστικά εκτός μάχης.
Το βέβαιο είναι, μετά από όλες αυτές τις εξελίξεις, ότι ο σύγχρονος αθλητισμός μετατρέπεται κατά περίπτωση (χωρίς αυτό να έχει γίνει, πάντως, συνολική κατάσταση) σε εργαλείο άσκησης πολλαπλών πιέσεων, συμπεριλαμβανομένων και των πολιτικών, εναντίον συγκεκριμένων χωρών. Και, ασφαλώς, αυτό το πνεύμα δεν έχει καμία, μα καμία σχέση ούτε με το «αρχαίο πνεύμα αθάνατο» που περιγράφει στον ολυμπιακό ύμνο του ο Κωστής Παλαμάς, ούτε με το σύνθημα: «Ω! Αθλητισμέ, είσαι ειρήνη!», που ήταν το βασικό «μότο» των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, τουλάχιστον μετά την λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
*Ο Βασίλης Μακρίδης είναι δημοσιογράφος και μεταφραστής της ρωσικής γλώσσας, απόφοιτος του Κρατικού Πανεπιστημίου του Ροστόβ-να-Ντονού (νυν Νότιο Περιφερειακό Πανεπιστήμιο της Ρωσίας), μέλος του Τμήματος Εξωτερικής Πολιτικής της ΛΑ.Ε.