Πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ έως '22 σημαίνει αύξηση 3,5 δισ. εμμέσων φόρων και 3 δισ. άμεσων!

2100
κοινωνικές δαπάνες

Πενταετία: Η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% προϋποθέτει αύξηση των φορολογικών εσόδων και άνοδο της κατανάλωσης

Ακόμα μεγαλύτερη φορολεηλασία του ελληνικού λαού προϋποθέτει η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022, πράγμα πρακτικά αδύνατον. Και αυτό διότι μια υπεραύξηση των φόρων, θα επιφέρει ύφεση και στασιμότητα στην οικονομία. Εκτός και αν το 3,5% του ΑΕΠ πρωτογενές πλεόνασμα στο προϋπολογισμό, επιδιώκεται με κατάρρευση της οικονομίας και του ΑΕΠ.

Αύξηση της απόδοσης των έμμεσων φόρων κατά τουλάχιστον 3,5 δισ. ευρώ ετησίως σε σχέση με τα σημερινά δεδομένα προϋποθέτει η εκπλήρωση του βασικού δημοσιονομικού στόχου για επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% μέχρι και το 2022.
Η συγκεκριμένη δημοσιονομική επίδοση θα πρέπει να στηριχτεί τόσο στην επιπλέον απόδοση των εισπρακτικών μέτρων που ενεργοποιήθηκαν από τις αρχές του χρόνου -εκκρεμεί και η επιβολή του ειδικού τέλους στις διανυκτερεύσεις των ξενοδοχείων από το 2018 που επίσης συγκαταλέγεται στους έμμεσους φόρους- όσο και στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης από την οποία εξαρτώνται ουσιαστικά οι έμμεσοι φόροι.
Πρόκειται για στόχο υψηλού ρίσκου, καθώς η επίτευξή του προϋποθέτει ότι οι Έλληνες καταναλωτές, οι οποίοι συγκαταλέγονται στους βαρύτερα φορολογούμενους Ευρωπαίους και στην έμμεση φορολογία, θα αυξάνουν την κατανάλωση και τα επόμενα πέντε χρόνια παρά τα υφεσιακά μέτρα που πρόκειται να ενεργοποιηθούν. Ουσιαστικά, θα πρέπει η συνολική κατανάλωση να αυξάνεται, την ώρα που οι συντάξεις θα περικόπτονται και οι καθαρές αποδοχές των εργαζομένων θα συμπιέζονται λόγω της επερχόμενης αύξησης και στην άμεση φορολογία.

Ενώ οι έμμεσοι φόροι απέφεραν στα κρατικά ταμεία 27,108 δισ. ευρώ το 2015 και 29,311 δισ. ευρώ το 2016, από το 2017 και μετά θα πρέπει να «σπάσει» το φράγμα των 30 δισ. ευρώ και κάθε χρόνο να υπάρχει ολοένα και μεγαλύτερη αύξηση της απόδοσης των έμμεσων φόρων. Για το 2017, ο πήχης ανεβαίνει στα 30 δισ. ευρώ, για το 2018 στα 30,7 δισ. ευρώ, για το 2019 στα 31,349 δισ. ευρώ και για το 2020 στα 31,829 δισ. ευρώ. Μετά το 2021, οι έμμεσοι φόροι θα πρέπει να αποδίδουν πάνω από 32,5 και 33,5 δισ. ευρώ αντίστοιχα, προκειμένου να παραχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα του πρωτογενούς πλεονάσματος των 3,5 δισ. ευρώ.
Κανονικός συντελεστής ΦΠΑ: Η Ελλάδα βρίσκεται πλέον στην 4η θέση με τον υψηλότερο κανονικό συντελεστή ΦΠΑ. Υψηλότερο συντελεστή από το ελληνικό 24% εφαρμόζει -με βάση τα στοιχεία της Eurostat τα οποία αποτυπώνουν την κατάσταση όπως είχε διαμορφωθεί την 1/1/2017- μόνο η Ουγγαρία (27%) και τρεις χώρες οι οποίες βρίσκονται στο 25% (Δανία, Κροατία και Σουηδία). Τους χαμηλότερους συντελεστές ΦΠΑ σε ολόκληρη την Ευρώπη εφαρμόζουν αυτοί τη στιγμή στο Λουξεμβούργο (17%), στη Μάλτα (18%), στη Ρουμανία (19%), στην Κύπρο και στη Γερμανία, οι οποίες επίσης βρίσκονται στο 19%. Η Ελλάδα εφαρμόζει τον υψηλότερο συντελεστή μεταξύ όλων των χωρών του Νότου, οι οποίες και είναι οι βασικές ανταγωνίστριες ειδικά στο κομμάτι του τουρισμού. Έτσι, η Ισπανία είναι στο 21%, η Γαλλία στο 20%, η Πορτογαλία στο 23%, η Ιταλία στο 22% και η Κύπρος (όπως προαναφέρθηκε) στο 19%. Πρόβλημα υπάρχει και συγκριτικά με τις χώρες με τις οποίες συνορεύει η Ελλάδα και ειδικά με τη Βουλγαρία (σ.σ.: η οποία απορροφά ολοένα και μεγαλύτερα μερίδια ειδικά όσον αφορά τις προμήθειες καυσίμων αλλά και πρώτων υλών), η οποία επιβάλλει ΦΠΑ 20%, δηλαδή τέσσερις μονάδες χαμηλότερο συγκριτικά με την Ελλάδα.

Μειωμένοι συντελεστές ΦΠΑ: Και ο μειωμένος συντελεστής στην Ελλάδα είναι ένας από τους υψηλότερους στην Ευρώπη. Το 13% -το οποίο μάλιστα εξακολουθεί να επιβάλλεται σε σαφώς λιγότερα προϊόντα και υπηρεσίες μετά τη «μεταρρύθμιση» του 2015 και τη μαζική μετάταξη προϊόντων και υπηρεσιών από τον χαμηλό συντελεστή στον κανονικό- συγκρίνεται με το 10% της Γαλλίας και της Ιταλίας, και το 9% της Κύπρου, της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας. Στη Γερμανία, ο χαμηλός συντελεστής είναι μόλις 7%. Μοναδικές χώρες στην Ευρώπη με υψηλότερο «χαμηλό» συντελεστή σε σχέση με την Ελλάδα είναι η Τσεχία (15%), η Ουγγαρία (18%, αν και υπάρχει υπερχαμηλός συντελεστής στο 5%) και η Φινλανδία με 14%.
Ειδικός φόρος κατανάλωσης καυσίμων: Μετά την τελευταία αύξηση στον ειδικό φόρο κατανάλωσης της αμόλυβδης, η Ελλάδα είναι η 3η ευρωπαϊκή χώρα με την υψηλότερη φορολογία στο συγκεκριμένο καύσιμο καθώς επιβαρύνει 1.000 λίτρα αμόλυβδης με 710 ευρώ. Μπροστά από την Ελλάδα είναι μόνο η Ολλανδία που εφαρμόζει αντίστοιχο φόρο της τάξεως των 780 ευρώ, αλλά και η Ιταλία με τα 728 ευρώ. Με σημαντική απόσταση από την Ελλάδα ακολουθούν η Μεγάλη Βρετανία με 665 ευρώ ανά 1,000 λίτρα, η Γαλλία με τα 659 ευρώ και η Γερμανία με τα 655 ευρώ. Η Πορτογαλία επιβάλλει ειδικό φόρο κατανάλωσης ύψους 652 ευρώ, η Κύπρος είναι στα 490 ευρώ και η Ισπανία στα 461 ευρώ. Το μεγάλο πρόβλημα -ειδικά για τα πρατήρια καυσίμων της Βόρειας Ελλάδας- δημιουργείται από τη φορολογική πολιτική που ακολουθεί η Βουλγαρία, η οποία, όπως και η Ρουμανία, επιβάλλει ειδικό φόρο κατανάλωσης 362-363 ευρώ ανά 1.000 ευρώ. Η μεγάλη διαφορά στον ειδικό φόρο σε συνδυασμό με τη διαφορά στον ΦΠΑ είναι που αποτυπώνεται με την τεράστια ψαλίδα στην τιμή λιανικής και οδηγεί στο φαινόμενο χιλιάδες Ι.Χ. να περνούν τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα για ανεφοδιασμό. Στο πετρέλαιο κίνησης, η Ελλάδα δεν παίζει τόσο πρωταγωνιστικό ρόλο, καθώς τα 420 ευρώ ανά 1.000 λίτρα, που είναι ο καινούργιος φόρος, κατατάσσουν τη χώρα στη 15η θέση. Πρωταγωνιστεί η Μεγάλη Βρετανία με 665 ευρώ (σ.σ.: ακολουθεί ενιαία φορολόγηση για αμόλυβδη και πετρέλαιο κίνησης), η Ιταλία με 617 ευρώ, η Σουηδία με 573 ευρώ και η Γαλλία με 547 ευρώ. Στις χώρες με τη χαμηλότερη επιβάρυνση και στο πετρέλαιο κίνησης ανήκουν και πάλι η Ρουμανία με 332 ευρώ, η Βουλγαρία με 330 ευρώ και η Λιθουανία επίσης με 330 ευρώ.
Φόρος στον φόρο
Εκτός από τους υψηλότερους σε πανευρωπαϊκό επίπεδο φορολογικούς συντελεστές, ο Έλληνας καταναλωτής έχει να αντιμετωπίσει και το φαινόμενο να επιβάλλεται έμμεσος φόρος όχι μόνο επί της καθαρής αξίας μιας υπηρεσίας ή ενός προϊόντος, αλλά και επί ενός άλλου έμμεσου φόρου. Αυτό το «φαινόμενο» που επηρεάζει ακόμη περισσότερο τη τιμή λιανικής συμβαίνει σε πλήθος προϊόντων και υπηρεσιών, με χαρακτηριστικά παραδείγματα:
1. Τα τσιγάρα στα οποία επιβάλλεται ΦΠΑ επί του ειδικού φόρου κατανάλωσης. Ανάλογη πρακτική εφαρμόζεται και στα οινοπνευματώδη ποτά.
2. Στα καύσιμα και στην ενέργεια, καθώς ο ΦΠΑ επιβάλλεται και επί του ειδικού φόρου κατανάλωσης. Ειδικά στην αμόλυβδη, ο συνδυασμός του 24% με τον ειδικό όρο των 72 λεπτών οδηγεί σε πολύ μεγάλες επιβαρύνσεις που ξεπερνούν πλέον το 1 ευρώ ανά λίτρο.
3. Στην κινητή και στη σταθερή τηλεφωνία, υπηρεσίες που επιβαρύνθηκαν από τις αρχές του χρόνου με τον νέο ειδικό φόρο κατανάλωσης επί του οποίου υπολογίζεται βεβαίως και ο ΦΠΑ.
*Βασική Πηγή: Naftemporiki.gr – Θάνος Τσίρος

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας