Tι είδους πρόβλημα είναι το Κυπριακό; Μόνο μία σαφής απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα μας βοηθούσε να καταλάβουμε και τι θα μπορούσε να είναι η επίλυσή του.
Όμως το Κυπριακό είναι ένα πρόβλημα που συνδυάζει τρεις διαφορετικές διαστάσεις. Αυτήν της εισβολής των τουρκικών στρατευμάτων μέσα στις ανώμαλες συνθήκες του 1974 σε ένα ανεξάρτητο κράτος, μέλος του ΟΗΕ, και της συνεχιζόμενης έκτοτε κατοχής του 37% της επικράτειάς του. Αυτήν των δικοινοτικών συγκρούσεων μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων οι οποίες είχαν ξεκινήσει πολύ νωρίτερα, πάγωσαν με την επιβεβλημένη ανταλλαγή πληθυσμών του 1974, αλλά εξακολουθούν να στοιχειώνουν τις μνήμες (και να σφραγίζουν διαχρονικά τις προσπάθειες εξεύρεση λύσης ως διαδικασία πρωτίστως δικοινοτική). Και τέλος, πράγμα που συχνά παραβλέπεται, αυτήν της ανολοκλήρωτης απο-αποικιοποίησης, όπως δείχνει όχι μόνο η αιματηρή κληρονομιά του βρετανικού “διαίρει και βασίλευε”, αλλά και η παρουσία των “κυρίαρχων” βρετανικών βάσεων στην Κύπρο (παράνομων, αν εφαρμοστεί αναλογικά η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου για τη διατήρηση βρετανικών στρατιωτικών εγκαταστάσεων στο αρχιπέλαγος Τσάγος) και το ίδιο το σχήμα των τριών εγγυητριών δυνάμεων, που από πηγή του προβλήματος καλείται να αναγορευθεί σε εμβρυουλκό της επίλυσής του, όπως φανερώνει και η άτυπη πενταμερής διάσκεψη που ολοκληρώθηκε άκαρπα χθες στην Γενεύη, υπό την αιγίδα του Γ.Γ. του ΟΗΕ.
Όμως το Κυπριακό, ζήτημα που σφραγίζει αναπόφευκτα και την ελλαδική μεταπολεμική πολιτική ιστορία, μένει ανεπίλυτο επί τόσες δεκαετίες, διότι πιθανότατα είναι εξ ορισμού μη επιλύσιμο. Η διάσταση της στρατιωτικής κατοχής δεν μπορεί να αναιρεθεί, στον βαθμό που ό,τι εξασφαλίσθηκε δια των όπλων δεν θα παραχωρηθεί ειρηνικά παρά μόνο με την εξασφάλιση ακόμη μεγαλύτερων πλεονεκτημάτων για την κατοχική δύναμη. Η διάσταση της δικοινοτικής καχυποψίας, ριζωμένη σε εθνικές ταυτότητες που συγκροτήθηκαν αντιπαραθετικά ήδη πριν από την ανεξαρτητοποίηση του νησιού, δεν μπορεί να ξεπεραστεί με σχήματα “επανένωσης με ταυτόχρονη διαιώνιση του διαχωρισμού” και χωρίς πλήρη εφαρμογή των ελευθεριών μετακίνησης, εγκατάστασης, άσκησης οικονομικής δραστηριότητας – σχήματα περισσότερο δυσλειτουργικά και από αυτά που προκάλεσαν το αρχικό διαζύγιο των κοινοτήτων το 1963. Και η βαριά αποικιακή κληρονομιά δεν αποτινάσσεται με λύσεις κηδεμονευόμενες από τρίτους, που υποβιβάζουν σε καθεστώς μειωμένης κυριαρχίας ένα διεθνώς αναγνωρισμένο κράτος το οποίο μάλιστα έχει ενταχθεί εδώ και 17 χρόνια στην Ε.Ε.
Αυτό άλλωστε εξηγεί και το γιατί οι Ελληνοκύπριοι εμφανίζονται περισσότερο πρόθυμοι να συμβιώσουν και άλλο με την οδυνηρή εκκρεμότητα της de facto διαίρεσης της Κύπρου, αντί να συναινέσουν (όπως χαρακτηριστικά αρνήθηκαν να πράξουν στο δημοψήφισμα του 2004 για το Σχέδιο Ανάν) σε μορφές επίλυσης που παρά τα όποια πλεονεκτήματά τους, εδαφικά και περιουσιακά, περιορίζουν την ανεμπόδιστη κυριαρχία που τώρα ασκούν στο ελεύθερο τμήμα του νησιού, πολλαπλασιάζουν τους “διαιτητές”, αλλά και ενέχουν τον κίνδυνο αναβίωσης των “παγωμένων” διακοινοτικών συγκρούσεων. Σε αυτά θα πρέπει να προστεθεί το εύλογο άγχος ασφαλείας των κατοίκων ενός νησιού που βρίσκεται τόσο κοντά στον ηπειρωτικό όγκο της Τουρκίας, αλλά και το αναπτυξιακό χάσμα μεταξύ του Βορρά και του Νότου, που στους μεν Ελληνοκύπριους γεννά φόβους οπισθοχώρησης, στους δε Τουρκοκύπριους την επιθυμία διεκδίκησης ισχυρών πολιτικών αντιβάρων στην ενδεχόμενη οικονομική άλωσή τους.
Για την Τουρκία, πάλι, τα πράγματα είναι απλούστερα. Ζητούμενο δεν είναι ασφαλώς η αναίρεση των κεκτημένων, αλλά η νομιμοποίησή τους, με την “άρση της απομόνωσης” των Κατεχομένων και την ευρύτερη προβολή της τουρκικής ισχύος στην Ανατολική Μεσόγειο, συμπεριλαμβανομένου του κυπριακού Νότου. Ουδέποτε δε (πέρα από μία υπαινικτική προσφορά του Ταγίπ Ερντογάν στις παραμονές της πενταμερούς του Κραν Μοντανά το 2017) δέχθηκε την απόσυρση των στρατευμέτων της και τον τερματισμό των εγγυήσεων.
Σε ένα τοπίο εντατικού εποικισμού που έχει μετατρέψει τους (ξένους προς τα ισλαμιστικά οράματα του Ερντογάν) Τουρκοκύπριους σε μειοψηφία στην πατρίδα τους και ολοένα και στενότερης οικονομικής και ενεργειακής εξάρτησης του ψευδοκράτους από τη “μητέρα-πατρίδα”, η… προσφορά της Άγκυρας προς την διεθνή κοινότητα είναι είτε η επανένωση της Κύπρου με όρους συνεχιζόμενου τουρκικού βέτο είτε, όπως όλο και συχνότερα απειλεί το τελευταίο διάστημα η Άγκυρα, η “αναγνώριση της πραγματικότητας” των “δύο κρατών” στο νησί.
Στο σημείο αυτό είναι και που επικυρώθηκε χθες το ναυάγιο της πενταμερούς της Γενεύης, καθώς η κατάθεση από τον νέο Τουρκοκύπριο ηγέτη Ερσίν Τατάρ (ο οποίος, σε αντίθεση με τον προκάτοχό του Μουσταφά Ακιντζί απηχεί αυθεντικά τις απόψεις της Άγκυρας) εγγράφου στο οποίο περιγράφονται νέες “παράμετροι” επίλυσης του Κυπριακού, με κυριότερη την αμοιβαία αναγνώριση δύο κρατών στο νησί, τα οποία, καλώς εχόντων θα οδεύσουν προς μια σχέση “ελεύθερης συνεργασίας”, τερμάτισε ουσιαστικά τη συζήτηση, ως ξένο με το πλαίσιο της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας.
Μοιάζει λοιπόν η τουρκική θέση να έχει σημαντικά μετατοπιστεί ή μάλλον να έχει επιστρέψει στην παραδοσιακή κεμαλιστική θέση περί Κυπριακού (πριν από την “παρένθεση” που άνοιξε η έλευση των ισλαμιστών στην εξουσία το 2002 και η ευρωπαϊκή υποψηφιότητα της Τουρκίας) που συνίσταται στην, de jure και όχι μόνο de facto, διχοτόμηση. Ωστόσο, διατηρεί παραλλαγμένα, όχι μόνο για λόγους διεθνών εντυπώσεων, στοιχεία από το προηγούμενο πλαίσιο της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, στον βαθμό που επιτρέπουν περαιτέρω απονομιμοποίηση και αποδυνάμωση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Πρόκειται για εικόνα αδιεξόδου.
Παρά ταύτα, ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες, ο οποίος κατά τη διάρκεια των εργασιών φέρεται να απειλούσε με κατάθεση της διαπραγματευτικής εντολής του, προς συνετισμό των εμπλεκομένων, ανακοίνωσε την λήξη της πενταμερούς σε ολότελα αποδραματοποιημένους τόνους, γνωστοποιώντας ότι η προσπάθεια συνεχίζεται στην προοπτική σύγκλησης νέας πενταμερούς σε δύο-τρεις μήνες. Φανερώνει έτσι πόσο προσωπικό έχει καταστεί για τον ίδιο το “στοίχημα” του Κυπριακού, αλλά και πόσο ενδιαφέρεται ο διεθνής παράγοντας, ιδίως μετά την επιστροφή των Δημοκρατικών στον Λευκό Οίκο. (Το ότι η ευρύτερη επαναδιαπραγμάτευση της αμερικανο-τουρκικής σχέσης παραμένει ορθάνοιχτη δεν δίνει βεβαίως κίνητρα στην Άγκυρα να φανεί περισσότερο ευέλικτη στο Κυπριακό πριν από την παρέλευση του εν λόγω τριμήνου).
Σε κάθε περίπτωση, η ίδια η διαιώνιση του σχήματος της πενταμερούς συνιστά προβληματικό προηγούμενο, είτε καρποφορήσει είτε όχι η παρούσα προσπάθεια, διότι διαιωνίζει τα εγγυητικά δικαιώματα, που η ελληνική πλευρά θεωρεί ότι έχουν εκπέσει τουλάχιστον από το 1974 και πάντως δεν συμβαδίζουν με την ευρωπαϊκή ένταξη της Κύπρου, ενώ αποκλείει από τη συμμετοχή την ίδια την Κυπριακή Δημοκρατία (αυτήν ακριβώς που η τουρκική πλευρά θεωρεί “εκλιπούσα”, ενώ αποτελεί το μόνο αναγνωρισμένο διεθνές υποκείμενο) αλλά και την Ε.Ε. Ας σημειωθεί επίσης ότι τα ψηφίσματα του ΟΗΕ περί αποχώρησης των τουρκικών κατοχικών στρατευμάτων ισχύουν ανεξάρτητα από την επίλυση του Κυπριακού, δηλ. την εξεύρεση νέου συνεταιρισμού μεταξύ των δύο κοινοτήτων.
Πρόκειται προφανώς για μία ακόμη “άσκηση” του βρετανικού παράγοντα να επιβεβαιώσει τον ρόλο του στην ευαίσθητη περιοχή της Μέσης Ανατολής, σε ολοένα και μεγαλύτερη σύμπλευση με την Άγκυρα μετά και το Brexit. Η αμερικανική πλευρά, πάλι, που επίσης αξιοποιεί τις βρετανικές βάσεις, δεν έχει αντιρρήσεις, σε ό,τι θα προσέφερε περισσότερα κίνητρα στην Άγκυρα για μια περισσότερο ευθυγραμμισμένη προς τη Δύση στάση στους παρόντες νεοψυχροπολεμικούς καιρούς.