Πού οδηγούν οι εξαγγελίες για την εκπαίδευση;

κορονοϊός

Το τελευταίο διάστημα η εκπαίδευση βρέθηκε ξανά στο προσκήνιο όχι τόσο λόγω  της  νέας σχολικής χρονιάς που ξεκίνησε, αλλά γιατί, κυρίως, ο υπουργός Παιδείας ανακοίνωσε μεταρρυθμίσεις για το Λύκειο και ο πρόεδρος της ΝΔ ξεδίπλωσε μέρος του σχεδίου  που έχει για το δημόσιο σχολείο. Ο πρώτος ακολουθώντας την πεπατημένη και αποτυχημένη συνταγή  σχεδόν όλων των προηγούμενων υπουργών της μεταπολίτευσης και ο δεύτερος μια σκληρή νεοφιλελεύθερη λογική, την οποία θεωρεί πανάκεια για κάθε νόσο.

Σε μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση(το γνωρίζει άλλωστε ο κ. Γαβρόγλου) σημασία έχουν ο σκοπός και οι στόχοι. Υποτίθεται  ότι οι αλλαγές που θα γίνονταν στο Λύκειο σύμφωνα με δηλώσεις όλων των υπουργών Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ θα οδηγούσαν στην αναβάθμιση του, θα έδιναν ένα αποφασιστικό χτύπημα στην παραπαιδεία  και θα άλλαζαν ριζικά την εικόνα στη βαθμίδα αυτή της εκπαίδευσης και το Λύκειο θα έπαυε να λειτουργεί ως μηχανισμός προετοιμασίας των Πανελλαδικών εξετάσεων. Η «μεταρρύθμιση» που εξαγγέλθηκε  βρίσκεται,  άραγε, σε αυτήν την λογική;

Το αντίθετο μάλιστα. Μια απλή ανάγνωση των ανακοινώσεων αρκεί για να καταλάβει κάποιος ότι εντατικοποιεί τις σπουδές, ενισχύει την παπαγαλία και μετατρέπει τη Γ΄ Λυκείου σε μιας κακής ποιότητας δημόσιο  φροντιστήριο. Την αποψιλώνει  από τα μαθήματα της γενικής παιδείας  και των ανθρωπιστικών σπουδών, όπως πχ η Ιστορία σε μια περίοδο που κατά γενική παραδοχή  οι νέες γενιές είναι παντελώς ανιστόρητες.  Βεβαίως, αυτό που αποκρύπτει το υπουργείο είναι πως  από αυτές τις αλλαγές χάνονται 10000 περίπου διδακτικές ώρες,  οι οποίες μεταφράζονται σε 500 οργανικές θέσεις. Επιπλέον, το γεγονός ότι ο βαθμός του απολυτηρίου θα υπολογίζεται  για την εισαγωγή στα Πανεπιστήμια και οι εξετάσεις θα γίνονται σε επίπεδο Δήμου ή Νομού, εκτός από την ενίσχυση των φροντιστηρίων και των ιδιαίτερων μαθημάτων, δημιουργεί ζήτημα αξιοπιστίας της όλης διαδικασίας, αφού  για παράδειγμα όλοι εκείνοι οι ιδιαιτεράδες, οι οποίοι παραδίδουν μαθήματα στους μαθητές τους (δυστυχώς συμβαίνει και αυτό),  δε θα βαθμολογήσουν αντικειμενικά  στα τετράμηνα.  Αυτή η ιδιότυπη και ανομολόγητη δωροδοκία θα ενισχυθεί. Τέλος,  η κατηγοριοποίηση  των ανώτερων και ανώτατων σχολών και η υποβολή μηχανογραφικών δύο ταχυτήτων  οδηγεί με  κρατική βούλα σε  ταξικό διαχωρισμό των  μαθητών από μια κυβέρνηση που  είχε κάνει σημαία της  την ισότητα ευκαιριών.

Από την άλλη ο κ. Μητσοτάκης αλλεργικός με  κάθε τι δημόσιο, προκλητικός και κυνικός δεν άφησε κανένα περιθώριο  για οποιαδήποτε παρερμηνεία. Απολύτως σαφής ξεδίπλωσε το εφιαλτικό του όραμα χωρίς ακόμη να το εξειδικεύσει. Φαντάζεται κανείς τι άλλο θα ακολουθήσει, όταν συμβεί αυτό. Το κάθε σχολείο θα πρέπει να βγει στη ζητιανιά και  να ψάξει χορηγούς, οι οποίοι  θα χρηματοδοτούν τις δραστηριότητες του και θα το ενισχύουν οικονομικά. Η επιλογή  του προσωπικού θα γίνεται από το  διευθυντή της σχολικής μονάδας και  άλλους μηχανισμούς παντελώς αναξιόπιστους για να ανθίσει το πελατειακό δίκτυο σε ένα χώρο που δεν είχε αλωθεί από το ρουσφέτι και να μετατρέψει τους εκπαιδευτικούς σε πειθήνια όργανα της κάθε εξουσίας. Θα γίνει αξιολόγηση του προσωπικού με ένα και μοναδικό στόχο: να φορτωθούν οι εκπαιδευτικοί  τη σημερινή κακή εικόνα και αποτυχία του δημόσιου σχολείου. Αν μάλιστα σκεφτούμε ότι  ο κ. Μητσοτάκης απέλυσε 2500 εκπαιδευτικούς και ότι το προηγούμενο νομοσχέδιο για την  αξιολόγηση το οποίο είχε καταθέσει  ως υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης προέβλεπε ότι θα αξιολογηθεί υποχρεωτικά αρνητικά το 15% κάθε οργανισμού,   μπορεί κανείς να θεωρηθεί υπερβολικός αν εκφράσει φόβο για  νέες  απολύσεις;

Οι σχεδιασμοί του κ. Γαβρόγλου και εκείνοι του κ. Μητσοτάκη για το δημόσιο σχολείο χωρίς βεβαίως να ταυτίζονται, βρίσκονται μακριά από τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας, των γονιών, των μαθητών και των εκπαιδευτικών. Υπηρετούν ένα σχολείο της αγοράς από το οποίο οι λίγοι και εκλεκτοί θα εισάγονται σε σχολές φιλέτο και οι πολλοί θα καταλήγουν σε τμήματα β’ διαλογής και στα υποβαθμισμένα ΕΠΑΛ  της μαθητείας  και της εκμετάλλευσης. Το «όραμά» τους  αποτελεί κακή αντιγραφή ευρωπαϊκών μεταρρυθμίσεων χωρίς να λαμβάνει υπόψη την ελληνική πραγματικότητα, τα ιδιαίτερα πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά της χώρας. Το βέβαιο είναι ότι, αν τους επιτρέψει η εκπαιδευτική κοινότητα να εφαρμόσουν όσα προγραμματίζουν,  θα οδηγήσουν σε μεγαλύτερη κατρακύλα, διάλυση και τελικά σε αργό θάνατο το δημόσιο σχολείο.

*Ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης είναι εκπαιδευτικός στο 5ο ΓΕΛ Καλαμάτας.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας