Η δύσκολη κατάσταση που βιώνουν οι λαοί των χωρών της ευρωζώνης, δεν οφείλεται στη δήθεν πίεση που αυτή υφίσταται από τον υφεσιακό ανταγωνισμό με άλλες περιοχές της γης. Αντίθετα η Ευρώπη, όντας η μεγαλύτερη αγορά παγκόσμια, λειτουργώντας σαν μια ‘μαύρη τρύπα’ παρασύρει στην περιδίνηση τις υπόλοιπες περιοχές του κόσμου. Οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία, η Κίνα κλπ, επιταχύνουν τους οικονομικούς ρυθμούς τους χρησιμοποιώντας κάθε δυνατό μέσο, ενώ η Ευρωζώνη αντίθετα εφαρμόζει ακραία λιτότητα, περικόπτοντας εισοδήματα και δημόσιες δαπάνες. Έτσι, αποσπά εξωτερικά πλεονάσματα, που δεν τα ανακυκλώνει, σε βάρος του υπόλοιπου κόσμου, αφού τα επιτευχθέντα πλεονάσματα μιας περιοχής σημαίνουν αυτόματα ελλείμματα ρευστότητας για τις άλλες περιοχές.
Η Ευρωζώνη και κυρίως η Γερμανία επιτυγχάνουν εντυπωσιακά εξωτερικά πλεονάσματα, αξιοποιώντας την επέκταση δαπανών των άλλων με ταυτόχρονες περικοπές των δικών τους. Κατά το 2016, το γερμανικό εξωτερικό πλεόνασμα ξεπέρασε τα 320 δις δολάρια, ίσο με το 8,9% του ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) της, που επιτυγχάνεται κατά το 1/3 από συναλλαγές με τις χώρες της Ευρωζώνης και κατά 2/3 από συναλλαγές με τον υπόλοιπο κόσμο. Τα γερμανικά πλεονάσματα, εκτός της επίτευξής τους σε βάρος του υπόλοιπου κόσμου, επιτυγχάνονται επίσης από την πραγματοποίηση διμερών συναλλαγών με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης, οι οποίες υφίστανται τις συνέπειές τους. Η επίτευξη εξωτερικών πλεονασμάτων από τη Γερμανία, σημαίνει τη συνεχή απομύζηση της ρευστότητας των εταίρων της.
Σύμφωνα με τον Keynes, οποιαδήποτε ανισορροπία στα εξωτερικά εθνικά ισοζύγια, δημιουργεί αστάθεια στις διεθνείς συναλλαγές. Συνεπώς, τη διεθνή ευστάθεια βλάπτουν όχι μόνο τα ελλείμματα, αλλά εξίσου και περισσότερο τα πλεονάσματα που αφαιμάσσουν τη διεθνή ρευστότητα. Οι πλεονασματικές χώρες έχουν τεράστια ευθύνη, αφού οφείλουν να αποκαταστήσουν τη διεθνή αποσταθεροποίηση, που προκάλεσαν οι πολιτικές τους, ανακυκλώνοντας τα πλεονάσματά τους στις χώρες από όπου τα απέσπασαν. Όμως η Γερμανία, απορρίπτει οποιαδήποτε ιδέα ανακύκλωσής τους, ακόμη και στη χώρα της, ικανοποιούμενη από την πραγματοποίησή τους με αυξανόμενο ρυθμό στο όνομα της διατήρησης της υψηλής διεθνούς ανταγωνιστικότητάς της. Οι γερμανικές επενδύσεις στο εξωτερικό δεν ξεπερνούν το 1,5% του ΑΕΠ της, δηλαδή μόνο 17% περίπου των εξωτερικών πλεονασμάτων της. Δεν πραγματοποιείται ανακύκλωση των πλεονασμάτων ούτε στο εσωτερικό της, αφού οι επενδύσεις και ο σχηματισμός κεφαλαίου στο εσωτερικό της Γερμανίας, συρρικνώνονται συνεχώς και έχουν φθάσει στο 16% του ΑΕΠ της, από 24,5% το 2000, έναντι 18% του ευρωζωνικού ΑΕΠ που είναι ο μέσος όρος του συνόλου των χωρών της Ευρωζώνης.
Η Γερμανία με τα τεράστια πλεονάσματα, σε βάρος των εταίρων της, δεν ανακυκλώνει τη ρευστότητα που αποσπά, συμβάλλοντας στην αποσταθεροποίηση και των εταίρων της αλλά και της Ευρωζώνης. Η ΕΚΤ (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) ακολουθεί από το 2012 μια εκδοχή της πολιτικής της λεγόμενης ‘ποσοτικής χαλάρωσης’, ακολουθώντας εν μέρει την επιλογή της FED (Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ), για να αποφύγει τον κίνδυνο της μειούμενης ρευστότητας στις ευρωπαϊκές οικονομίες, διασφαλίζοντας την αναγκαία πολύτιμη ρευστότητα κίνησης με εξαιρετικά χαμηλό ή και μηδενικό κόστος χρήματος. Αν και η Γερμανία αποδοκιμάζει έντονα και παντοιοτρόπως την ακολουθούμενη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, είναι η κύρια ωφελημένη χώρα γιατί οι πιστώσεις χαμηλού κόστους της ΕΚΤ κατανέμονται μεταξύ των χωρών-μελών όχι σύμφωνα με τις πραγματικές ανάγκες τους, αλλά αναλογικά σύμφωνα με το ποσοστό συμμετοχής τους στα ίδια κεφάλαιά της. Έτσι, οι ανταγωνιστικές και πλεονασματικές χώρες μοιράζονται τη μερίδα του λέοντος, ενώ οι ελλειμματικές, που βρίσκονται σε κατεπείγουσα ανάγκη, ‘απολαμβάνουν’ τα ψίχουλα που μένουν στο τραπέζι.
Η Ελλάδα έχει παραμείνει εκτός της εφαρμογής των μέτρων ποσοτικής χαλάρωσης, με προσχηματική ‘αιτιολόγηση’ την υπερχρέωσή της και την ουσιαστική μη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους της. Δηλαδή, οι χώρες που έχουν κατεπείγουσες ανάγκες, αποκλείονται από την εφαρμογή του προγράμματος της ΕΚΤ, εξαιτίας του μεγέθους των αναγκών τους. Σε ποιόν άραγε χρησιμεύει η ποσοτική χαλάρωση, εξασφαλίζοντας πρόσθετη ρευστότητα σε χώρες που δεν τη χρειάζονται ουσιαστικά και ταυτόχρονα δεν χορηγείται σε όσες τη χρειάζονται πραγματικά; Η Γερμανία έχει ήδη χρηματοδοτηθεί τη χρονική περίοδο 2012-2015, μέσω του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, με περισσότερα από 30,5 δις ευρώ, εμφανίζοντας ένα ετήσιο δημοσιονομικό πλεόνασμα περίπου 18,5 δις ευρώ. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η ΕΚΤ δεν προμηθεύει με ρευστότητα τις χώρες που τους είναι απαραίτητη, αλλά αυτές που ουσιαστικά τους είναι περιττή και δεν λειτουργεί ως ‘δανειστής ύστατης καταφυγής’ στην Ευρωζώνη, όπως οποιαδήποτε κεντρική τράπεζα παγκόσμια. Ουσιαστικά λειτουργεί ως απλή εμπορική τράπεζα, που υπακούει τυφλά στις εκτός ελέγχου κινήσεις των ‘αγορών’, μη ελέγχοντας τις για να προστατεύσει τις χώρες-μέλη και παραδίδεται άνευ όρων στις επιθυμίες τους, χορηγώντας υπερβάλλουσα ρευστότητα σε όσες χώρες έχουν ήδη πλεονάζουσα, ενώ αρνείται τη χορήγηση ρευστότητας σε όσες χώρες την έχουν άμεση ανάγκη.
Η κυρίαρχη γερμανική αντίληψη για την Ευρώπη, θεωρεί ότι η Ευρωζώνη και η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν πρέπει και δεν μπορούν να λειτουργούν ως ένα ενιαίο σύνολο, αλλά ως ένα άθροισμα ισορροπημένων και ισχυρών χωρών σε εθνικό επίπεδο και ανταγωνιστικών σε διεθνές. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, οι σταθεροποιητικές μεταβιβάσεις πόρων μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών πρέπει να απαγορεύονται, ακόμη και στην περίπτωση στήριξης χωρών που βρίσκονται σε δυσχερέστατη θέση, γιατί τυχόν πραγματοποίησή τους θα έβλαπτε την απαραίτητη δημοσιονομική πειθαρχία κάθε κράτους-μέλους. Με αυτή τη συλλογιστική ένα κοινό νόμισμα, όπως το ευρώ, είναι περιττό γιατί η ύπαρξη και λειτουργία του, χωρίς αλληλεγγύη μεταξύ των χωρών, μοιραία οδηγεί σε διεύρυνση των μεταξύ τους αποκλίσεων και όχι σε συγκλίσεις. Ο αποκλεισμός της αλληλεγγύης ανάμεσα στους ‘κερδισμένους’ και τους ‘χαμένους’, σημαίνει ότι το ευρώ οδηγεί σε επιταχυνόμενη πολυδιάσπαση, και όχι σε ενοποίηση, των ευρωπαϊκών χωρών. Η ακραία λιτότητα που επιβάλλει στους εταίρους της η Γερμανία από το 2010 έως τώρα, διασώζει την ίδια οικονομικά αλλά δυσχεραίνει τη συνολική λειτουργία της Ευρωζώνης, οξύνοντας-μεγεθύνοντας τις αποκλίσεις μεταξύ των χωρών-μελών.
Ο απολογισμός της γερμανικής Ευρώπης, συνοψίζεται στην υπερδιόγκωση των αποθηκευμένων πλεονασμάτων της Γερμανίας με ταυτόχρονη επιδεινούμενη ύφεση των εταίρων της. Το χρονικό διάστημα 2010-2016 το ευρώ, με την μέχρι τώρα λειτουργία του, είναι ένας παράγοντας που προωθεί την πρόσθετη αποσταθεροποίηση της Ευρωζώνης. Η πιθανή διάλυση της κοινής νομισματικής περιοχής της Ευρωζώνης, εξαιτίας των σαρωτικών συνεπειών της ακραίας λιτότητας σε περίοδο έντονης ύφεσης, συνεπάγεται ότι ο μεγαλύτερος χαμένος θα είναι η ίδια η Γερμανία, που έως σήμερα είναι η κύρια ωφελημένη από τη λειτουργία της.
* Οικονομολόγος (πτυχιούχος οικονομικών επιστημών, 2ετές μεταπτυχιακό διοίκησης επιχειρήσεων στην τραπεζική/χρηματοοικονομική, 2ετές μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στα οικονομικά και διοίκηση μονάδων υγείας) – Αναλυτής Πληροφοριακών Συστημάτων (2ετές μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στα πληροφοριακά συστήματα), μέλος του Ευρωπαϊκού Δικτύου Ερευνών Κοινωνικής και Οικονομικής Πολιτικής, email : nikokal02@yahoo.gr, website : www.kallinikosnikolakopoulos. blοgspot.com