Πολιτική και μόνο πολιτική είναι η απόφαση του πρωθυπουργού να εγκαταστήσει στο προεδρικό μέγαρο την Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, μία «λάιτ» ή και μη πολιτική επιλογή. Η οποία δεν προοιωνίζεται τα καλύτερα.
Είναι πολιτική απόφαση να τελειώνει με τον δεύτερο πολιτικό πόλο του πολιτικού συστήματος, την προεδρία της δημοκρατίας, έστω και αν αυτός ο πόλος δεν έχει ισχυρά «προνόμια» μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος του 1986.
Δεν θέλει πολιτικό άνδρα ή γυναίκα εκεί, δεν θέλει μπλεξίματα στα πόδια του, δεν θέλει οποιονδήποτε με πολιτική παιδεία και μακρά εμπειρία.
Ο, τι και αν διαρρέουν προς δημοσίευση οι στενοί συνεργάτες του Κυριάκου Μητσοτάκη γύρω από τις υποτιθέμενες αντιθέσεις του στις επιλογές του Προκόπη Παυλόπουλου είτε ως προέδρου είτε ως υπουργού Εσωτερικών κάποτε, δεν αποτελούν ισχυρούς λόγους στην απόφασή του να μην επιλέξει πολιτικό πρόσωπο. Αν στο φινάλε δεν του άρεσε ο νυν πρόεδρος, ας μην πρότεινε την επανεκλογή του και ας έβαζε στο τραπέζι των συζητήσεων με τα κόμματα της αντιπολίτευσης το όνομα άλλης πολιτικής προσωπικότητας μεγάλου βεληνεκούς. Δεν το έκανε.
Ο Πρ. Παυλόπουλος είναι πολιτικός εκφραστής μιας παραδοσιακής σχολής, της μετά το 1974 σχολής του καραμανλισμού, κυρίως στην εξωτερική πολιτική του «ανήκομεν εις την Δύσιν» αλλά… δεν κάνουμε και όλα όσα λέει η Δύση.
Ως πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν τα πήγαινε πάντα καλά με τον Αλέξη Τσίπρα και μάλιστα σε κρίσιμες στιγμές, όπως:
- Το ρίσκο με το παιχνίδι που έπαιξε ο πρώην πρωθυπουργός κατά το πρώτο εξάμηνο του 2015 στηρίζοντας επισήμως τον τότε υπουργό του Οικονομίας Γιάνη Βαρουφάκη, ενώ υπογείως αναζητούσε γραμμή συμβιβασμού με τους σκληρούς γερμανόφρονες της Ευρώπης. Μια τέτοια πολιτική δεν θα έβγαζε πουθενά και όντως δεν έβγαλε.
- Τα σκαμπανεβάσματα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στα ελληνοτουρκικά και – κυρίως – το Κυπριακό με ορατό τον κίνδυνο οδυνηρών ανατροπών στα εθνικά συμφέροντα (κατά τις δυτικές επιθυμίες) , εμφανέστερο κατά την τελευταία διετία της θητείας της.
- Την (επίσης με δυτικές υποδείξεις) συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ που κατέληξε σε φιάσκο, από το οποίο τα μόνα που διασώθηκαν ήταν η ονομασία «Μακεδονία» και η αναγνώριση της μακεδονικής εθνότητας, φυσικά ως διπλό δώρο προς τα Σκόπια. Ακόμα και συνταγματικές ρήτρες που ζήτησε ο απερχόμενος πρόεδρος της Δημοκρατίας ως πρόνοια της συμφωνίας που θα δέσμευαν τη γείτονα δεν φαίνεται να έχουν μεγάλη πολιτική ισχύ.
Ποτέ δεν βγήκε κάτι στην επιφάνεια της δημοσιότητας, ενώ πάντα κυρίαρχος ήταν ο προσωπικός και θεσμικός σεβασμός του ενός προς τον άλλον, έστω κι αν πίσω από τις κλειστές πόρτες οι αντιθέσεις δεν κρύβονταν. Υπήρχε διάχυτο πολιτικό μείγμα και αυτό, όπως αποδείχθηκε, ήταν για το συμφέρον του τόπου, κι ας βρισκόταν η υπόληψή της στην κατηφόρα.
Ήταν το επιστέγασμα της ισορροπίας μεταξύ αριστεράς και δεξιάς, μια ισορροπία που εκφράστηκε και στη σύνθεση της τότε κυβέρνησης (και όχι μόνο με τη συμμετοχή του κόμματος Καμμένου) στη χώρα που δοκιμάστηκε σκληρά επί σειρά δεκαετιών από την αντιπαράθεση, συχνά αιματηρή, μεταξύ των δύο παρατάξεων.
Η σύμπραξη βεβαίως δεν είναι πρωτοφανής για τα ελληνικά δεδομένα και σίγουρα όχι για τα ευρωπαϊκά.
Την είχε τολμήσει πρώτος στην Ελλάδα ο Παύλος Μπακογιάννης, γαμπρός του Κώστα Μητσοτάκη και υποστηρικτής του εγχειρήματος της κυβέρνησης Τζαννετάκη το 1989, κυβέρνησης συνεργασίας της Νέας Δημοκρατίας υπό την ηγεσία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη με τον Συνασπισμό της Αριστεράς υπό την ηγεσία του Χαρίλαου Φλωράκη.
Ο σημερινός πρωθυπουργός όμως δεν θέλει πολιτικές ισορροπίες, δεν θέλει ενεργό πολιτικό πρόσωπο είτε από τον κεντροαριστερό χώρο είτε από τον δικό του κεντροδεξιό, επειδή προφανώς δεν θέλει αντιρρήσεις.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ο πρώτος από την παράταξή του πρωθυπουργός και ο δεύτερος στη μεταπολιτευτική ιστορία της Ελλάδας που δεν επιλέγει για πρόεδρο Δημοκρατίας πολιτικό πρόσωπο. Πρώτος διδάξας ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος αποφασίζοντας να επιφέρει καίριο πλήγμα στον καραμανλισμό και τη δεξιά επέλεξε το 1985 να μη στηρίξει την επανεκλογή του Κωνσταντίνου Καραμανλή αλλά να ανεβάσει στην πολιτική σκηνή τον δικαστικό Χρήστο Σαρτζετάκη.
Τα μεγάλα πολιτικά λάθη, αν και όχι τις μεγάλες γκάφες, μπορεί να απέφυγε ο Χρήστος Σαρτζετάκης, όμως ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν απέφυγε την πορεία προς την αυτοκαταστροφή και δεν γλίτωσε την Ελλάδα από μια μεγάλη πολιτική περιπέτεια.
*Οι απόψεις του αρθρογράφου δεν απηχούν κατ’ ανάγκη τις θέσεις της Iskra