Ποιος τελικά ήταν ο ρόλος της Εκκλησίας στην Επανάσταση του 1821;

834
Ποιος τελικά ήταν ο ρόλος της Εκκλησίας στην Επανάσταση

Tη Δευτέρα 10 του μήνα ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος  μιλώντας στο 6ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών παρουσία της μέντορος (τρομάρα μας) της «εθνικής μας ιστορικής τυφλότητας» Γιάννας Αγγελοπούλου  επανέλαβε την πάγια και κυρίαρχη θέση από τις πρώτες μέρες του ελεύθερου ελληνικού κράτους για την «προσφορά της  Εκκλησίας κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και του αγώνα για την Ελευθερία που, όχι μόνο ένωνε την κοινότητα, αλλά δίδασκε τους υπόδουλους τη γλώσσα και την πίστη». Και σαν επιβεβαίωση των προηγουμένων πρόσθεσε: «… Η πληθώρα των Πατριαρχών που έχασαν τη ζωή τους με βίαιο τρόπο από την Οθωμανική εξουσία καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας θέτει με σαφήνεια το πρόσημο της πίστης στην υπόθεση της δουλείας, μιας πίστης που άρδευσε μυστικά το καθημαγμένο γένος (…) Δεν ήταν μόνο οι Πατριάρχες, ήσαν Επίσκοποι, απλοί Ιερείς, Μοναχοί και Λαϊκοί που έδωσαν τη ζωή τους για την πίστη τους. Ένας χορός γνωστών και αφανών ηρώων της Πίστεως σήκωσε το βάρος του οράματος και της ανίχνευσης νοήματος για ένα ολόκληρο γένος».

Tα ψέματα των «εθνικών αφηγήσεων» 

Είναι όμως έτσι ειδυλλιακά, τακτοποιημένα και ωραιοποιημένα  τα πράγματα όπως τα παρουσίασε ο αρχιεπίσκοπος και όπως τα παρουσιάζουν οι μητροπολίτες στις διάφορες επετειακές εκδηλώσεις που οργανώνει η Εκκλησία με την ευκαιρία των 200  χρόνων από την Επανάσταση;

Και βέβαια όχι. Γιατί σε πείσμα των ωραιοποιημένων «εθνικών αφηγήσεων» της άρχουσας τάξης που μας κανοναρχούν από το Δημοτικό Σχολείο ακόμα, όλα αυτά τα χρόνια τα γεγονότα είναι αμείλικτα και όσο κι αν τα φτιασιδώσεις η αλήθεια δεν κρύβεται. Eχουμε και λέμε λοιπόν:

Γεώργιος Σχολάριος- Γεννάδιος, ο πρώτος πατριάρχης μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης που διόρισε ο σουλτάνος.

Αλήθεια πρώτη: Με την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 η εξουσία των οθωμανών με τα προνόμια που έδωσε στον πατριάρχη η Εκκλησία έγινε θεσμικός παράγοντας στον κρατικό μηχανισμό του οθωμανικού κράτους. Ο ίδιος ο πατριάρχης, που έδινε λόγο μόνο στο σουλτάνο, αναγνωρίστηκε ως ηγέτης της κοινότητας των χριστιανών (millet -Rum).

Αλήθεια δεύτερη: Ο δεσμός αυτός δεν έμεινε στην κορυφή αλλά επεκτάθηκε και σε κατώτερα επίπεδα διοίκησης με τους εκκλησιαστικούς παράγοντες να λειτουργούν ως διαμεσολαβητές της οθωμανικής εξουσίας και των υπόδουλων λαών.

Αλήθεια τρίτη: Ένα σημαντικό μέρος αυτής της ευνοϊκής μεταχείρισης ήταν η σύνδεση της Εκκλησίας με τους φορολογικούς μηχανισμούς των οθωμανών (ετήσιος φόρος υποτέλειας που μαζεύονταν από τους πιστούς, τακτικές και έκτακτες εισφορές που έφταναν το ένα τρίτο των όσων έβγαζαν με τη σκληρή δουλειά τους οι φτωχοί ραγιάδες). Παράλληλα η Εκκλησία έφτασε να κατέχει τεράστιες εκτάσεις (το ένα τρίτο των χριστιανικών γαιών της ανήκε) στις οποίες δούλευαν οι φτωχοί αγρότες.

Ο μοναχός Χριστόδουλος Παμπλέκης, ένας από τους φωτισμένους κληρικούς στα χρόνια πριν την Επανάσταση του 1821, που διώχθηκε για τις ιδέες του από το πατριαρχείο.

Αλήθεια τέταρτη: Εξαίρεση στο γενικό κανόνα αποτελούσε ένα τμήμα μορφωμένων κληρικών που επηρεάστηκαν από τις ιδέες του Διαφωτισμού με θέσεις προοδευτικές για την εποχή τους που πήραν θέσεις φιλικές προς τα απελευθερωτικά σχέδια της ανερχόμενης αστικής τάξης και γι’ αυτό αντιμετωπίστηκαν με σκληρότητα από το πατριαρχείο (βλ. και τα σχετικά σημειώματα του Ημεροδρόμου για την κριτική της θρησκείας στον νεοελληνικό Διαφωτισμό).

Αλήθεια πέμπτη: Σε αντίθεση με τις εκκλησιαστικές κορυφές του Φαναρίου, τους  κατά τόπους μητροπολίτες  και τους καλοταϊσμένους καλογήρους η πλειοψηφία των  απλών  παπάδων, αμαθών στη συντριπτική πλειοψηφία τους, που  δούλευαν όμως σκληρά, όπως και οι υπόλοιποι ραγιάδες, βρέθηκαν κοντά στο λαό τόσο στις προεπαναστατικές εξεγέρσεις όσο και στη διάρκεια της Επανάστασης.

Αλήθεια έκτη: Αποτελώντας το πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης τμήμα και στήριγμα της οθωμανικής εξουσίας, στάθηκε απέναντι σε κάθε προεπαναστατική εξέγερση ή κίνηση. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Τους αφορισμούς στα Ορλωφικά του 1770, τις εξεγέρσεις των κλεφταρματωλών του 1806-1807 κ.α; Την προσταγή προς τους νησιώτες πιστούς του πατριάρχη και της Ιεράς Συνόδου στο ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1807, να διαφυλάξουν «υποταγήν και ευπείθειαν εις μόνον τον κραταιότατον ημών άνακτα (σ.σ. το σουλτάνο)»; Και αυτά είναι μόνο μερικά παραδείγματα υποτέλειας και ξενοδουλείας.

Έλληνας κληρικός με οθωμανό αξιωματούχο — του Louis Dupre.

Αλήθεια έβδομη: Η Εκκλησία, αρκετοί ιστορικοί της επίσημης και αναγνωρισμένης ιστοριογραφίας και τα όσα διδάσκονται στα σχολεία χαρακτηρίζουν την Εκκλησία ως τον κύριο ενοποιητικό παράγοντα και διαμορφωτή της «εθνικής συνείδησης» των χριστιανών ρωμιών με σημαντικότερο επιχείρημα τη διαφύλαξη της ελληνικής γλώσσας. Είναι γεγονός πως η γλώσσα έπαιξε ενοποιητικό ρόλο στη συνείδηση των χριστιανικών πληθυσμών. Όμως αυτό δεν είχε καμία σχέση με τη διαμόρφωση εθνικής συνείδησης. Πολύ απλά γιατί η συνείδηση αυτή δεν είχε διαμορφωθεί ακόμη. Ακόμη  με αυτή τη γλώσσα οι εκκλησιαστικές κορυφές κήρυτταν την υποταγή στο σουλτάνο και αποδοκίμαζαν κάθε σχέδιο ανατροπής του οθωμανικού καθεστώτος, καθώς αυτό ήταν το θέλημα του Θεού.

Με δυο λόγια η Εκκλησία στάθηκε απέναντι στην Επανάσταση που, εκ των πραγμάτων, αμφισβητούσε το ρόλο και τη δύναμή της στο οθωμανικό φεουδαρχικό κράτος. Οι ανώτεροι κληρικοί γνώριζαν πως σε ένα ανεξάρτητο αστικό κράτος θα έχαναν τις κοσμικές τους εξουσίες και θα τους αφαιρούσε το ρόλο τους ως «κορυφή του γένους».

«Ο κλήρος ετάχθη κατά το πλείστον αυτού υπέρ της τουρκικής κυριαρχίας»

Πάμε τώρα να δούμε πιο αναλυτικά πως αντιμετώπισαν οι κορυφές της Εκκλησίας και το μεγαλύτερο μέρος του κλήρου την έκρηξη της Επανάστασης. Δεν θα τα πούμε εμείς. Ούτε θα επικαλεστούμε κομμουνιστές και προοδευτικούς ιστορικούς. Θα επικαλεστούμε κάποιον πολιτικό υπεράνω υποψίας. Τον Παναγιώτη Πιπινέλη, άνθρωπο των βασιλικών ανακτόρων, πρωθυπουργό από τον Ιούνιο μέχρι το Σεπτέμβριο του 1963, μετά την παραίτηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή ( τότε που έφυγε στο εξωτερικό ο «μεγάλος» της οικογένειας με το όνομα Τριανταφυλλίδης) και υπουργό Εξωτερικών της Απριλιανής Χούντας. Γράφει λοιπόν ο Πιπινέλης στην «Πολιτική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» που εκδόθηκε το 1928, στο Παρίσι, όπου υπηρετούσε ως διπλωμάτης:

«Όταν λοιπόν ήρχισεν ο αγών της ανεξαρτησίας δεν ήτο απορίας άξιον πως ο ανώτατος κλήρος και οι Φαναριώται ου μόνον δεν παρηκολούθησαν τας πρώτας ορμητικάς εξάρσεις του πατριωτισμού αλλά και ηγωνίσθησαν να σταματήσουν το πεπρωμένον από τον δρόμον του (…) Έν όμως προς το παρόν, δυνάμεθα μετά βεβαιότητος να συναγάγωμεν, ότι εις την κρίσιμον ταύτην στιγμήν της εθνικής αποφασιστικότητος ο κλήρος ετάχθη κατά το πλείστον αυτού υπέρ της διατηρήσεως της κρατούσης τάξεως πραγμάτων, και κατ’ αναγκαίαν των πραγμάτων συνοχήν υπέρ της τουρκικής κυριαρχίας».

Κύριος εκφραστής αυτής της θέσης ήταν ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄, με ιστορικό αφορισμών και αποδοκιμασίας κάθε κίνησης για την αποτίναξη της σκλαβιάς από τους ραγιάδες και καταδίκης κάθε διαφωτιστικής ιδέας.

Ο Γρηγόριος ο Ε΄, υποταγμένος στην οθωμανική εξουσία πατριάρχης , σε εγκύκλιό του τον Μάρτιο του 1819, όχι μόνο θεωρούσε παραπανήσια και άχρηστη τη διδασκαλία των φυσικομαθηματικών και τα διδάγματά τους, αλλά διακήρυσσε πως και η γη …δεν κινείται!

Ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄. Αφόρισε κάθε κίνηση για την απελευθέρωση των υπόδουλων ραγιάδων και στάθηκε απέναντι σε κάθε διαφωτιστική ιδέα.

Οι θέσεις του Γρηγορίου και της μεγάλης πλειοψηφίας των μητροπολιτών έκαναν τους οργανωτές της Φιλικής Εταιρίας να μην «κατηχούν» «προεστώτες» και αρχιερείς γιατί όπως γράφει ο συγγραφέας του 19ου αιώνα Αναστάσιος Γούδας (στο βιβλίο του «Βίοι Παράλληλοι των επί της Αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών») « …επί τω ιδανικώ φόβω ότι και αι δυο αυταί τάξεις των χριστιανών, ως έχουσαι υλικάς τινας ωφελείας υπό των Τούρκων, δεν ήθελον προτιμήσει την δια θυσιών και μαρτυρίων προσκτωμένην πάντοτε ελευθερίαν, υπέρ ης και μόνης οι εταίροι ειργάζοντο».

Ο αφορισμός του Αλέξανδρου Υψηλάντη  

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης.

Την 1η Μαρτίου 1821 ο ρώσος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη παρέδωσε στην Υψηλή Πύλη το κείμενο της επαναστατικής προκήρυξης του Υψηλάντη με την οποία κηρύχθηκε η εξέγερση στη Μολδοβλαχία.

O σουλτάνος Μαχμούτ B΄, οι πασάδες και οι βεζύρηδες φρένιασαν. Ο Μαχμούτ διέταξε γενική σφαγή των χριστιανών αλλά ο ανώτατος θρησκευτικός ηγέτης Σεχ-ιλ-ισλάμης δεν συμφώνησε για γενική σφαγή παρά μόνο των ενόχων. Τελικά ο σουλτάνος που είχε πάντα το μυαλό του στη Ρωσία αποφάσισε να δώσει αμνηστία στους επαναστάτες αν δήλωναν υποταγή, εξαιρώντας  τον Υψηλάντη και τον ηγεμόνα της Μολδαβίας Μιχαήλ Σούτσο που είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρία το 1820.  

Ο Μιχαήλ Σούτσος ηγεμόνας της Μολδαβίας (1819-1821) μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και στήριξε την Επανάσταση.

Μετά από αυτά ο πατριάρχης κάλεσε σε σύσκεψη στο πατριαρχείο τους πιο τρανούς φαναριώτες ( δραγουμάνους της Πύλης και του στόλου), τους «παρεπιδημούντες» πατριάρχες και δεσποτάδες, τα μέλη της Ιεράς Συνόδου, μεγαλέμπορους, προϊσταμένους συντεχνιών κ.α.

Στη σύσκεψη αυτή αποφασίστηκε να σταλεί αναφορά στο σουλτάνο με την οποία θα δηλώνονταν η αποδοκιμασία του κινήματος του Υψηλάντη και η προθυμία για ενίσχυση  της «κραταιάς βασιλείας» για την καταστολή του κινήματος.

 

Ο σουλτάνος Μαχμούτ Β΄.

Ο Γρηγόριος και οι δεσποτάδες αποφάσισαν να αφορίσουν τον Υψηλάντη και τον Σούτσο. Διέταξαν μάλιστα να διαβαστεί ο αφορισμός σε όλες τις εκκλησίες και να ειδοποιηθούν με ξεχωριστή εγκύκλιο οι αρχιερείς ότι το κίνημα είναι ολέθριο και αντιχριστιανικό.

Στην εγκύκλιο μνημείο σκοταδισμού, μίσους  και εθελοδουλείας αναφέρονταν και τα παρακάτω ανατριχιαστικά για να φοβηθεί ο απλός λαός και να μην ακολουθήσει τους επαναστάτες:

« …επειδή ουκ έστι, φησί, βασιλεία και εξουσία, ειμή υπό «Θεού τεταγμένη» όθεν και πας ο αντιτεινόμενος αυτή τη θέοθεν εις ημάς τεταγμένη κραταιά βασιλεία τη του Θεού διαταγή ανθέστηκε (…) Ως παραβάται δε των θείων νόμων και κανονικών διατάξεων, ως καταφρονηταί του ιερού χρήματος προς τους ευεργέτας ευγνωμοσύνης και ευχαριστίας , ως ενάντιοι ηθικών και πολιτικών όρων , ως την απώλειαν των αθώων και ανευθύνων ομογενών μας ασυνειδήτως τεκταινόμενοι, αφωρισμένοι υπάρχειν και κατηραμένοι και ασυγχώρητοι και μετά θάνατον άλυτοι και τω αιωνίω υπόδικοι αναθέματι και αυτοί , και όσοι τοις ίχνεσιν αυτών κατηκολούθησαν ή κατηκολουθήσωσι του λοιπού…».

Οι δεσποτάδες «έβγαλαν το άχτι τους» 

Οι φαναριώτες κληρικοί δεν έβγαλαν ένα αλλά τρία καταγγελτικά κείμενα. «Οι ρασοφόροι του Πατριαρχείου έγραφαν με το μεροκάματο, έβγαλαν το άχτι τους», σημειώνει περιπαικτικά ο Γιάνης Κορδάτος. Το πρώτο κείμενο γράφτηκε  στα ελληνικά και τουρκικά και διαβάστηκε στις εκκλησίες στις 13 Μαρτίου. Παράλληλα ο πατριάρχης έστειλε ειδικούς «εξάρχους» (αντιπροσώπους)  στις διάφορες περιοχές με ειδικά γράμματα προς τους δεσποτάδες και τους προκρίτους με τη σύσταση να καθήσουν ήσυχα.

Οι απολογητές της στάσης του πατριάρχη και των φαναριωτών κληρικών  δικαιολογούν τον συνοδικό αφορισμό του Υψηλάντη του Σούτσου και του επαναστατικού κινήματος επικαλούμενοι τις απειλές του σουλτάνου για γενική σφαγή των χριστιανών ραγιάδων. Ένας από αυτούς, ο μακαρίτης πια αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος έγραφε στο βιβλίο του « Γρηγόριος Ε΄ ο εθνάρχης της οδύνης»: «Ήταν τόσο έντονες , πιεστικές και απειλητικές οι επείγουσες σουλτανικές διαταγές, ώστε επεκράτησε η μόνη σωστή τοποθέτησις, ν’ αποκλεισθή οιαδήποτε άρνησις ή καθυστέρησις και να προβή η Εκκλησία στον αφορισμό των επαναστατών (…) Περιττεύει εντελώς να εξετασθή περίπτωσις αρνήσεως της Εθναρχίας και της Πατριαρχικής Συνόδου στην απόλυσι του ζητουμένου Αφορισμού. Διότι μόνη απάντησις στην άρνηση θα ήταν γενική σφαγή αμάχων και παντός του πληρώματος και εκθεμελίωσις των Πατριαρχείων από τον μαινόμενον τουρκικόν όχλο. Το ίδιο θα συνέβαινε και αν οι Συνοδικοί επροσπαθούσαν να παραπλανήσουν την Υψηλή Πύλη με καθυστέρηση ενέργειας , με ατελή διατύπωσι σε μια πρόχειρη Πατριαρχική εγκύκλιο. Η περίπτωσις απαιτούσε άμεση ενέργεια και όσον το δυνατόν πιο πειστική και κατηγορηματική και θεαματική, εντυπωσιακή. Συνετάχθη λοιπόν αμέσως ο Αφορισμός…».

«Βρήκαν την ευκαιρία για να φανερώσουν τα αντιδραστικά και αντεθνικά τους φρονήματα» 

Επιχειρήματα σαν τα παραπάνω δεν στέκουν και να γιατί:

Κάποιοι που θέλουν να λέγονται πατριώτες και κατέχουν ηγετικές θέσεις πρέπει και να είναι έτοιμοι να θυσιαστούν σε τέτοιες κρίσιμες ώρες. Ακόμη κι αν ήταν δειλοί και φιλοτομαριστές θα μπορούσαν να «βγάλουν τον αφορισμό και να τα πουν μασημένα. Όμως αυτοί βρήκαν την ευκαιρία για να φανερώσουν τα αντιδραστικά και αντεθνικά τους φρονήματα», σημειώνει εύστοχα ο Κορδάτος. Και συμπληρώνει πως τα έγγραφα αυτά «δεν είναι μόνο δείγμα του ‘‘πατριωτισμού’’ και της ‘‘εθνικής δράσης’’ του Γρηγορίου Ε΄ και των ομοίων του, αλλά είναι ιστορικά ντοκουμέντα, που χαρακτηρίζουν όχι ένα ή δέκα, δεκαπέντε κληρικούς, αλλά ολόκληρη τάξη, γιατί μας δίνουν την ψυχολογία, τα πολιτικά και κοινωνικά φρονήματα της ρωμέικης ανώτερης τάξης».

Όπως και να’χει το πράγμα ο αφορισμός έκανε μεγάλη ζημιά στον αγώνα, επηρεάζοντας και κλονίζοντας τον πολύ κόσμο, που τον απειλούσαν με την κόλαση και ‘‘το πυρ το εξώτερον’’, αλλά και δίνοντας επιχειρήματα στους κοτζαμπάσηδες και τους δεσποτάδες να βάλουν εμπόδια στην κήρυξη της Επανάστασης. Μάλιστα η στάση των ανώτερων κληρικών συνέβαλε καθοριστικά στην κατάπνιξη της εξέγερσης σε πολλές περιοχές, όπως η Κρήτη , η Θεσσαλία , η Μακεδονία κ.α.).

Ο Γρηγόριος Δικαίος, ο αρχιμανδρίτης Παπαφλέσσας, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην έναρξη της Επανάσταση στο Μοριά, παρά την αντίθεση των εκκλησιαστικών κορυφών. Τον ίδιο σημαντικό ρόλο έπαιξε και ένας άλλος αρχιμανδρίτης ο Άνθιμος Γαζής.

Αυτή η στάση υποχρέωσε την ηγεσία της Επανάστασης να επιδιώξει να ελέγξει τον κλήρο και να τον απομακρύνει από την επιρροή του Φαναρίου. Έτσι η Εθνοσυνέλευση του Άστρους το 1823 αποφάσισε να μην γίνονται δεκτές οι εγκύκλιοι του πατριαρχείου , ούτε και οι απεσταλμένοι του «εφ’ όσον επικρατεί ο Ελληνικός  αγών».

Ο απαγχονισμός του πατριάρχη 

Οι υμνητές  του Γρηγορίου Ε΄ επιχειρούν τον «εξαγνισμό» του απέναντι στην Ιστορία, επικαλούμενοι τον απαγχονισμό του την Κυριακή του Πάσχα στις 10 Απριλίου 1821. Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Το κρέμασμα του Γρηγορίου στην πύλη του πατριαρχείου δεν τον «καθαρίζει» απέναντι στην Ιστορία. Με τον απαγχονισμό του πλήρωσε την αποτυχία του να «πνίξει» την εξέγερση, αυτός ένας θεσμικός αξιωματούχος του οθωμανικού κράτους. Για τους οθωμανούς κάποιος έπρεπε να «πληρώσει» για την εξέγερση στην Ελλάδα, όπως απαιτούσε ο οθωμανικός όχλος. Και ο πιο κοντινός και εμφανής στόχος για την Υψηλή Πύλη και τον όχλο, ήταν εκείνη τη στιγμή ήταν ο πατριάρχης παρά το ότι είχε αφορίσει την Επανάσταση. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε πως στον απαγχονισμό του Γρηγορίου υπήρξαν  και συνεργοί μέσα από το πατριαρχείο και τους φαναριώτες.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά.

Στις 3 Απριλίου έφτασε στην Υψηλή Πύλη η είδηση για την εξέγερση στο Μοριά, μαζί με πληροφορίες για σφαγές γυναικόπαιδων και τούρκων αιχμαλώτων

Ο σουλτάνος αποφάσισε να  πνίξει την Επανάσταση στο αίμα. Παράλληλα με μπροστάρηδες σοφτάδες (ιεροσπουδαστές) ο όχλος άρχισε τις σφαγές και τις λεηλασίες στα σπίτια των ρωμιών.

Ένας από αυτούς που την «πλήρωσαν» πρώτοι  ήταν ένα στέλεχος του οθωμανικού κράτους, ο μεγάλος δραγουμάνος Κ. Μουρούζης που αποκεφαλίστηκε μαζί με συγγενείς του, γιατί βρέθηκε γράμμα που του είχε στείλει ο Υψηλάντης.

Την ώρα που οι χοτζάδες από τα τζαμιά καλούσαν τους μουσουλμάνους να ξεπαστρέψουν τους γραικούς  φαναριώτες, εχθροί του Υψηλάντη, αλλά και μητροπολίτες που εχθρεύονταν τον πατριάρχη άρχισαν τις μηχανορραφίες, εξωθώντας ουσιαστικά τον σουλτάνο στην τρομοκρατία. Μάλιστα λίγο έλειψε να ξεκινήσει γενική σφαγή των χριστιανών.

Μέσα σ’ αυτό το σκηνικό οχλοκρατίας ο πατριάρχης Γρηγόριος έχασε την εμπιστοσύνη του σουλτάνου, παρά τον αφορισμό της Επανάστασης και την αποστολή εξάρχων στις επαναστατημένες περιοχές.

Εκείνες τις ώρες βρήκαν την ευκαιρία μητροπολίτες να συκοφαντήσουν τον πατριάρχη στις οθωμανικές αρχές ότι τάχα μου ήταν αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας.

Ο πατριάρχης Ευγένιος Β΄. Ο μητροπολίτης Πισιδίας που συκοφάντησε στο σουλτάνο τον Γρηγόριο Ε΄ για να του πάρει τον πατριαρχικό θρόνο.

Σ’ αυτή την ιστορία πρωτοστατούσε ο μητροπολίτης Πισιδίας Ευγένιος. Ένας ανώτερος κληρικός «εξώλης και προώλης» που είχε αντικαταστήσει τη μοναχική «παρθενία» με την πορνεία. Συζούσε με μια ονομαστή κοκκώνα την Ελέγκω με την οποία είχε αποκτήσει και δυο παιδιά. Αυτός λοιπόν που το’χε βάλει αμέτι μουχαμέτι να γίνει πατριάρχης πήγε στους τούρκους και κατήγγειλε τον πατριάρχη σαν αρχηγό της Επανάστασης. Οι τούρκοι  πίστεψαν τον Ευγένιο και τους άλλους ομοίους του και κρέμασαν τον Γρηγόριο.

Ο Ευγένιος κατάφερε έτσι να γίνει πατριάρχης, αλλά δεν μακροημέρευσε. Πέθανε από δυσεντερία τον Ιούλιο του 1822. Είχε προλάβει όμως να στείλει τον Αύγουστο του 1821, μήνυμα στους επαναστάτες να ζητήσουν αμνηστία από τον σουλτάνο.

Τελικά ήταν εθνομάρτυρας ο Γρηγόριος; 

Το επίσημο ελληνικό κράτος χαρακτήρισε τον  Γρηγόριο Ε΄ εθνομάρτυρα. Μ’ αυτό τον τίτλο τον μαθαίνουνε γενιές και γενιές ελλήνων και  το άγαλμά του τοποθετήθηκε μπροστά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας δίπλα στο άγαλμα του… Ρήγα Φεραίου! Ο φωτισμένος επαναστάτης και ο σκοταδιστής δίπλα-δίπλα. Κατάντια…

Από κοντά και η Εκκλησία της Ελλάδος που με συνοδική Πράξη τον αγιοποίησε το 1921 στα 100 χρόνια από την Επανάσταση.

Για να κλείνουμε με τον Γρηγόριο και την επίσημη «αφήγηση» που τον εμφανίζει ως Φιλικό. Πρόκειται για τεράστιο ψέμα. Το βεβαιώνουν και ιστορικοί κάθε άλλο παρά προοδευτικοί.

Το βεβαιώνει ο Παναγιώτης Πιπινέλης στην Ιστορία του: «Αυστηρά ιστορική ανάλυσις της δράσεως του Γρηγορίου δεν επιτρέπει να δοθή εις τον θάνατόν του ο χαρακτήρ της εθνικής θυσίας, ως θέλει τούτο η επίσημος ρωμαντική σχολή της ελληνικής ιστορίας…».

Κατηγορηματικός είναι και ο ιστορικός της Εκκλησίας της Ελλάδος και αρχιεπίσκοπος στα χρόνια του μεσοπολέμου (1923-1938) Χρυσόστομος Παπαδόπουλος: «Ο Πατριάρχης δεν ήτο μέλος της Φιλικής Εταιρείας, ουδ’ υποκίνησε την επανάστασιν, επομένως ήτο όλως αθώος της αποδοθείσης αυτώ κατηγορίας και άδικον υπέστη θάνατον».

Κι’ άλλες προτροπές για υποταγή στο σουλτάνο 

Τα καλέσματα του πατριαρχείου προς τους εξεγερμένους να υποταχθούν στην οθωμανική εξουσία συνεχίσθηκαν και τα επόμενα χρόνια.

Το Φθινόπωρο του 1827, λίγο μετά την υπογραφή της «συνθήκης του Λονδίνου» (6 Ιουλίου), που αποτέλεσε τον πρώτο βήμα για την αναγνώριση de jure της ελληνικής ανεξαρτησίας ο πατριάρχης έστειλε νέους εξάρχους στην Ελλάδα για να πετύχουν υπογραφές υποταγής στο σουλτάνο επαρχιών και ορισμένων οπλαρχηγών.  Μάλιστα, όπως γράφει ο Κορδάτος παραπέμποντας στον Γ. Ασπρέα και στο βιβλίο του «Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος»,  στις 18 Σεπτεμβρίου ο πατριάρχης  μαζί με 12 επισκόπους πήγε στην Υψηλή Πύλη για να καταθέσει έγγραφα υποταγής των επαρχιών Τρικάλων, Ακαρνανίας, Ναυπάκτου και Ευβοίας με τις υπογραφές  13 οπλαρχηγών και προκρίτων.

Ο πατριάρχης Αγαθάγγελος

Το 1828 έχουμε μια ακόμη ανοιχτή παρέμβαση του πατριαρχείου για να καταθέσουν τα όπλα οι επαναστάτες. Ο πατριάρχης Αγαθάγγελος εκτελώντας εντολή του σουλτάνου έστειλε στην Ελλάδα τους μητροπολίτες Νικαίας , Χαλκηδόνος, Λαρίσης, και Ιωαννίνων με τη σύσταση προς τους επαναστάτες να υποταχτούν στους τούρκους, με αντάλλαγμα την υπόσχεση πως θα τους δινόταν αμνηστία.

Οι  μητροπολίτες που έστειλε ο πατριάρχης πήγαν πρώτα στο Μοριά. Αφού τα μίλησαν και τα συμφώνησαν με τον Ιμπραήμ κίνησαν για τις ελεύθερες περιοχές για να νουθετήσουν τους εξεγερμένους ραγιάδες. Όμως όταν έφτασαν έξω από το Ναύπλιο ο έπαρχος Γενοβέλης δεν τους άφησε να μπουν μέσα για να μην επηρεάσουν τους χωρικούς οι οποίοι , όπως γράφει ο Κορδάτος, απογοητευμένοι από τις νίκες του Ιμπραήμ «είχαν γονατίσει και πολλοί τουρκοφέρνανε». Το ίδιο έγινε και στην Τρίπολη , όπου ο έπαρχος Βλαχόπουλος τους απαγόρεψε να μπουν στην πόλη.

Οι δεσποτάδες δεν έβαλαν μυαλό από τις απορρίψεις και συνέχισαν την προσπάθειά τους. Πήγαν και στον Πόρο όπου συνάντησαν τον Καποδίστρια. Εκεί του είπαν πως θα βγάλουν προκήρυξη καλώντας τους έλληνες να υποταχτούν στον σουλτάνο. Ο Καποδίστριας τους απάντησε πως δεν θα τους το επιτρέψει και τους μίλησε πολύ σκληρά.

Έτσι έληξε άδοξα μια ακόμη προσπάθεια του πατριαρχείου να «πνίξει» την Επανάσταση…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας