Μελέτησα το εξαιρετικό πόνημα του Αλέξη Παπαχελά πριν ακόμα καλά-καλά κυκλοφορήσει σε έντυπη μορφή, εφόσον ο εκδοτικός οίκος, Μεταίχμιο, είχε την καλοσύνη, μετά από αίτημά μου, να μου το στείλει ηλεκτρονικά, προκειμένου να προχωρήσω σε έγκαιρη συγγραφή κριτικής παρουσίασης του βιβλίου στα αγγλικά, όπως και έγινε. Στη συνέχεια παρακολούθησα τις παρουσιάσεις του βιβλίου σε Αθήνα, Λευκωσία και στην Οικονομική Σχολή του Λονδίνου, καθώς και βιβλιοκριτικές που υπογράφουν οι πιο σημαίνουσες κυπριολογικές πένες σε Ελλάδα και Κυπριακή Δημοκρατία.
Μάλιστα, μετά την εξαιρετική παρουσίαση του Μιχάλη Ιγνατίου στην ιστοσελίδα του Hellas Journal και στον Φιλελεύθερο δεν θα μπορούσα να προσθέσω τίποτα σ’ ό,τι αφορά τους επαίνους του βιβλίου, με κορύφωση το αυθεντικό ηχητικό ντοκουμέντο του «πολεμικού συμβουλίου» της χούντας το πρωί της 20ης Ιουλίου 1974, με τον παραπαίοντα δικτάτορα, Δημήτρη Ιωαννίδη, να έχει χάσει παντελώς τον έλεγχο της κατάστασης και να τραυλίζει λέγοντας μεταξύ άλλων «Μα δεν την ξέρουμε τη λύση; Την ξέρουμε κ. Πρωθυπουργέ. Αυτή θα βγούνε στην Κυρήνεια, κι αφού βγούνε τότε θα μπουν. Αυτό που θέλουν οι Τούρκοι το κάνουν. Θα τους σταματήσουμε μετά, αφού πάρουν το λιμάνι, την Κυρήνεια και ενώσουν τη Λευκωσία τότε θα σταματήσουν. Γι’ αυτό είμαστε σίγουροι».
Πώς τη γνώριζε τη «λύση»; Μιλούσε στις 20 Ιουλίου ωσάν να υπήρχε κάποιου είδους «προ-συμφωνία» με το τουρκικό επιτελείο υπό την αιγίδα προφανώς των Αμερικανών – αν και κάτι τέτοιο δεν συνάγεται ρητά από πουθενά, ούτε απ’ το ηχητικό ντοκουμέντο ούτε από τα αρχεία, όπως θα μας πει σωστά ο Παπαχελάς. Ας δούμε, όμως, τι μας λένε τα γεγονότα και τι μπορούμε να συνάγουμε απ’ αυτά.
Πρώτο, η μαρτυρία του πράκτορα της ΚΥΠ στην Κερύνεια, Αλέξανδρου Σημαιοφορίδη –μαρτυρία που αναφέρει ο ίδιος ο Παπαχελάς– ο οποίος, πέρα απ’ τις πολλαπλές προειδοποιήσεις του στους χουντικούς ότι η Τουρκία ετοιμάζεται για επέμβαση, απορούσε όταν έβλεπε από πολύ κοντά τις αποβατικές δυνάμεις των Τούρκων μέσα στα σκάφη τους να συμπεριφέρονται ως να μην συμβαίνει τίποτε, με κανένα ίχνος αγωνίας και πολεμικής ετοιμότητας. Ωσάν να πηγαίνουν για παραθέριση, ωσάν να γνώριζαν ότι δεν θα βρουν αντίσταση στο Πέντε Μίλι. Θυμίζω ότι η χούντα του Παπαδόπουλου στη διάσκεψη του ΝΑΤΟ στη Λισαβόνα στις 3-4 Ιουνίου 1971 είχε συμφωνήσει, με τον επίσης χουντικό Τούρκο πρωθυπουργό, Νιχάτ Ερίμ (συμφωνία των ΥΠΕΞ Χωραφά και Ολζάι) την ανατροπή του Μακάριου, και τη double enosis δηλ. τη διχοτόμηση/ΝΑΤΟποίηση της Κύπρου. Αυτό σήμαινε την παροχή μεγάλης τουρκικής στρατιωτικής βάσης στην Κύπρο και εθνικό ξεκαθάρισμα από τον ελληνικό στρατό, κάτι που ήταν ανάθεμα για τον Μακάριο – ή «Μούσκο», όπως τον αποκαλούσαν χλευαστικά οι χουντικοί. Η χούντα έλεγχε την Εθνοφρουρά μέσω των χουντικών αξιωματικών που είχαν τοποθετηθεί εκεί και η ανατροπή του Μακάριου θα γινόταν μέσω μονάδων της με την προβοκατόρικη βοήθεια της ΕΟΚΑ Β. Ο Μακάριος είχε επανειλλημένα αιτηθεί απόσυρση των χουντικών αξιωματικών –το αναφέρει και στο περίφημο γράμμα του προς τον Γκιζίκη στις 2 Ιούλη 1974– ενώ για την καταστολή της ΕΟΚΑ Β είχε ιδρύσει το λεγόμενο «Εφεδρικό».
Ένα δεύτερο θέμα έχει να κάνει με μία δέσμη γεγονότων που αφορά στην πολιτική στάση των Καραμανλή-Αβέρωφ όταν ηγήθηκαν της κυβέρνησης εθνικής ενότητας, η οποία ορκίστηκε τα ξημερώματα τις 24ης Ιουλίου 1974 και των διαταγών που έφευγαν απ’ το υπουργείο Άμυνας και το ΑΕΔ στο ΓΕΕΦ στην Κύπρο. Η επιστροφή των πολιτικών και η έναρξη της «μεταπολίτευσης» συμπίπτει με την περίφημη «εκεχειρία» που δέχτηκε η Τουρκία στις 22 Ιουλίου, στις 4 μ.μ., αφού πρώτα είχε ενώσει τον θύλακα του Κιόνελι-Τέμπλου-Άγιου Ιλαρίωνα με το προγεφύρωμα της παραλίας στο Πέντε Μίλι. Τηρήθηκε, όμως, εκεχειρία εκ μέρους των Τούρκων; Η απάντηση είναι κατηγορηματικά όχι, αλλά η ουσία βρίσκεται στη στάση της ελληνικής πλευράς την περίοδο της «εκεχειρίας».
Τι μαρτυρούν τα γεγονότα την περίοδο της εκεχειρίας; Μαρτυρούν πλήρη συνέχεια της χουντικής πολιτικής μ’ αυτή των Καραμανλή-Αβέρωφ, δηλ. της άρνησης Ελληνικής στρατιωτικής βοήθειας στους κύπριους εθνοφρουρούς και στην ΕΛΔΥΚ και μάλιστα από τη στιγμή που η Ελλάδα είχε τη δυνατότητα να το κάνει αυτό με μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας. Σταχυολογώ μερικά γεγονότα που το αποδεικνύουν αυτό, καθώς τα γεγονότα, μερικές φορές, μιλάνε καλύτερα απ’ τα αρχεία.
Η εκχώρηση του κάμπου του Κιόνελι και του Γερόλακου, τέλη Ιουλίου, μπροστά στη Λευκωσία και η αμαχητί παράδοση του στρατοπέδου της ΤΟΥΡΚΔΥΚ, το οποίο το είχε καταλάβει κατά την πρώτη τουρκική εισβολή η ΕΛΔΥΚ. Οι παραχωρήσεις αυτές ήταν αποφασιστικής σημασίας, διότι έφερναν τον Αττίλα μέσα σχεδόν στη Λευκωσία αδυνατίζοντας την άμυνα της πόλης στον δεύτερο γύρο της εισβολής, ενώ σχεδόν περικυκλωνόταν το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ, δίνοντάς του μόνο μία έξοδο πιθανής διαφυγής, καταρρακώνοντας το ηθικό των εθνοφρουρών και των ΕΛΔΥΚάριων. Η παραχώρηση αυτού του εδάφους και τα ορύγματα οχύρωσης με μπουλντόζες που άνοιγε ο Αττίλας μπροστά στα έκπληκτα μάτια των ΕΛΔΥΚάριων και των εθνοφρουρών του πρώτου λόχου του 211 ΤΠ, προκειμένου να προετοιμάσει την εξόρμησή του κατά της Λευκωσίας και του στρατοπέδου της ΕΛΔΥΚ στις 14 Αυγούστου, είναι περιστατικά των οποίων η πολιτική σημασία δεν έχει ερευνηθεί δεόντως. Ωστόσο, όλες οι ενδείξεις που έχουμε μέχρι σήμερα τείνουν στην υποστήριξη της θέσης ότι οι πολιτικές και στρατιωτικές ευθύνες της πολιτικής κυβέρνησης των Αθηνών, του ΕΑΔ και του ΓΕΕΦ είναι τεράστιες διότι επέτρεψαν όλα αυτά να συμβούν. Επίσης, κατά την «εκεχειρία» καταλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι κωμοπόλεις του Λάπηθου και Καραβά, το κάστρο του Μπουφαβέντο, Σύσκληπος, Άγιος Ερμόλαος και Αγριδάκι. Τις δύο πρώτες μέρες της εισβολής και μέχρι την επίσημη «εκεχειρία» (22/7, 4 μ.μ.) η Τουρκία κατείχε περίπου το 9% της Κυπριακής Δημοκρατίας. Κατά την «εκεχειρία» (22 Ιουλίου έως 13 Αυγούστου) έφτασε να κατέχει σχεδόν το 15% κι αυτό χωρίς να δίνει ουσιαστικά μάχες. Οι διαταγές των Αθηνών προς το ΓΕΕΦ ήταν ο σεβασμός της εκεχειρίας έως και η αμαχητί παραχώρηση εδάφους, ώστε να μπορέσουν «οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις να ευθυγραμμιστούν».
Θα μπορούσα να αναφέρω δεκάδες τέτοιες περιπτώσεις, όπου στρατιωτικές δυνάμεις της Εθνοφρουράς και μοίρες πυροβολικού στέλνονταν σε αποστολές αυτοκτονίας, χωρίς σχεδιασμό, πληροφόρηση και επικοινωνία, πέφτοντας είτε σε τουρκικές ενέδρες είτε γίνονταν έρμαιο της τουρκικής αεροπορίας με αποτέλεσμα την καταστροφή τους. Ποια είναι όμως η ουσία πέρα απ’ την απώλεια τόσων ανθρώπινων ζωών; Η ουσία είναι ότι οι ελληνικές διαταγές της πολιτικής –πλέον– κυβέρνησης των Αθηνών προς το ΓΕΕΦ φαντάζουν περισσότερο ως διαταγές του ΝΑΤΟ που σε συνεργασία με ένα άλλο σύμμαχο ΝΑΤΟϊκό στρατό, αυτό της Τουρκίας, ολοκλήρωναν την καταστροφή της Κυπριακής Δημοκρατίας και κοινωνίας, αφού ταυτόχρονα ξεκληρίζονταν δεκάδες χιλιάδες άμαχοι. Ολοκλήρωναν δηλαδή από κοινού το κρατοκτόνο πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, αποδιαρθρώνοντας τελείως τον μηχανισμό κρατικής εξουσίας, με όλες τις διεθνείς και νομικές προεκτάσεις του, που είχε χτίσει ο Μακάριος με τιτάνιες προσπάθειες απ’ το 1960 μέχρι την ανατροπή του (15 Ιουλίου 1974). Μαζί με τον μηχανισμό του Μακαρίου αποδιαρθρωνόταν και η αδέσμευτη πολιτική του για μια ανεξάρτητη και ειρηνική Κύπρο, πέρα από ψυχροπολεμικές εντάσεις και εθνικιστικά μίση που έσπερναν η ΕΟΚΑ Β και η τουρκική ΤΜΤ.
Το κράτος της Κύπρου και τι συνέβαινε την ίδια χρονική στιγμή στην Ελλάδα
Η σημαία της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι σχεδιασμένη από τουρκοκύπριο δάσκαλο, μετά από ελεύθερο διαγωνισμό που προκήρυξε ο «Μούσκος». Το κοινωνικό κράτος της Κυπριακής Δημοκρατίας το ξεκίνησε ο Τάσσος Παπαδόπουλος, όταν ήταν υπουργός του «Μούσκου». Η Κυπριακή Δημοκρατία είχε νόμιμο Κομμουνιστικό Κόμμα με μεγάλη επιρροή στον λαό και στα συνδικάτα και με πολλούς τουρκοκύπριους μέλη και μάλιστα σε ηγετικές θέσεις του κόμματος επί «Μούσκου», όταν η Ελλάδα έστελνε τους κομμουνιστές και τους σοσιαλιστές στα ξερονήσια, στις φυλακές και τα βασανιστήρια της ΕΑΤ-ΕΣΑ του Ιωαννίδη.
Η μετεμφυλιακή Ελλάδα της Φρειδερίκης, του Βασιλιά, των Καραμανλήδων, των Μητσοτάκηδων, των Αβέρωφ και των χουντικών υπονόμευσε αυτή την εμπνευσμένη γραμμή του «Μούσκου» με κάθε τρόπο. Άλλοι με ανοιχτή βία, άλλοι με έντεχνα συνωμοτικά σχέδια πίσω απ’ την πλάτη του, όπως το διχοτομικό ΝΑΤΟϊκό «σχέδιο Άτσεσον» της double enosis. Μόνο ο ντε Γκωλ και ο Κάστρο ξεπερνούν, σε απόπειρες δολοφονίας εναντίον τους, τον Μακάριο. Ωστόσο, ακόμη και σήμερα, αυτή η πολιτική γραμμή του «Μούσκου», η ενδυνάμωση της Κυπριακής Δημοκρατίας σε κάθε επίπεδο, υπηρετεί πολύ καλύτερα τα συμφέροντα των Κυπρίων –Ελλήνων, Τούρκων, Μαρωνιτών, Αρμενίων, Λατίνων– παρά τα οποιαδήποτε κρατοκτόνα και ευθέως ρατσιστικά σχέδια τύπου Ανάν, που δίνουν στο πιάτο τον πολιτικο-στρατηγικό έλεγχο ολόκληρης της Κύπρου στην Τουρκία, ακριβώς όπως αυτό που έβαλε μπροστά στον Κληρίδη ο Γκιουνές στις 13 Αυγούστου 1974 στη Γενεύη. Δεν υπήρχε καμία ουσιαστική διαφορά.
Σήμερα, η ελληνική πολιτική ελίτ έχει να μετρηθεί μ’ αυτό το σώμα των γεγονότων και των προεκτάσεών τους, γιατί η ακτινογραφία της κυπριακής τραγωδίας το βίαιο καλοκαίρι του 1974 είναι και δική της ακτινογραφία. Τα αρχεία, πολλές φορές, κρύβουν «πράγματα και θαύματα», όπως λέει ο λαός μας. Τα γεγονότα και η ιστορική τους λεπτομέρεια είναι που σπαρταρούν και μαρτυρούν αυτά που πολλές φορές δεν μπορούν να βρεθούν στα αρχεία για πλείστους λόγους. Όλα άλλαξαν κι όλα τα ίδια είναι.
«Οι Τούρκοι κτυπούν την Κύπρο, αλλά εμείς είμαστε Ελλάς»
Ο Καραμανλής ζήτησε ενημέρωση από τους αρχηγούς των τριών όπλων και τον αρχηγό των ενόπλων δυνάμεων, Γρηγόρη Μπονάνο, για πιθανή αποστολή στρατιωτικής βοήθειας στην Κύπρο, και αυτό μαρτυρεί ειδικά το πολεμικό συμβούλιο της 13ης Αυγούστου 1974 – αναφέρεται σ’ αυτό εκτενώς η μελέτη του Παπαχελά.
Ο Καραμανλής, μεταξύ άλλων, εξέτασε αποστολή υποβρυχίων καθώς και σμήνους υπερσύγχρονων μαχητικών, τα οποία δεν διέθετε τότε η Τουρκία. Οι αρχηγοί, ωστόσο, με μπροστάρη τον υπουργό Άμυνας, Ευάγγελο Αβέρωφ, αντιστάθηκαν σ’ αυτή τη λογική με σαθρά επιχειρήματα, τα οποία δεν έστεκαν ούτε πολιτικά ούτε επιχειρησιακά. Προείχε, ωστόσο, ο μη-πόλεμος μεταξύ δύο ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων και αυτό ήταν ακριβώς το «πνεύμα» των αρχηγών, οι οποίοι πρόταξαν παιδικές δικαιολογίες προκειμένου ν’ αποφευχθεί κάθε αποστολή βοήθειας στην Κύπρο και πιθανή στρατιωτική εμπλοκή της Ελλάδας. Υλοποιούσαν δηλ. τον ξεκάθαρο και μόνο στόχο της διαμεσολάβησης του Κίσινγκερ (αποστολή Σίσκο). Γι’ αυτό και η Εθνοφρουρά μαζί με την ΕΛΔΥΚ αφέθηκαν στη μοίρα τους. Ναι, ακόμα και αυτή η Ελληνική Δύναμη Κύπρου, τα αγροτόπαιδα, τα εργατόπαιδα και οι μηχανικοί αυτοκινήτων απ’ την Ηλεία, την Καρδίτσα, τα Τρίκαλα, το Περιστέρι, τη Χαλκιδική, τη Μυτιλήνη και αλλού, και αυτοί «ήταν μακριά» για τον Καραμανλή.
Και θα πρέπει, επιτέλους, να τεθεί το ερώτημα: ποιοι ήταν αυτοί από τους οποίους ζήτησε ο Καραμανλής γνωμοδότηση για το αν μπορεί η Ελλάδα να βοηθήσει στρατιωτικά την Κύπρο; Απ’ αυτούς που σε αγαστή σύμπνοια με τη ΣΙΑ και τον πράκτοράς της και πραγματικό, κατά δική του παραδοχή, διοικητή της Χούντας Γκας Λάσκαρη Αβρακώτο, οργάνωσαν και εκτέλεσαν την ανατροπή του Μακάριου και το καλωσόρισμα του Αττίλα στην Κύπρο.
Μόνο ο Ιωαννίδης έλλειπε, όλοι σχεδόν οι άλλοι αξιότιμοι κύριοι ήταν παρόντες. Ουδένα απέλυσε ο Καραμανλής όταν ορκίστηκε στις 24 Ιουλίου. Οι πλείστοι αφυπηρέτησαν με τιμές. Θα ‘λεγα, μάλιστα, ότι ένας δημοκράτης και ανεξάρτητος Έλληνας πολιτικός, ένας Εθνάρχης, θα έπρεπε να το είχε θέσει ως όρο ηγετικής εμπλοκής του στην πολιτική, δηλ. την απόλυση όλων των ανδρείκελων που οδήγησαν την Κύπρο και τον λαό της στην καταστροφή. Ο Μπονάνος –περιβόητος και για το «οι Τούρκοι κτυπούν την Κύπρο, αλλά εμείς είμαστε Ελλάς»– αποστρατεύτηκε στις 19 Αυγούστου, αφού είχε «ολοκληρώσει το έργο του». Έτσι, αυτό που υποστήριζε ο Ανδρέας Παπανδρέου και η ΕΔΑ του Ηλία Ηλιού την εποχή εκείνη, ότι το Ελληνικό μετεμφυλιακό καθεστώς είναι βαθειά εξαρτημένο πρώτα από τη ΣΙΑ και έπειτα απ’ το Αμερικανικό Πεντάγωνο, ήταν πέρα για πέρα αλήθεια.
Τούτων λεχθέντων, ούτε μεταπολίτευση υπήρξε το 1974 αλλά ούτε και ο τίτλος του Εθνάρχη θα πρέπει ν’ αποδοθεί στον Καραμανλή, αλλά σ’ αυτόν που ακόμα και σήμερα μερικοί –από μισαλλοδοξία ή κακιά συνήθεια– αποκαλούν «Μούσκο». Ήταν αυτός που έλεγε, πριν τη Χούντα και μετά, πως εφόσον δεν συντρέχουν οι αντικειμενικές συνθήκες για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να παραμείνει πραγματικά ανεξάρτητη και να ενισχύεται με κάθε τρόπο – οικονομικά, αμυντικά, πολιτικά, ιδεολογικά, πολιτιστικά. Σ’ αυτή την πολιτική γραμμή ήταν ενταγμένος κι αυτή υπηρέτησε μέχρι το τέλος της ζωής του. Αυτή ήταν και η γραμμή που όλο το μετεμφυλιακό –εξαρτημένο και υποτελή– ελλαδικό κατεστημένο υπονόμευσε με νύχια και με δόντια.
*Καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Ανατολικού Λονδίνου. Είμαι υπόχρεος στον συνάδελφο Μάριο Ευρυβιάδη του Πανεπιστημίου Νεάπολις Πάφος για τις σημαντικές παρατηρήσεις του στην επιμέλεια του κειμένου. Τα όποια λάθη ή/και παραλείψεις βαραίνουν αποκλειστικά εμένα.