Το Παλαιστινιακό πρόβλημα ανέκαθεν υπήρξε ένα πεδίο στο οποίο δοκίμαζαν την άσκηση της επιρροής τους οι χώρες της περιοχής – αρχικά οι αραβικές, αλλά κατόπιν και εξω-αραβικές, όπως το Ιράν και η Τουρκία.
Ωστόσο, οι κύριοι παράγοντες που διαμορφώνουν την εξέλιξη του προβλήματος είναι πάντοτε πρωτίστως ενδογενείς. Και το μεγάλο επίτευγμα του Γιάσερ Αραφάτ ήταν ακριβώς ότι παρέλαβε την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης την δεκαετία του ’60 ως μία ”σφραγίδα” στην υπηρεσία της Αιγύπτου και την μετέτρεψε σε αυτοτελή δύναμη, ικανή άλλωστε να αποσταθεροποιεί αυτή γειτονικά κράτη όπως η Ιορδανία και ο Λίβανος.
Σε παλαιότερους καιρούς, η πολιτική του Ισραήλ στηριζόταν στην στενή συνεργασία με χώρες όπως το Ιράν (μέχρι την ανατροπή του Σάχη) και η Τουρκία (μέχρι περίπου το 2009), για την περικύκλωση του αραβικού κόσμου και τον πολιτικό κερματισμό του. Η εικόνα αυτή έχει πλήρως αντιστραφεί, διότι αν εξαιρέσει κανείς την Συρία του Μπασάρ αλ Άσαντ (η οποία πάντως την πρώτη δεκαετία του αιώνα μας επιχείρησε να διαπραγματευτεί, με τουρκική διαμεσολάβηση, την εξομάλυνση των σχέσεών της με το Ισραήλ και σε κάθε περίπτωση εδώ και δέκα χρόνια δίνει ένοπλη μάχη για την δική της επιβίωση) οι αραβικές χώρες βρίσκονται σε σχέση είτε ανοικτής είτε συγκαλυμμένης σύμπραξης με το εβραϊκό κράτος, μετά από μία μακρά πορεία που ξεκινά από τις Συμφωνίες Μπέγκιν-Σαντάτ στο Καμπ Ντέιβιντ το 1978, περνά από τη διαδικασία του Όσλο και την ιορδανο-ισραηλινή συμφωνία του 1994 και καταλήγει στις πρόσφατες Συμφωνίες του Αβραάμ.
Θερμότεροι θιασώτες των παλαιστινιακών δικαίων εμφανίζονται πλέον Μουσουλμάνοι ηγέτες εκτός του αραβικού κόσμου, παρά οι εστεμμένοι ή ένστολοι “ομοεθνείς’”. Η παλαιότερη υπόγεια εχθρότητα των τελευταίων απέναντι στα ανατρεπτικά “καινά δαιμόνια” που εισήγαγε το παλαιστινιακό κίνημα δεν χρειάζεται να συγκαλύπτεται πια από ρητορικούς όρκους πίστης στην κοινή υπόθεση.
Από την άλλη πλευρά, αναλαμβάνοντας τη “σκυτάλη” της υπεράσπισης των Παλαιστινίων ο Ταγίπ Ερντογάν βρίσκει στην αντιπαράθεση με το Ισραήλ (η οποία πάντως ουδέποτε επηρέασε το επίπεδο των οικονομικών σχέσεων των δύο πλευρών) έναν μοχλό ιδεολογικής νομιμοποίησης των φιλοδοξιών του σε ευρύτερες μάζες εντός και εκτός συνόρων και υπενθύμισης του ρόλου που η Τουρκία διεκδικεί στην ανατολική Μεσόγειο. Ωστόσο, ο ρόλος της Τουρκίας στην ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση υπερτιμάται στην ελληνική δημόσια συζήτηση, για λόγους που αφορούν αποκλειστικά την τελευταία.
Αν η Άγκυρα προβάλλει στην περιοχή την soft power της μαζικής κουλτούρας της και των οργανώσεων αρωγής (σαν αυτή που βομβαρδίσθηκε από την ισραηλινή αεροπορία αυτές τις μέρες στη Λωρίδα της Γάζας), ένας άλλος παίκτης διατηρεί πολύ πιο οργανική σχέση με την παλαιστινιακή υπόθεση, βρίσκεται σε βαθύτερο στρατηγικό ανταγωνισμό με το Ισραήλ και κυρίως μπορεί να δίνει τον ρυθμό των εξελίξεων επί του εδάφους με τους ένοπλους μη κρατικούς συμμάχους του.
Το Ιράν, ως ηγέτιδα δύναμη του αυτοαποκαλούμενου “άξονα της αντίστασης” βρίσκεται πιθανότατα πίσω από τις αναβαθμισμένες επιχειρησιακές ικανότητες που επέδειξε αυτές τις ημέρες η οργάνωση Χαμάς (με επάρκεια σε ρουκέτες βεληνεκούς πολύ μεγαλύτερου του νομιζόμενου), στηρίζει τους Χούθι της Υεμένης που έχουν ταπεινώσει την πολύ ισχυρότερή τους Σαουδική Αραβία και οι οποίοι σε μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εξέλιξη δήλωσαν πρόθυμοι να εμπλακούν στο πλευρό των Παλαιστινίων, και βέβαια επισείει βορείως των ισραηλινών συνόρων την εμπειροπόλεμη Χεζμπολάχ, η οποία επίσης δηλώνει έτοιμη να ανοίξει δεύτερο μέτωπο.
Το ότι η παρούσα ανάφλεξη συνέπεσε με την Ημέρα της Ιερουσαλήμ (την οποία καθιέρωσε ο αγιατολάχ Χομεϊνί μετά την Ιρανική Επανάσταση) και ταυτοχρόνως υλοποιεί τις πρόσφατες “προγνώσεις” του ηγέτη της Χεζμπολάχ Χασάν Νασράλα για θεαματικές εξελίξεις στην περιοχή αποτελεί υλικό για άφθονη σκέψη, πόσο μάλλον που οι εξελίξεις οδήγησαν στην ακύρωση της προγραμματισμένης για αυτές τις μέρες στρατιωτικής άσκησης μηνιαίας διάρκειας, της μεγαλύτερης στα χρονικά του Ισραήλ, η οποία ήταν προσανατολισμένη στα σύνορα με τον Λίβανο.