Ποιητές και ποιήτριες της νέας γενιάς που αξίζει να διαβάσεις (Α’Μέρος)

3275
ποιητές

Ποιητές και ποιήτριες της νέας γενιάς παρουσιάζουμε σήμερα στο περιοδικό Ατέχνως χρησιμοποιώντας στοιχεία από παλιότερες δημοσιεύσεις μας αλλά και συμπεριλαμβάνοντας και ποιητές που δεν έχουμε αναφέρει στο παρελθον, με τα ανάλογα βιογραφικά στοιχεία και ποιήματα, σε μία προσπάθεια γνωριμίας με φωνές που σίγουρα έχουν να προσφέρουν στην σύγχρονη, ελληνική ποιητική σκηνή και οι οποίες εκφράζουν μια υπαρκτή τάση που άλλοι χαρακτηρίζουν, λανθασμένα, ως “αριστερή μελαγχολία” κι άλλοι ως “ποίηση της κρίσης”.

Από αυτή την άποψη, αυτές οι τόσες αντιφατικές φωνές μεταξύ τους έχουν, είναι η αλήθεια, κάποια σταθερά στοιχεία τα οποία μπορούμε να εντοπίσουμε και τα οποία κωδικοποιούνται στο ότι το παρελθόν, ιστορικό και φανταστικό, πραγματικό και κατασκευασμένο στα εργαστήρια των αστών ιστορικών και οικονομολόγων αλλά και η πραγματική ιστορία που γράφεται καθημερινά, συνειδητά ή και ασυνείδητα, στους δρόμους, στις απεργίες, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης προσφύγων, στις ουρές της Εφορίας και των ΚΕΠ, στα σπίτια με έλλειψη θέρμανσης, στα καταφύγια αστέγων είναι το υπόβαθρο που αναπτύσσεται αυτή η τάση της ποίησης μας που κάποιοι ονομάζουν ποίησης της κρίσης ή και ποίηση της αγανάκτησης ενώ υπάρχουν κι αυτοί που αρκούνται σε μια ιδεαλιστική προσέγγιση αυτών των ζητημάτων ή και σε μία, ηθελημένη στις περισσότερες φορές, άγνοια αυτών των ζητημάτων.

Ξεκινάμε με τον Παναγιώτης Παπαπαναγιώτου (1978) που αποτελεί μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ποιητικές φωνές της νέας γενιάς. Η πρώτη του ποιητική συλλογή “Σαπράνθρωποι” (2012) που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ρέω, εμφανίστηκε σαν ατομική αυτοέκδοση και αυτοέκφραση της προσωπικής οργής και αηδίας, που ένιωσε και νιώθει ο ποιητής, αλλά και της χαμένης αγάπης και απώλειας, που νιώθει σαν άνθρωπος και δημιουργός μέσα σε μια κοινωνία που όπως θα έλεγε ένας παλιός φιλόσοφος: «Πίνει από κρανία σφαγμένων ανθρώπων». Τα ποιήματα αυτής της συλλογής αλλά και γενικότερα η ποίηση του Παναγιώτη Παπαπαναγιώτου, κινούνται γύρω από ένα κοινωνικό, πολιτικό πλαίσιο αλλά είναι και βαθύτατα ερωτικά. Δεν καταγγέλουν απλά, αγωνίζονται για μια άλλη κοινωνία. Υψώνουν φωνή μέχρι τον ουρανό. Ερωτεύονται και αγαπούν. Αγαπούν το σώμα κι έρχονται σε γόνιμη αντιπαράθεση με την επίσημη ιδεολογία, με την καταπίεση και τον ιμπεριαλισμό. Κι η γλώσσα του ποιητή που είναι κοφτή, λυρική, περιγραφική, σατυρική, ειρωνική, χωρίς περιττά στολίδια κι αγνή στις προθέσεις της, αποδίδει με τον καλύτερο τρόπο αυτά που θέλει να μοιραστεί μαζί μας ο δημιουργός. Πλούσια σε εικόνες, περιγραφική και βαθειά συναισθηματική. Το βασικότερο όλων είναι ότι ο ποιητής δεν παραμένει ένας απλός θεατής των εξελίξεων αλλά συμμετέχει ενεργά στην ταξική πάλη και συγκεκριμένα μέσα από τον χώρο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Όπως υποστηρίζει ο ίδιος, είναι ένας «ποιητής της παρακμής», κι αυτό γιατί περιγράφει μια παρηκμασμένη κοινωνία, σχεδόν νεκρή. Γράφει χαρακτηριστικά ότι «Μια μπαλάντα της παρακμής θα σας πω εγώ / ο ποιητής της παρακμασμένης εποχής» κι αυτό μπορούμε να πούμε ότι αποτελεί μια από τις κεντρικές ιδέες της ποιητικής συλλογής “Σαπράνθρωποι”. Από την πλευρά μου θα έλεγα πως είναι ένας ποιητής, ικανός να αφήσει ισχυρό το στίγμα του στην λογοτεχνία μας.

Γρηγορόπουλος όπως Καλτεζάς

Σκισμένες αφίσες στην πλατεία,
λάστιχα σκασμένα στο δρόμο,
κάδοι σκουπιδιών καμένοι.

Ζεστό αίμα κυλάει στο δρόμο,
ένα παιδί νεκρό.
Το κράτος θριαμβεύει στα πτώματα,
στους νεκρούς μετανάστες, στη γριά,
στο μαγαζάτορα που φοβάται.

Το κράτος θριαμβεύει στα πτώματα,
ο Αλέξης νεκρός.
Ένα οδόφραγμα στην Πανεπιστημίου,
ΜΑΤ τρέχουν στην Κουμουνδούρου,
η διαδήλωση φουντώνει.

Ο Αλέξης έπεσε νεκρός αλλά είναι ζωντανός.
Ζεστό αίμα κυλάει στο δρόμο,
όπως στην Πέτρου Ράλλη.
Το κράτος θριαμβεύει στα πτώματα
αλλά όχι στους νεκρούς.

Ήταν 1985, είναι 2008.
Λεγόταν Μιχάλης Καλτεζάς,
λέγεται Αλέξης Γρηγορόπουλος.
Τάξη επικρατεί στο Βερολίνο της Αθήνας!
Τάξη επικρατεί πάνω στα πτώματα δύο παιδιών.
Εμείς δεν ξεχάσαμε ποτέ!

Σύντροφε πιάσε το χέρι μου να κάνουμε αλυσίδα!

 Ο ποιητής Θωμάς Νικολάου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1988 αλλά η οικογένεια του κατάγεται από τον Άγιο Γεώργιο, ένα μικρό χωριό στους πρόποδες των Αγράφων, όπου οι λαικές ιστορίες και οι μύθοι της περιοχής έχουν επηρεάσει την προσωπικότητά του, όπως δηλώνει επίσης. Αλλά μπορούμε να υποθέσουμε, κι αυτό διαβάζοντας τα ποιήματά του και χωρίς να θέλουμε να δημιουργήσουμε ένα ψυχολογικό-αισθητικό προφίλ του δημιουργού, ότι η ίδια η πόλη, οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες έχουν επηρεάσει τον δημιουργό. Μια μελαγχολική διάθεση και μια αίσθηση ματαίωσης (και στο βιβλίο του «Έχω δει θεούς να γκρεμίζονται» (εκδόσεις Λογότεχνον) μπορεί να εντοπίσει κανείς πίσω από τις λέξεις του αλλά και μια διάθεση για συνολικότερη σύγκρουση με θεσμούς, κατεστημένες αντιλήψεις κι ιδέες με υπαρκτά προβλήματα. Τα ποιήματα του δεν είναι μονόπλευρα, δεν έχουν μόνο μία εξήγηση κι η γλώσσα τους είναι απλή αλλά όχι απλοϊκή, δείχνοντας με τον καλύτερο τρόπο ότι όντως αποτυπώνεται δημιουργικά η σχέση του ποιητή με την καλλιτεχνική ελευθερία σχετικά με την εξουσία και τα ερωτικά, πρόσκαιρα ή μόνιμα, συναισθήματα. Είναι ένας ποιητής που συμπάσχει με τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η εργατική τάξη σήμερα, με τους παλιούς κινδύνους που σηκώνουν κεφάλι αλλά δεν αφήνεται στη μελαγχολία, που κάποτε μπορεί να είναι δημιουργική αλλά στις περισσότερες μπορεί να είναι και καταστρεπτική ή ισοπεδωτική, φτάνοντας να νιώθει ντροπή γιατί, κατά τη γνώμη του, οι αγώνες του σήμερα δεν είναι αντίστοιχοι με αυτούς του παρελθόντος καταλήγοντας έτσι να μας καλεί μέσα από την ντροπή

Σήμερα νιώθω ντροπή

Στον Παύλο Φύσσα

Σήμερα νιώθω ντροπή.

Δε θα μιλήσω με κρυφά νοήματα
όπως κάνουνε οι ποιητές συνήθως.

Σήμερα νιώθω ντροπή
γιατί η Ελλάδα που μεγάλωσα
έχει πεθάνει.

Γιατί αναρωτιέμαι που μεγάλωσα
Και αύριο
δεν θα μπορώ να κοιτάξω τους
γείτονες χωρίς καχυποψία.

Γιατί θα πάψω ν’ αναζητώ
στο γέλιο των περαστικών
την αθωότητα.

Ξέρεις, μπορεί να έχω ένα σπίτι να κοιμάμαι
και το φαΐ να μην έλειψε ποτέ απ’ το τραπέζι μας,
αλλά μέσα μου νιώθω ντροπή.

Ξέρω, φταίει ο καπιταλισμός και η κρίση
που γεννάει τον φασισμό.

Αλλά εγώ μεγάλωσα με τις μνήμες
ενός άλλου λαού που ήτανε περήφανος.

Που τους φασίστες και τους προδότες
τους πολέμαγε ξυπόλητος.

Γι’ αυτό και νιώθω σήμερα ντροπή.

Ο Ντέμης Κωνσταντινίδης (Θεσσαλονίκη, 1976) αν και πολυγραφότατος νέος ποιητής δεν είναι ιδιαίτερα προβεβλημένος κι αυτό καθώς ο ίδιος δεν είναι άνθρωπος άρα και δημιουργός που επιζητεί να γυρίζει μέσα στα λογοτεχνικά σαλόνια αλλά παρόλαυτα και κυρίως για αυτά ακριβώς, αναδεικνύει ότι ο ποιητής έχει το καθήκον να συμμετέχει στις κοινωνικές διεργασίες ή τουλάχιστον να μην στέκει, προφήτης μοναχός και εκτός της πολιτείας, γράφοντας ποίηση μόνο για να ικανοποιήσει τα κρυφά και ανομολόγητα πάθη του. Αντίθετα διεκδικεί να ταυτίζεται με τη ζωή των άλλων αλλά και να ξεφύγει του υπαρξιακού αδιεξόδου στο οποίο έχει βρεθεί και να κερδίσει λίγο τον χαμένο εαυτό του, έχοντας αποκτήσει την ώριμη γνώση πως οι ουτοπίες, οι ελπίδες για ένα άλλο, διαφορετικό μέλλον θα συνεχίσουν να διεκδικούν τα δικαιώματά τους μέχρι να γίνουν πραγματικότητα, αναγνωρίζοντας επίσης πως μέχρι τότε δεν θα πάψουν να μας προβληματίζουν (το πλήθος, τον λαό, την εργατική τάξη, εμένα, εσάς και φυσικά τον ποιητή) οι αποτυχίες στην εφαρμογή τους που μας οδηγούν σε μία βίαια ωρίμανση τόσο κοινωνικά, όσο και ψυχολογικά. Διαβάζουμε σχετικά στοποίημα που ακολουθεί, από την εοεκδοθείσα ποιητική συλλογή του Ντέμη Κωνσταντινίδη «Σε κλειστά βιβλία» (εκδόσεις 24 γράμματα, 2017):

Kείνες τις μέρες

Είχε βρει αυτός τρόπο
και τα βόλευε:
χρόνια ψάλτης στους Άγιους Πάντες,
ασφαλιστής το επάγγελμα―
είτε αργίες είτε καθημερινές,
το ίδιο πελατολόγιο
να τρομοκρατεί
και να καθησυχάζει.

Μουσικοδιδάσκαλο πια,
οικογενειάρχη,
διορισμένο στη Μ. Εκπαίδευση
―ποτέ δεν έδωσ’ αφορμή,
λόγο κακό δεν είπε για κανένα,
κρεμασμένο τον βρήκανε
κείνες τις μέρες
του Χρηματιστηρίου.

 Ο Ε. Μύρων (1983) γεννημένος στην Αθήνα με καταγωγή από τη Λευκάδα είναι ένας ακόμα αξιόλογος ποιητής της νέας γενιάς, ο οποίος διατηρεί το ιστολόγιο http://a-lektor.blogspot.gr/ και ετοιμάζει την πρώτη του ποιητική συλλογή (αμέσως μόλις συγκεντρώσει τα ποιήματά του από τετράδια, χαρτιά, σημειωματάρια, οπισθόφυλλα βιβλίων, αιωρούμενες σελίδες, πακέτα τσιγάρων και τοίχους…) Ότι μέχρι σήμερα δεν έχει βγάλει καποιο σχετικό βιβλίο, την ίδια ώρα και στιγμή που άλλοι βγάζουν βιβλία σαν σε βιομηχανική γραμμή παραγωγής, δεν του στερεί τίποτα αντίθετα καλλιεργεί μια ευχάριστη αναμονή για αυτό που αργά ή γρήγορα, δεν έχει σημασία, θα διαβάσουμε. Τα δείγματα όμως της ποίησης του αρκούν για να γνωρίσουμε μια σεμνή, προσεκτική, μελαγχολική, λιτή φωνή και παρουσία που πίσω από τις εικόνες και τις λέξεις, με εργαλείο της αυτές τις εικόνες και τις λέξεις, εστιάζει στο ασήμαντο και στο ελάχιστο για να αναδείξει την σωτερική του μεγαλειότητα καθιστώντας το παράλληλα και σύμβολο και στοιχείο μοντέρνο που κι αυτό με τη σειρά του μπορεί να οδηγήσει στην ανάδειξη πολλών περισσότερων πραγμάτων. Η ποίηση του Ε. Μύρων δεν είναι μία χρηστική ποίηση ενώ δεν κρύβει τις καβαφικές και καρυωτακικές της επιρροές, αν όχι σε επίπεδο μορφής σίγουρα όμως σε επίπεδο ιδεών κι αντίληψης. Είναι γενικά μια ποιητική παρουσία οπωσδήποτε αντισυμβατική και αιρετική που δεν αρκεί, κακά τα ψέματα, μία παράγραφος για να αναδείξει τη σπουδαιότητα της. Θα αρκεστούμε σε αυτά για την ώρα, παραθέτοντας δύο ποίηματα όπως τα αλιεύσαμε από το λογοτεχνικό ιστολόγιο Το Κόσκινο:

Ορυμαγδός 

Κάθομαι και χαζεύω το τασάκι
ώρες ώρες
Φορτωμένο με σκέψεις
κι αποτσίγαρα καθώς είναι,
θυμίζει χωματερή
ή νεκροταφείο
Καμιά φορά ρίχνω
λίγο νερό,
ίσως για να σιγουρευτώ
ότι έσβησαν οι καύτρες
ίσως για να μην ενοχλεί
η μυρωδιά της αποσύνθεσης

 ***

 Σκήπτρο και λύρα

 “Ἄσε τὰ γύναια καὶ τὸ μαστροπὸ
Λαό σου, Ρῶμε Φιλύρα.
Σὲ βάραθρο πέφτοντας ἀγριωπό,
κράτησε σκῆπτρο καὶ λύρα.”

Κώστας Καρυωτάκης
“Υποθήκαι”

 

Εκεί ψηλά ελπίζω να γράφεις στίχους και νότες
Ξύπνιος από τη νύστα του βραχνά καταλύτη
Ελεύθερος καβαλάρης στων ονείρων τα μήκη
με αερικά και νεράιδες συνταξιδιώτες

 Εκεί δε θα σε κυνηγούν πια για τις επωμίδες
θα έχεις γλυτώσει από τα τετράκρυα χιόνια
Απέναντι στο λογικό θα ‘βαλες ωτασπίδες
ώστε να μην έχει δαιμόνια και τελώνια

Εφηύρες τελικά κείνο ‘κει το παυσώδυνο
για το βάσανο του χρόνου, τον βαρύ κασμά,
που θα ‘κανε το ρυθμό τού κόσμου πιο ρόδινο;

Να περιγράφεις με ρίμα, τον ουράνιο μπασμά
Εσύ, χορευτής του θεϊκού ρυθμού υποφήτης
Τα ψηλά να μαγεύει της τέχνης σου η βαθύτις

Ο Αντρέας Κολλιαράκης (Αθήνα, 1982) είναι επίσης ένας νέος ποιητής με έντονες υπαρξιακές, κοινωνικές και καλλιτεχνικές ανησυχίες κι ένα άνθρωπο που αναζητά την ομορφιά μέσα στην καθημερινότητα. Δημιουργός με βαθύ ερευνητικό πνεύμα και με αγάπη στον άνθρωπο προσπαθεί μέσα από διάφορες καλλιτεχνικές αναζητήσεις να εκφράσει την εποχή μας σε συνάρτηση με τον εαυτό του και το κοινωνικό περιβάλλον. Έχει εκδώσει ΄δυο βιβλία μέχρι σήμερα: τα Καθαρά σεντόνια (αυτοέκδοση, Αθήνα, 2014) και τη Χαραμάδα (εκδ. Οσελότος, 2018). Η ποίηση του κι ιδιαίτερα τα  μικρού σχήματος και λιτής αλλά πλούσιας συναισθηματικής έκφρασης ποιήματα του, αποτελούν μικρές βόμβες οργής αλλά και μπαλόνια δημιουργίας και χαράς. Πίσω από κάθε λέξη και στίχο κρύβεται και εμφανίζεται μια φωτιά ικανή να κάψει τα σκουπίδια της κοινωνικής αναλγησίας, μια πνοή ικανή να σαρώσει όλες τις κοινωνικές αβεβαιότητες. Ο έρωτας έχει βασικό ρόλο στην ποίηση του, επίσης. Ο έρωτας και κυρίως η ερωτική μοναξιά και απουσία. Απέναντι σε αυτό το βαθύ κοινωνικό πρόβλημα ο ποιητής διεκδικεί να αγαπήσει ξανά και να τον αγαπήσουν, καίγεται από τη φλόγα της πληγής, φλερτάρει με κρίσεις πανικού, θυσιάζεται και έρχεται ξανά μπροστά μας για να επικοινωνήσει μαζί και για να μας χαρίσει τις ιστορίες του σε καθαρά σεντόνια, δηλαδή με το βιβλίο της ψυχής του ανοιχτό, αγνό, χωρίς να σταματά μπροστά σε εμπόδια και σε προκαταλήψεις.

κλαυθμώνος 

σαββάτο βράδυ με απουσίες θεσμικές
γκρίζα πολύχρωμα φώτα
συμπληρώνω τα κενά με λέξεις
ένας κιτς εσταυρωμένος ανάσκελα στο ηρώδειο
με απωθεί
παράσταση ρηχή
θα βρεθούμε κάπου απόψε;
ουράνιο τόξο η κλαυθμώνος
μια κλούβα απέναντι από τη στάση μου
φλερτάρω κρίσεις πανικού και τις ρίχνω

 13/6/2015

 ***

 εποχές 

οι εποχές της βίας
του σπίρτου μου φωτιά
νεκρά, μικρά, γατιά
και λέξεις σε βιβλία
οι εποχές στη βία
του γέλιου μου η ηχώ
σε φρέαρ πια ρηχό
του γάτου μου η λεία
οι εποχές της βίας
φθαρμένες αγκαλιές
του ονείρου μου φωλιές
μαμές της ιστορίας

7/12/2014

Οι γυναίκες ποιήτριες έχουν επίσης τη θέση τους στο αφιέρωμα μας, οι οποίες αναδεικνύουν ότι οι γυναίκες ισότιμα με τους άντρες ποιητές (ή και ακόμα καλύτερα, γιατί όχι) μπορούν να αναδείξουν τις κρυμμένες πλευρές του ανθρώπινου ψυχισμού, τους υπαρξιακούς και κοινωνικούς μας φόβους, εξερευνώντας (και στηλιτεύοντας κατά περίπτωση) τις αιτίες της κοινωνικής αδικίας και της καταπίεσης ή επικοινωνώντας, πάλι κατά περίπτωση, με τις αγωνίες της ζωής, με τα προσωπικά τους όνειρα και τις ελπίδες τους. Σε άλλες περιπτώσεις ασχολούνται και με τον άντρα, ως σύντροφο και εραστή ή ως δυνάστη ή με τον αποτυχημένο, χωρίς ανταπόκριση έρωτα, χωρίς να υποκύπτουν σε γλυκανάλατους ρομαντισμούς, αποδομώντας, ηθελημένα ή αθέλητα, το στερεότυπο της ροζ συγγραφέως.

Συγκεκριμένα, η νέα γενιά ποιητριών έχει να μας δώσει πολλά, τόσο στην ίδια την ποίηση ως τέχνη και τρόπο έκφρασης, όσο και στην κατανόηση του κόσμου μας, πολλές φορές καλύτερα και από κάποιον άντρα ποιητή και δημιουργό. Η ηθοποιός Πελαγία Φυτοπούλου (1972)η οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κατερίνη, αποτελεί μια τέτοια περίπτωση ποιήτριας, με έντονη δυναμικά δραματική και λυρική έκφραση στην ποίηση της, που όπως σημειώνει και ο Νίκος Κατσιαούνης σε παρέμβαση του στο περιοδικό «Βαβυλωνία», έρχεται να διαταράξει (με τα ποιήματά της) με άμεσο τρόπο την κανονικότητα της καθημερινής ζωής. Διαβάζουμε, για παράδειγμα, στο ποίημα της «Κούκος» από την ομώνυμη συλλογή (που αποτελεί το δεύτερο βιβλίο της μετά από Το ραβδί των Καλικαντζάρων (εκδ. Ίαμβος, 2012)) που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Θράκα»:

στη ζωή μου
δε θέλησα ν’ αφήσω
|κάτι
πίσω
ούτε στεριά
ούτε θάλασσα
τα βράδια μοναχά
ένα μονόγραμμα στα χείλη μου
σαλεύει
μικρό κήτος εκπαιδεύει
τη βροχή μου
μια φτερούγα Διόσκουρη
ανεμίζει
στο ύστερο της τύχης
που ξέχασα να κουρντίσω
οι τρόφιμοι με λένε
Κούκο
γιατί περνώ πρόστυχα
τον τοίχο
τους διασκεδάζει έπειτα
ένας χωρικός να μελοποιεί
την αδιάλλακτη ανυπαρξία μου
ένα βαλσάκι του ’30
εγώ τους λέω παραμύθια
για να μ’ ευχαριστήσουν οι αθεόφοβοι
κατουράνε τις αλυσίδες τους
να γίνει το ποδάρι τους
κυπαρίσσι σκαλιστό
να ’χω κι εγώ
κάπου να κλάψω
στις ντουζιέρες μοιράζουν σταυρουδάκια
και οι ψείρες σαλιώνουν τα καρφιά

 ενώ στο ποίημα Γενική Αποχαιρετισμού διαβάζουμε:

Εδώ στον ουρανό έχουμε απ’ όλα
Κανένα παράπονο
Οι καλόγριες πετάνε
Κανείς δεν κλειδώνει την ομορφιά
Ζούμε χωρίς κεφάλι
Οι αυτοκτονίες λιγόστεψαν
Πεθαίνουμε κανονικά

Με υποχρέωσαν να κάνω διαθήκη
Σου άφησα μια κλωστή απ’ το γέλιο μου

Με απέσυραν βιαστικά

 Η Ρω Δέλτα είναι επίσης μια ποιήτρια της νέας γενιάς, με αιχμηρή και καυστική, ποιητική γραφή, στην “παράδοση” της Κατερίνας Γώγου – χωρίς να μένει σε μια στείρα όσο κι ανώφελη αντιγραφή, που δεν συμβιβάζεται με τίποτα περισσότερο από το απόλυτο, δηλαδή με την κοινωνική και προσωπική ελευθερία, τόσο τη δική της, όσο και της κοινωνίας γενικότερα, φωνή υψώνοντας γενναία απέναντι σε κάθε υποκρισία, απέναντι σε κάθε καθωσπρεπισμό, υπερασπίζοντας την αλήθεια με κάθε τρόπο αξιοποιώντας τη δύναμη μιας ποίησης που δεν είναι απλά καταγγελτική αλλά ανεξάρτητη, δύναμη δημιουργίας. Όπως ακριβώς στο ποίημά της «Ανεξιχνίαστες δολοφονίες» που θα βρούμε στην ποιητική της συλλογή «(Τα) (Αν)επίκαιρα» από τις εκδόσεις «Ωκεανίδα»:

Σκοτώστε τους γονείς των ποιητών, λοιπόν,
τους αγαπημένους, τις ιδιαίτερές τους σχέσεις
δολοφονήστε και τους ίδιους αργότερα,
όταν, τους αποδυναμώσετε και τους μολύνετε ανεπιστρεπτί
τις άμυνες εξουδετερώστε ύπουλα, αδιόρατα…

 ποιος ανόητος και λιγόψυχος πίστεψε ότι η αλήθεια
σταματάει
με ηχηρές απουσίες και κομμένες γλώσσες
ή ίσως και ξεριζωμένες καρδιές,
κορμιά άψυχα;

 Η Κατερίνα Ζησάκη (Λάρισα, 1984), και με την οποία θα κλείσουμε το πρώτο μέρος της παρουσίασης, ζει κι εργάζεται στην Αθήνα, είναι άλλη μία ποιήτρια που με την αιχμηρή και σκοτεινή, σχεδόν ακροβατική γραφή της ,τολμά να εκφράσει μια ριζοσπαστική γλώσσα, η οποία δεν μένει σε μια στείρα καταγγελία αλλά το προχωράει και λίγο παραπάνω, προτείνοντας ίσως και μια εικόνα και στάση ζωής, επιθετική και οπωσδήποτε ασυμβίβαστη. Ποιήματα της έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και ιστότοπους. Συμμετέχει στη συντακτική ομάδα του περιοδικού Μανδραγόρας, απ’ τις εκδόσεις του οποίου κυκλοφόρησαν το 2014 οι “Ιστορίες απ’ το ονειροσφαγείο”, στην τελική λίστα για Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα. Η “μισέρημος” είναι η δεύτερη ποιητική της συλλογή.

Παραθέτουμε σχετικά δύο ποιήματα, ένα από την πρώτη της συλλογη κι ένα που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 8 του περιοδικού “Θράκα” (Καλοκαίρι, 2017):

της απεργιακής κινητοποίησης

βρέχει
συνέχεια βρέχει
και δε μπορούμε μια απεργία της προκοπής
χωρίς ομπρέλες και βραχνούς τηλεβόες
συνέχεια βρέχει
σκυφτοί να μην μπαίνουν σταγόνες στα μάτια
μην πουν πως δακρύσαμε
λυγίσαμε κι ακόμα δεν άρχισε το πάρτυ
στους δρόμους κάθε μέρα πιο πολλοί
μ’ ότι έχουμε από σκεπάσματα
χαρτόκουτα κι ένα ποτήρι για ψιλά
όπως και να γραφτεί το ΠΕΙΝΑΟ φοβόμαστε
κι ούτε μια απεργία

η μάνα λέει μας κοστίζει φαΐ για τρεις μέρες
ο πατέρας παλιός δεξιός πού να τρέχει
συνέχεια βρέχει
πονάει η φωνή μας
τη χρωματίσαμε να δυναμώσει
μα εκείνη τίποτα
ψελλίζει μόνο
τελευταία φωνήεντα σε συνθήματα έτοιμα
ούτε που τα πιστεύει πια
έτσι για τη συνήθεια
για την εκτόνωση και πάλι μέσα
σαν τελετουργικό παλιό
εκκλησιασμός την κυριακή
άοπλοι δον κιχώτες και προφανώς
ο βασιλιάς είναι γυμνός και ΠΕΙΝΑΟ
τόσο αλήθεια που άγονη πια
και βρέχει συνέχεια βρέχει
αν είχε ήλιο τουλάχιστο θα κάναμε τη βόλτα μας
θα βλέπαμε και φίλους
τα εργοστάσια έκλεισαν
ποια απεργία
η πόλη κοιμάται
σιγά με τους κρότους σας
τώρα που συνηθίσαμε τους πόνους
απεργούμε απ’ τη ζωή
κι όλο βρέχει

 ***

 ο πεθαμένος ποιητής

 ο πεθαμένος ποιητής βρίσκεται ακόμα
μες στο συρτάρι του γραφείου του
πάνω απ’ τις κόλλες
πίσω απ’ τη φούντα (της ουράς της γάτας του)
και δίπλα απ’ το περίστροφο
που είχε ξεσκονίσει κάποτε ν’ αυτοκτονήσει
μα τον πρόλαβε το γήρας

τι λέτε ρε
ο πεθαμένος ποιητής χορεύει μες στο στόμα σου
κάθε που ουρλιάζεις
κάθε που “σύντροφοι”
κάθε που “κι άλλο κι άλλο κι άλλο”
ξαπλώνει μέσα στο δέρμα που γδέρνουν
τα νύχια σου γιορτάζοντας ή πενθώντας
σέρνει τις σόλες των παπουτσιών σου
κάθε που τριγυρνάς χαμένος

 ο ποιητής
ο πεθαμένος
μια απούσα παρουσία ζωντανή
φάντασμα μες στο σώμα
και πού και πού σκουντάει τον γραφιά
που μέσα στο συρτάρι του γραφείου του
βρίσκεται ακόμα

(συνεχίζεται)

*Πηγή: atexnos.gr – Ειρηναίος Μαράκης

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας